Τα τελευταία χρόνια έχουν φουντώσει οι συζητήσεις για την αύξηση των ανισοτήτων οι οποίες, σχεδόν πάντα, καταλήγουν στη διαπίστωση ότι το πρόβλημα έχει πάρει απαράδεκτες διαστάσεις.
Θα περίμενε κανείς ότι μετά τις συζητήσεις και τα συμπεράσματα, θα εκδηλωνόταν –τουλάχιστον από αυτούς που θίγονται– κάποιας μορφής αντίδραση η οποία θα ανάγκαζε τις κυβερνήσεις να παρέμβουν, αν όχι για να θεραπεύσουν, έστω για να αμβλύνουν τον πόνο αυτής της ανίατης κοινωνικής και οικονομικής ασθένειας. Και όμως, σε πείσμα όσων πιστεύουν στον νόμο της «δράσης - αντίδρασης», τόσο τα θύματα όσο και οι υπεύθυνοι ελάχιστα έκαναν για να αντιμετωπίσουν αυτήν τη δυσάρεστη για τους πολλούς και προσοδοφόρα για τους λίγους πραγματικότητα.
Η κοινωνία αντέδρασε με σιωπηρή αποδοχή τόσο του αποτελέσματος όσο και των διεργασιών που το παράγουν. Κάποιοι συνέδεσαν τη στάση αυτή με τη... συγκυρία. Κάποιοι άλλοι πρόβαλαν το αναπότρεπτο και το μάταιο. Υπήρχαν και εκείνοι που επικαλέστηκαν την ανισορροπία ισχύος, ενώ δεν είναι ευκαταφρόνητος ο αριθμός όσων επέλεξαν να σπρώχνουν τον χρόνο. Ετσι σήμερα, σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας υπάρχει δυσαρέσκεια η οποία εκφράζεται με μια σχεδόν αδιανόητη, με τα δεδομένα προηγούμενων δεκαετιών, παθητικότητα.
Θα μπορούσε κάποιος να το αποκαλέσει αυτό ως το παράδοξο του Bossuet, από τον θεολόγο του 17ου αιώνα Jacques -Benigne Bossuet, ο οποίος είπε: «Ο Θεός γελάει με τους ανθρώπους οι οποίοι διαμαρτύρονται για τις συνέπειες, ενώ λατρεύουν τις αιτίες». Σήμερα, οι άνθρωποι θρηνούν για τις ανισότητες γενικά, φρίττουν με πληθώρα από κοινωνικά στατιστικά στοιχεία ή ακραία παραδείγματα πλούτου και φτώχειας, αλλά σιωπηρά συναινούν.
Το πολιτικό σύστημα από την πλευρά του χρησιμοποίησε τη σιωπή για να νομιμοποιήσει την απροθυμία του να δράσει για να εξωραΐσει τη βαρβαρότητα της ανισότητας. Κάποιοι πολιτικοί φορείς (κόμματα) ταύτισαν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών με την πρόοδο, για να δικαιολογήσουν τις επιλογές τους. Κάποιοι άλλοι επέλεξαν να καταγγέλλουν τα συμπτώματα και είτε να μην κάνουν το παραμικρό για να αντιμετωπίσουν τις αιτίες είτε να δηλώνουν τη συμπάθειά τους και να... αποχωρούν. Υπήρχαν και εκείνοι που επέλεξαν να τηρήσουν μια στάση που παραπέμπει σε μεσσιανισμό. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος συγκατατίθεται στην ανισότητα και την υποστηρίζει άλλοτε με την ανοχή του και άλλοτε με τις πράξεις του.
Οι σκέψεις αυτές σήμερα, μερικές βδομάδες μετά τις προηγούμενες εκλογές και λίγες πριν από τις επόμενες, μπορούν να ερμηνεύσουν τα περασμένα και να αξιοποιηθούν ως δεδομένα στον εκλογικό αλγόριθμο για τα μελλούμενα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υπόβαθρο της σιωπής είναι η απογοήτευση. Σήμερα ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του εκλογικού σώματος αισθάνεται απογοητευμένο από το πολιτικό σύστημα.
Αν χαρακτηρίσουμε την αποχή και την ψήφο σε μικρά κόμματα ως την απροσχημάτιστη επιλογή ανέλπιδων ανθρώπων και δεχτούμε ότι ένας (απροσδιόριστος) αριθμός από αυτούς που επέλεξαν να ψηφίσουν τα αποκαλούμενα «μεγάλα» κόμματα ψήφισε χωρίς να πιστεύει στην επιλογή του, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αν υπήρχε κόμμα απογοητευμένων δεν θα χρειαζόταν να γίνουν οι εκλογές του Ιουνίου. Θα είχε εξασφαλίσει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ακόμα και με το απαιτητικό σύστημα της απλής αναλογικής.
Και ενώ θα περίμενε κανείς από τα πολιτικά κόμματα, αν όχι να παραδεχτούν δημόσια την ήττα τους, τουλάχιστον να προβληματιστούν ώστε να επιστρέψει η ελπίδα, αυτά προτίμησαν τον δρόμο της υπεκφυγής. Ετσι, κάποιοι πανηγύρισαν για τον θρίαμβο.
Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να επινοήσουν τρόπο για να πανηγυρίσουν και οι υπόλοιποι αποδύονται στην προσφιλή στρατηγική των χρήσιμων εξιλαστήριων θυμάτων για να παρακάμψουν τη φουρτούνα και να απολαύσουν τα ήρεμα νερά της επόμενης κοινοβουλευτικής θητείας. Και ενώ για τους δύο πρώτους τα πανηγύρια μπορεί να είναι αναμενόμενα, για τους άλλους, αυτούς που χαρακτηρίζονται ηττημένοι, η εθελοτυφλία μπορεί να εξελιχτεί σε πολιτικό αυτοχειριασμό. Αντί να προσπαθήσουν να κλείσουν τον φεγγίτη από τον οποίο δραπέτευσε η ελπίδα, αναζητούν ανάμεσα σε βολικούς «υπεύθυνους» αυτόν που τον άφησε ανοιχτό.
Η ιστορία δείχνει ότι στην πολιτική η απογοήτευση δρα σαν τη σκουριά, που αργά και επίμονα κατατρώει το σίδερο. Διαβρώνει. Εξασθενεί τις άμυνες και όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου λυγίζει μέχρι να κοπεί και την πιο συμπαγή και συνεκτική δημοκρατική κοινωνία. Αυτό έγινε στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Αυτό συνέβη στη Χιλή. Αυτό επαναλήφθηκε στην Ιταλία. Και σήμερα η μεγάλη απειλή, την οποία αποσιωπούν, είναι να εμφανιστεί και εδώ μια Μελόνι ή μια Λεπέν που θα κεφαλαιοποιήσει την απόγνωση που γεννά η αίσθηση ότι κανείς δεν θα νοιαστεί.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας