Το 1944 ο πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ προειδοποίησε: «Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι και χωρίς δουλειά αποτελούν το υλικό από το οποίο γίνονται οι δικτατορίες». Λίγες δεκαετίες αργότερα ο Χάγεκ γράφοντας ότι «σήμερα η τάση της μισθωτής πλειοψηφίας να επιβάλλει στους υπόλοιπους τα δικά της πρότυπα και τις δικές της απόψεις για τη ζωή απειλεί σοβαρά την ελευθερία» μετέτρεψε τη μισθωτή εργασία σε άγος και έτσι ο Ρίγκαν, η Θάτσερ και οι επίγονοί τους ξεκίνησαν την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της απληστίας του πλούτου.
Αν σήμερα συναρτήσουμε τις προοπτικές για τις δημοκρατίες σε όλο τον κόσμο με τον αριθμό των πεινασμένων, των ανέργων και εκείνων που ζουν με την ανασφάλεια της πείνας και της ανεργίας, τότε δεν θα πρέπει να αισθανόμαστε ιδιαίτερα ασφαλείς. Τελικά ο Χάγεκ και οι «σοφίες» του αποδείχτηκαν μεγαλύτερη απειλή για την ελευθερία και τη δημοκρατία από τη... μισθωτή πλειοψηφία.
Η κρίση αρχικά με τον COVID-19 και στη συνέχεια με την έκρηξη του πληθωρισμού έχει μεγεθύνει τις οικονομικές παθολογίες και τα διαβρωτικά προβλήματα στην αγορά εργασίας. Ο αριθμός των εργαζομένων που ζουν με μισθούς φτώχειας, που υποφέρουν σε επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, που υφίστανται διακρίσεις και λαμβάνουν ανεπαρκή προστασία αυξάνεται. Και οι πολιτικές ελίτ; Ατάραχες για το μέλλον της δημοκρατίας επιμένουν να εφαρμόζουν πολιτικές που ενισχύουν την αιώνια απειλή ανεργίας και συντελούν στη διαρκή υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας.
Η αγορά εργασίας ήταν ανέκαθεν ένα παιχνίδι που έμοιαζε με τον «μουτζούρη», αλλά σήμερα μοιάζει περισσότερο. Νέοι εργαζόμενοι εισέρχονται, άλλοι αποχωρούν και ακόμα περισσότεροι... περιμένουν. Με τη «βοήθεια» των πολιτικών ο αριθμός αυτών που βρίσκονται «σε αναμονή» είναι τόσο μεγάλος, ώστε οι οικονομικές ελίτ ανενόχλητες μειώνουν μισθούς και παροχές και διατηρούν επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Η «απάντηση» του Ρούζβελτ για να προστατέψει την ελευθερία και τη δημοκρατία από την οργή των πεινασμένων και χωρίς δουλειά έχει απορριφθεί. Το New Deal, με το οποίο εκατομμύρια άτομα προσλήφθηκαν για έργα των οποίων τα μόνιμα αποτελέσματα είναι καλά τεκμηριωμένα, χαρακτηρίζεται αναποτελεσματικό. Το Δεύτερο Νομοσχέδιο για τα Δικαιώματα (Second Bill of Rights), που είχε πρώτο μεταξύ των δικαιωμάτων το δικαίωμα στην εργασία, εμφανίζεται ως οπισθοδρομικό. Το «Tree Army» (Η στρατιά των δέντρων), το πρόγραμμα στο οποίο από το 1933 μέχρι το 1938 απασχολήθηκαν 3.000.000 άνεργοι (φυτεύτηκαν 3 δισεκατομμύρια δέντρα, δημιουργήθηκαν και αποκαταστάθηκαν 711 κρατικά πάρκα, ανοίχτηκαν 125.000 μίλια αντιπυρικών ζωνών, αναπτύχθηκαν 800 νέα κρατικά πάρκα και ελέγχθηκε η διάβρωση του εδάφους σε 40 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργήσιμης γης), που βελτίωσε τις συνθήκες βοσκής σε δημόσιες περιοχές και αύξησε τον πληθυσμό της άγριας πανίδας, προβάλλεται ως ξεπερασμένο και σπάταλο.
Και τι αντικατέστησε την πολιτική της «εγγύησης της εργασίας» που εισήγαγε ο Ρούζβελτ με το New Deal; Μια απάνθρωπη αντιμετώπιση της εργασίας και της αμοιβής της, η οποία έλκει την καταγωγή της από τη ρήση του Χάγεκ: «Η αμοιβή ανάλογα με την προσωπική αξία πρέπει στην πράξη να σημαίνει αμοιβή ανάλογη με την προσωπική αξία που μπορεί να αξιολογηθεί, με την προσωπική αξία που άλλοι άνθρωποι μπορούν να αναγνωρίσουν και να συμφωνήσουν με αυτήν και όχι με την προσωπική αξία που αντιλαμβάνεται μόνο κάποια ανώτερη δύναμη (σ.σ. προφανώς υπονοεί είτε τα συνδικάτα είτε τις κυβερνήσεις που στηρίζουν την «πλειοψηφία των μισθωτών »). Και ενώ η «εγγύηση εργασίας» ήταν το όπλο του Ρούζβελτ κατά των δικτατοριών, η σύγχρονη προσέγγιση της αγοράς εργασίας αποδείχτηκε ο πιο σύντομος δρόμος για την επικράτηση δικτατόρων και αυταρχικών ηγετών.
Η φιλοδοξία να διασφαλιστεί το δικαίωμα εργασίας για όλους τους ανθρώπους μέσω της πολιτικής δεν είναι νέα. Η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιβεβαιώνει το δικαίωμα στην απασχόληση, ένα δικαίωμα που είναι χαραγμένο στα συντάγματα πολλών εθνών αλλά η εντολή του παραμένει ανεκπλήρωτη.
Τι είναι αυτό που κάνει τις πολιτικές ελίτ να αφορίζουν κάθε πρόταση που υπονοεί την «εγγύηση εργασίας για οποιονδήποτε σε ηλικία εργασίας, ανεξάρτητα από το καθεστώς της αγοράς εργασίας, τη φυλή, το φύλο, το χρώμα ή τη θρησκεία του; Προφανώς τρέμουν την προοπτική ότι η επιστροφή στο «New Deal» εκτός των άλλων θα καθιέρωνε ανεπιθύμητα πρότυπα για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Για να ξορκίσουν τις αρχές του Ρούζβελτ, προβάλλουν έωλα, ανακριβή και αβάσιμα επιχειρήματα. Εμφανίζουν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε οικονομική δυσχέρεια, τις κοινότητες που βρίσκονται σε αναταραχή και το περιβάλλον που βρίσκεται σε κίνδυνο, ως αναπόφευκτες παρενέργειες μιας οικονομίας της αγοράς. Επικαλούνται το δυσβάστακτό δημοσιονομικό κόστος για να το εμφανίσουν ως ανεφάρμοστο. Κρύβουν τεκμήρια, όπως την έρευνα του «Levy Economics Institute» που απέδειξε ότι με κόστος το 1,3% του ΑΕΠ των ΗΠΑ θα μπορούσε να υλοποιηθεί ένα μεγάλο πρόγραμμα εγγύησης θέσεων εργασίας (15 εκατομμύρια άνθρωποι που θα αμείβονταν με 15 δολάρια την ώρα συν τις παροχές) το οποίο θα μεγέθυνε το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 2,5% και θα πρόσθετε στον ιδιωτικό τομέα τρία έως τέσσερα εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Χρησιμοποιούν κλεμμένα από το «The Constitution of Liberty» του Χάγεκ επιχειρήματα, για να ενισχύσουν την εργασιακή ανασφάλεια προσφέροντας στις οικονομικές ελίτ τη δυνατότητα να κρατούν την απειλή της ανεργίας έναντι των εργαζομένων τους ως ισχυρό φόβητρο.
Το ίδιο ακριβώς κάνει και η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, η «αριστεία» της οποίας συνοψίζεται στην τσαπατσούλικη αντιγραφή και αναπαραγωγή των επιχειρημάτων του Αυστριακού. Μια απλή σύγκριση των ισχυρισμών που έχουν παραθέσει ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του για να διαλύσουν τα συνδικάτα, την αγορά εργασίας και το κράτος πρόνοιας με τη συλλογιστική του μέντορα της Θάτσερ αρκεί για να πείσει και τον πιο δύσπιστο ότι αυτά που οραματίζονται δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την περιγραφή του... δρόμου για τη δουλεία.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας