Κάθε που τελειώνει ο Αύγουστος, γυρίζουνε τα όρη οι βοσκοί και ψάχνουνε τα αιγοπρόβατά τους, που τα είχανε ελεύθερα ολάκερο το καλοκαίρι ν’ αλωνίζουνε στις κορφές και στις ραχούλες. Τα μαζεύουνε για να τα κατεβάσουνε στον γιαλό, στα χειμαδιά, να ξεχειμωνιάσουνε εκεί.
Σιμώνουνε τα κρύα του φθινοπώρου, γεμίζουνε όπου να ‘ναι με χιόνια τα ψηλά βουνά, δεν θα μπορούνε εύκολα τα ζωντανά να επιβιώσουνε σε τόσο δύσκολες συνθήκες.
Οι αίγες θα τονε κουτσοβγάζανε τον χειμώνα στα ορεινά, μαθημένες είναι άλλωστε στα ζόρικα, αλλά από ανάγκη θα κατεβαίνανε μονάχες τους σε χαμηλότερο υψόμετρο και θα ρημάζανε τις ελιές και τ’ αμπέλια των ανθρώπων.
Οσο για τα πρόβατα, αυτά με το που δούνε χιόνι καρφώνουνε τα πόδια τους στη γης και δεν το κουνάνε ρούπι, παρά περιμένουν τον σωτήρα να τα λευτερώσει μέχρι να ξεψυχήσουνε άπραγα στην παγωνιά.
Ετσι κι ο μπαρμπα-Αντρέας τις τελευταίες μέρες πηγαίνει πάνω-κάτω στο βουνό προσπαθώντας να συγκεντρώσει τα ζώα του για να τα κατεβάσει στον γιαλό.
Μόνο προβατίνες βόσκει, τονε κουράσανε οι αίγες με τα τσαλίμια και τ’ ατίθασο του χαρακτήρα τους, τον πήρανε λιγάκι και τα χρόνια και τις εγκατέλειψε.
Κράτησε μία μονάχα, που τη μεγάλωσε από ρίφι και δεν του πήγαινε να την ξεκάνει. Ελπίδα την είχε βαφτισμένη –το συνηθίζουν άλλωστε οι βοσκοί να δίνουνε ονόματα στα ζώα π’ αγαπούνε– και της είχε κρεμάσει κι ένα κουδουνάκι που χτύπαγε γλυκά, να τηνε ξεχωρίζει απ’ τ’ άλλα ζωντανά.
«Η Ελπίδα έρχεται», μουρμούριζε χαμογελαστός κάθε φορά που άκουγε τον χτύπο της καμπανούλας της και καμάρωνε το παράστημά της και την περηφάνια της.
Θορυβημένος περπατά τα όρη ο Αντρουλής, γιατί έχει καιρό ν’ ακούσει το κουδουνάκι της Ελπίδας. Την έψαξε στα μέρη που συνήθιζε να βόσκει, τη γύρεψε στα δάση και τα σπηλιάρια τ’ αοριού, τη σφύριξε, τη φώναξε, τη βλαστήμησε, τίποτα.
Ρώτησε και τους υπόλοιπους βοσκούς μπας κι είχανε σημάδι της, αλλά μάταια. Η Ελπίδα δεν ήταν πουθενά, εξαφανισμένη από βδομάδες. Είχε φανεί κι ένα κοπάδι από αγριοκάτσικα στα όρη του μπαρμπα-Αντρέα από καιρό κι αυτό τον έβαλε σε σκέψεις.
Το συνηθίζουνε καμιά φορά οι αίγες να σαγηνεύονται από τους ξενομπάτες. Ξεχνάνε τα μέρη τους και παρατάνε το κοπάδι που τις ανέθρεψε για να τακιμιάσουνε με τ’ αγρίμια και να το παίζουνε σπουδαίες.
Κι η πιο πιθανή κατάληξη, να τις παρατήσουνε τ’ αγριοκάτσικα μέσα στα δόντια κάποιου λύκου. Προκειμένου να γλιτώσουνε τα ίδια το τομάρι τους, ας φαγωθεί ο αδύναμος· ο νόμος της φύσης δεν αλλάζει.
Κατά πώς φαίνεται, ανέλπιδο θα τον περάσει τον φετινό χειμώνα ο μπαρμπα-Αντρέας. Παρέα με τα πρόβατά του, όλοι με το κεφάλι κάτω.
Τα πρόβατα γιατί έτσι τα έφτιαξε η πλάση, δειλά και καλοκάγαθα, κι ο Αντρουλής γιατί έχασε την Ελπίδα του στις μπόρες και στα χιόνια, χωρίς καν να γνωρίζει αν πέθανε ή αν ζει.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας