Μιλώντας στο γερμανικό Κοινοβούλιο, αλλά και σε συνεντεύξεις της στον Τύπο, η Αν. Μέρκελ διατύπωσε τις θέσεις της έναντι των αιτημάτων της νέας ελληνικής κυβέρνησης με μια τριπλή άρνηση. Στο θέμα της διαγραφής μέρους του ελληνικού χρέους, της αποπληρωμής του υποχρεωτικού κατοχικού δανείου της Γερμανίας, αλλά και της ανατροπής των καταστροφικών πολιτικών του Μνημονίου η Γερμανία, διευκρίνισε , είναι απολύτως αντίθετη με τα αιτήματα της νέας ελληνικής κυβέρνησης. Παράλληλα, ο Β. Σόιμπλε τόνισε ότι η χώρα του δεν εκβιάζεται.
Προφανώς, ο κ. Σόιμπλε έχει δίκιο. Η Γερμανία είναι μια μεγάλη, ηγετική δύναμη της Ευρώπης και το ζητούμενο μεταξύ των εταίρων στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι ο εκφοβισμός και η άγονη αντιπαράθεση, αλλά η αναζήτηση του κοινού συμφέροντος. Και από την άποψη αυτή η Αν. Μέρκελ και ο Β. Σόιμπλε θα έπρεπε να αντιλαμβάνονται καλύτερα και να εφαρμόζουν τα διδάγματα της Ιστορίας από την εμπειρία της ίδιας τους της χώρας.
Η Γερμανία αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα υπερχρέωσης μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλιών, η Γερμανία θεωρήθηκε μόνη υπεύθυνη του πολέμου και όφειλε να πληρώσει στους νικητές το πλήρες κόστος της σύγκρουσης και αποζημιώσεις για νεκρούς, τραυματίες και αναπήρους. Οι πολεμικές αποζημιώσεις έπρεπε να καταβληθούν σε διάφορες μορφές, όπως χρυσός, νομισματικές μεταβιβάσεις, πλοία, άνθρακας, χάλυβας, αγροτικά προϊόντα, ακόμα και πνευματικά δικαιώματα.
Οι εξοντωτικοί αυτοί όροι επιβλήθηκαν στη Γερμανία παρά την έντονη διαφωνία του νεαρού τότε Κέινς που αποχώρησε από τη βρετανική αντιπροσωπεία προειδοποιώντας ότι, σε βάθος χρόνου, οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλιών θα τιμωρούσαν όχι μόνο τους νικημένους, αλλά και τους νικητές και ολόκληρη την Ευρώπη. Προέβλεψε ότι η Γερμανία ήταν αδύνατο να πληρώσει τις υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις και αυτό θα οδηγούσε σε οικονομική αποδιάρθρωση, υπερπληθωρισμό –λόγω της υπέρμετρης αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας σε μια προσπάθεια να πληρωθούν τα χρέη– και κατάρρευση του νομισματικού της συστήματος.
Πράγματι, η ανεργία και η εξαθλίωση μεγάλων στρωμάτων του πληθυσμού έπληξαν τη Γερμανία και επηρέασαν ολόκληρη την Ευρώπη. Ακόμα και σήμερα, η προσήλωση των Γερμανών στη νομισματική σταθερότητα και στο «σκληρό» νόμισμα ενισχύεται από την ανάμνηση των τραυματικών εμπειριών της περιόδου του υπερπληθωρισμού. Φυσικά, οι επιπτώσεις δεν ήταν –και δεν θα μπορούσε να είναι- μόνον οικονομικές. Μέσα από το χάος μιας ταπεινωμένης και ανίκανης να συνέλθει οικονομικά Γερμανίας ξεπήδησε ο Χίτλερ και το τέρας του ναζισμού που οδήγησε αναπόφευκτα σε νέα σύγκρουση και στη μεγαλύτερη τραγωδία του 20ού αιώνα.
Αντίθετα, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Δυτική Γερμανία ενισχύθηκε με πολλούς τρόπους ώστε να ανακάμψει οικονομικά όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αυτό οφείλεται στην αντιπαράθεση των δύο στρατοπέδων στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και στα διδάγματα που άντλησαν οι νικητές από τις καταστροφικές συνέπειες της Συνθήκης των Βερσαλιών.
Επιπλέον, το 1953, στη Διάσκεψη του Λονδίνου εξετάστηκε το πρόβλημα των ανεκπλήρωτων δανειακών υποχρεώσεων της Γερμανίας όχι μόνο του Δημοσίου, αλλά και των περιφερειακών και τοπικών αρχών, ακόμα και ιδιωτικών φορέων. Η Συμφωνία του Λονδίνου διέγραψε περισσότερο από το μισό του γερμανικού χρέους και αναδιάρθρωσε το υπόλοιπο. Η περίοδος αποπληρωμής παρατάθηκε με μεγάλη περίοδο χάριτος και το επιτόκιο μειώθηκε και συνδέθηκε με την επίτευξη εμπορικού πλεονάσματος από τη Γερμανία.
Η Συμφωνία του Λονδίνου συνέβαλε καθοριστικά σ’ αυτό που ονομάστηκε «γερμανικό οικονομικό θαύμα» και άσκησε θετική επίδραση στις ευρωπαϊκές εξελίξεις και στη δημιουργία της ΕΟΚ.
Σήμερα η Ελλάδα, η οποία συμμετείχε στη Διάσκεψη του Λονδίνου, ζητάει αυτό που δόθηκε στη Γερμανία το 1953. Τη δυνατότητα μιας νέας αρχής μέσω της διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από το 2010. Η Γερμανία δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να το αρνηθεί. Πολύ περισσότερο καθώς, όπως απέδειξε η καταστροφική εμπειρία της Συνθήκης των Βερσαλιών, οι υπερβολικές απαιτήσεις και η υπερχρέωση οδηγούν τελικά στην κοινωνική έκρηξη και στην πολιτική αποσταθεροποίηση.
Η ενίσχυση των κεντρόφυγων δυνάμεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι προμήνυμα της θύελλας που έρχεται. Η αποσύνθεση του ευρώ και ενδεχομένως της Ε.Ε. θα βλάψει τα μέγιστα την ίδια τη Γερμανία που στηρίζεται στις εξαγωγές, οι οποίες αντιστοιχούν περίπου στο 50% του ΑΕΠ της χώρας.
Από τη μεριά της η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να στρέψει την προσοχή της ακόμα περισσότερο στο αναπτυξιακό πρόβλημα που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της σημερινής κρίσης. Στην εποχή του ευρώ η χώρα πρέπει να διαμορφώσει ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο που θα στηρίζεται στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας και θα είναι οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο.
*καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας