Συμπληρώνονται την ερχόμενη Τρίτη 100 χρόνια από τη γέννηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Και κατά τρόπο παράδοξο, η Βουλή φρόντισε έγκαιρα για το πολιτικό μνημόσυνο του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύοντάς τον σε αόρατο πρωταγωνιστή κατά την επεισοδιακή διήμερη συνεδρίαση της Ολομέλειας για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών (24 και 25.1.2019). Δεν υπήρχε πολιτική πτέρυγα που να μην αναφερθεί –φυσικά για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά– στον Α. Παπανδρέου, αντλώντας από τη δική του δράση και τα δικά του λόγια επιχειρήματα προς κάθε κατεύθυνση.
Την αρχή έκανε ο Ανδρέας Λοβέρδος, ήδη από την Επιτροπή Εξωτερικών και Αμυνας, υποστηρίζοντας τη γνωστή άποψη του ΠΑΣΟΚ, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεμβολίζει τα κόμματα του Κέντρου μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αλλά ο κ. Λοβέρδος διαβεβαίωσε ότι «οι 19 βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας έχουν μία ενιαία πατριωτική στάση, ακριβώς όπως ταιριάζει στην ιστορία του δικού μας πολιτικού χώρου, μια ιστορία που θεμελίωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και έκτοτε διέπει την εν γένει στάση μας» (21.1.2019).
Στην Ολομέλεια προηγήθηκε ο Γ. Μανιάτης, ο οποίος αφιέρωσε τη μισή ομιλία του για να πείσει ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έχει καμιά σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα: «Ο καθηγητής Οικονομικών των μεγαλύτερων ξένων Πανεπιστημίων Ανδρέας Παπανδρέου δεν έχει καμία σχέση, απέχει έτη φωτός, από τον ασύγγνωστο και ολίγιστο άνθρωπο».
Ο δε Αντώνης Σαμαράς, λησμονώντας όσα του είχε καταλογίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1994-1995, στηρίχτηκε κι αυτός σε ρήσεις του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Μέχρι και ο Ν. Μιχαλολιάκος βρήκε σημείο αναφοράς τον Παπανδρέου, αναφέροντας ως επιχείρημα στη μισαλλόδοξη ομιλία του το γνωστό μελανό σημείο των πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, δηλαδή την εξαίρεση των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων από τον επαναπατρισμό που αποφασίστηκε το 1982 για όλους τους άλλους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού.
Αλλά ποια ήταν η πραγματική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου σχετικά με το Μακεδονικό; Οταν επισημοποιήθηκε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και βρέθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιμέτωπη με το ζήτημα, είναι αλήθεια ότι ο Παπανδρέου υιοθέτησε αρχικά τη σκληρή γραμμή για το ονοματολογικό, κάτι που έκαναν όλα τα πολιτικά κόμματα εκτός από το ΚΚΕ. Βέβαια, όπως προκύπτει από τα ντοκουμέντα της εποχής, τόσο ο Α. Παπανδρέου όσο και ο Κων. Μητσοτάκης αλλά και ο Κων. Καραμανλής δεν συμμερίζονταν τον όψιμο εθνικιστικό οίστρο του κ. Σαμαρά, ο οποίος αποπέμφθηκε τον Απρίλιο του 1992 από την κυβέρνηση στο τέλος της κρίσιμης συνόδου των πολιτικών αρχηγών.
Αλλά οι τρεις κορυφαίοι πολιτικοί φάνηκαν τότε να παρασύρονται από το ανερχόμενο κύμα εθνικισμού και ξενοφοβίας που είχε καλλιεργηθεί και από τα μέσα ενημέρωσης, κάτι που θυμίζει έντονα τη σημερινή αυτοπαγίδευση της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Το έχει παραδεχτεί δημόσια ο Κων. Μητσοτάκης σε μεταγενέστερο χρόνο, αλλά το έχει καταγράψει σε σημείωμά του και ο έμπιστος συνεργάτης του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Πέτρος Μολυβιάτης, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Καραμανλής υποχρέωσε τον Μητσοτάκη να μην προχωρήσει σε κάποια λύση το 1992, και συμπληρώνει κάτι εξαιρετικά διαφωτιστικό: «Οταν ο πρωθυπουργός ανέφερε στον πρόεδρο ότι κάποιοι συζητούν στην Κοινότητα την περίπτωση της διπλής ονομασίας για τα Σκόπια, ο πρόεδρος είπε στον κ. Μητσοτάκη ότι δεν νομίζει ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε τη λύση αυτή, αλλά εάν η κυβέρνηση ευρεθεί σε πλήρες αδιέξοδο και αναγκασθεί να εξετάσει τη λύση αυτή, τότε θα πρέπει να προταθεί από την Κοινότητα και όχι από την ελληνική πλευρά» (Σημείωμα με ημερομηνία 22.7.1994, στο «Αρχείο Καραμανλή», τ. 12, σ. 636-638). Κουτοπονηριές του «Εθνάρχη»…
Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Α. Παπανδρέου φαινόταν να συμβαδίζει με τον Σαμαρά, αλλά ήταν εκείνος που –πάλι σύμφωνα με τον Μολυβιάτη– δεν συμφωνούσε με σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.
Το πώς ακριβώς αντιμετώπιζε το Μακεδονικό ο Ανδρέας Παπανδρέου έγινε ορατό όταν παρέλαβε ο ίδιος μετά τις εκλογές του φθινοπώρου του 1993 την εξουσία, σχηματίζοντας την τελευταία του κυβέρνηση. Διαθέτουμε πολλά σημαντικά ντοκουμέντα από την περίοδο εκείνη, στα οποία διαγράφεται και η τελική μετατόπιση των θέσεών του, από την αρχική αδιαλλαξία στην επιδίωξη ενός αμοιβαία αποδεκτού συμβιβασμού, τον οποίο θεμελίωσε με την Ενδιάμεση Συμφωνία που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη (13.9.1995).
Στα ντοκουμέντα περιλαμβάνονται και τα πρακτικά από δυο συνεδριάσεις της Βουλής σε επίπεδο αρχηγών. Τις είχε προκαλέσει ο τότε αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Μιλτιάδης Εβερτ.
Η πρώτη έγινε στην αρχή της θητείας της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, στις 24.1.1994, ενώ η δεύτερη στις 6.11.1995, και ήταν η τελευταία παρόμοια εμφάνιση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Δυο βδομάδες αργότερα εισήχθη με σοβαρό πρόβλημα υγείας στο Ωνάσειο και μετά από δυο μήνες παραιτήθηκε. Αυτή η δεύτερη λοιπόν παρέμβαση μπορεί να θεωρηθεί και το πολιτικό κύκνειο άσμα του. Και το συμπέρασμα από αυτές τις τελευταίες του σκέψεις είναι ότι είχε πλέον κατασταλάξει στην ανάγκη ενός συμβιβασμού με τους γείτονες και διαγραφόταν η πεποίθησή του ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας η βιωσιμότητα της νέας αυτής κρατικής οντότητας.
Οσο για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τα περί τον Αντώνη Σαμαρά στελέχη και ο Τύπος της Δεξιάς αυτή τη μετατόπιση του Α. Παπανδρέου, θυμίζει έντονα τα επιχειρήματα που ακούγονται από την ίδια πολιτική πτέρυγα τις τελευταίες ημέρες εναντίον του Αλέξη Τσίπρα. Οπως θα φανεί και παρακάτω, η εθνικιστική Δεξιά κατηγορούσε τον Παπανδρέου για τα ίδια ακριβώς πράγματα: ότι «παρέδωσε» τη γλώσσα, ότι εκτελεί εντολές των Αμερικανών, ότι δεν σέβεται τη Βουλή, ότι ασκεί μυστική διπλωματία με τα Σκόπια, κ.ο.κ.
Η αναδρομή στα ντοκουμέντα εκείνης της εποχής είναι σήμερα εξαιρετικά χρήσιμη. Γιατί, όσο κι αν δεν θέλουν να το παραδεχτούν οι επίγονοί του στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, οι θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου για το Μακεδονικό το 1994-1995 στηρίζουν τον πυρήνα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η πρώτη μάχη στη Βουλή
Στην πρώτη εμφάνισή του στη Βουλή μετά τον σχηματισμό της τελευταίας του κυβέρνησης με θέμα το Μακεδονικό (24.1.1994), ο Ανδρέας Παπανδρέου αρχικά επέμεινε στη γραμμή των γνωστών «τριών όρων», στους οποίος περιλαμβανόταν η άρνηση ονομασίας με τη λέξη Μακεδονία. Αλλά την ίδια στιγμή εμφάνισε ως τετελεσμένη την ελληνική υποχώρηση στο ζήτημα: «Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε αποδεχθεί συμβιβασμό στο όνομα, με επιθετικό προσδιορισμό στον όρο “Μακεδονία” και το δήλωνε δημοσίως και επισήμως, και εκ προοιμίου προς πάσα κατεύθυνση».
Ο κ. Σαμαράς αμφισβήτησε την ειλικρίνεια του Παπανδρέου: «Ηχεί πλέον μελαγχολικά ακόμα και η σημερινή δέσμευση του κυρίου πρωθυπουργού ότι “ούτε λέξη Μακεδονία ούτε λέξη για το σύνθετο όνομα”. […] Κύριε πρωθυπουργέ, γιατί υποχωρείτε στο θέμα του ονόματος στη διαδικασία αυτή και δηλώνετε πως, αν αποσυρθούν τα προκλητικά σύμβολα και τα άρθρα του Συντάγματος, θα προχωρήσει ο διάλογος και θα δούμε τι θα γίνει με το όνομα; Φοβάμαι ότι πέφτετε και εσείς, λοιπόν, διολισθαίνετε, να το πω έτσι, προς την πολιτική Μητσοτάκη».
Η αντίδραση του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν να αντεπιτεθεί στον Σαμαρά για τους χειρισμούς του τον Δεκέμβριο του 1991: «Θέλω να υπενθυμίσω ότι ο κ. Σαμαράς ήταν υπουργός της Νέας Δημοκρατίας και έχει την ευθύνη μέχρι την ημέρα που παρέδωσε αυτό το υπουργείο».
Η Αλέκα Παπαρήγα στράφηκε επίσης εναντίον του Σαμαρά, κατηγορώντας τον ότι «θέλει να αποσείσει από πάνω του τις ευθύνες για την υπογραφή του στην απόφαση διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. […] Ας μη συνεχίσει αυτή την επικίνδυνη πολιτική. Πολύ φοβάμαι ότι απηχεί γενικότερες ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις, που δυστυχώς περιέχουν πολλά στοιχεία εθνικισμού και μεγαλοϊδεατισμού, σαν αυτά που καταγγέλλουμε και κατηγορούμε για άλλες δυνάμεις στα Βαλκάνια».
Ο Κων. Μητσοτάκης πήρε σαφή θέση για διπλή (ούτε καν σύνθετη) ονομασία: «Εάν πράγματι θέλουμε να μείνουμε στα Ηνωμένα Εθνη, εάν θέλουμε να κάνουμε διαπραγμάτευση και για το όνομα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι όντως να κάνουμε διαπραγμάτευση και να συζητήσουμε τη μικτή ονομασία».
Ο συνεργάτης του κ. Σαμαρά, Στέφανος Στεφανόπουλος, έκλεισε, κατηγορώντας τον Α. Παπανδρέου για εγκατάλειψη της γραμμής του 1992: «Οι ταυτάριθμοι όροι που επικαλείται το ΠΑΣΟΚ, για να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις, τα τρία ΣΥ, όπως λέγονται, “Σύμβολα - Σύνταγμα - Σύνορα”, αποτελούν την εγκατάλειψη των τριών όρων του Αντώνη Σαμαρά».
Σαμαράς: Ο Ανδρέας «μητσοτακοποιείται»
Ηδη από τις αρχές του 1994 προκλήθηκε μεγάλη αναταραχή από δηλώσεις του Α. Παπανδρέου, ότι υπό προϋποθέσεις θα έμπαινε σε διάλογο με τον Κίρο Γκλιγκόροφ για το όνομα. Η τοποθέτηση αυτή χαιρετίστηκε από τον ευρωβουλευτή του ΣΥΝ, Μιχάλη Παπαγιαννάκη: «Πρόκειται για σημαντική στροφή ως προς το Μακεδονικό, η οποία γίνεται προς την ορθή κατεύθυνση, γι’ αυτό πρέπει να στηριχτεί, ώστε να σταθεροποιηθεί και να ολοκληρωθεί. Η νέα πολιτική είναι αντίθετη με τις προεκλογικές διακηρύξεις του ΠΑΣΟΚ, όμως δεν είναι ούτε χρήσιμο ούτε εθνικά αποδεκτό να αναπτύξουμε εσωτερικές κομματικές διαμάχες ή να παρουσιάσουμε διχασμένη κυβερνητική πολιτική».
Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, πρόσθεσε πως «οι όροι που θέτει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση ως προϋπόθεση του διαλόγου με τα Σκόπια είχαν γίνει δεκτοί από τα Σκόπια πέρσι τον Μάιο», επομένως ο Παπανδρέου με τις δηλώσεις του «δειλά ακολούθησε τα χνάρια της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας».
Εκείνος που αντέδρασε έντονα ήταν, φυσικά, ο κ. Σαμαράς: «Η μητσοτακοποίηση Παπανδρέου για τα Σκόπια είναι πια προφανής για τον καθέναν. Τα επικίνδυνα παιχνίδια συνεχίζονται, η υποκρισία κορυφώνεται. Ο Παπανδρέου, ξαφνικά, υπέρ του ταπεινωτικού διαλόγου για το όνομα με Γκλιγκόροφ».
Στην ίδια ομιλία, ο τότε πρόεδρος της ΠΟΛ.ΑΝ. κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι «με την ξαφνική ευρωλατρία της μας θέλει άφωνους κι ας ετοιμάζει ακόμα και διάλογο», ενώ επισήμαινε και διαφορές απόψεων στο κυβερνητικό μεταξύ Παπανδρέου, Πάγκαλου, Παπαθεμελή και Παπούλια, θυμίζοντας όσα έλεγε μέχρι πρότινος για τις αντιθέσεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Πάνου Καμμένου.
Πρέπει να διαλυθούν τα «Σκόπια»;
Αυτό που κρύβεται σήμερα πίσω από τις μεγαλοστομίες των κατά φαντασίαν Μακεδονομάχων είναι αν τελικά αυτό που επιδιώκουν είναι η διάλυση της γειτονικής χώρας. Το ερώτημα το είχε θέσει ο Μ. Εβερτ στη Βουλή: «Θέλουμε ή δεν θέλουμε την υπόσταση των Σκοπίων ως κρατικής οντότητας; Είναι το πρώτο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε, εάν θέλουμε να χαράξουμε μία σωστή πολιτική απέναντι στα Σκόπια. Και, έτσι, έρχεται το δεύτερο ερώτημα:
Τι θα συμβεί, εάν διαλυθούν, εάν διαμελισθούν τα Σκόπια; Στόχος μας, συνεπώς, στην υπόθεση των Σκοπίων πιστεύω ότι πρέπει να είναι η μετατροπή τους σε ένα μικρό και συμβατό προς τις ελληνικές επιδιώξεις γειτονικό κράτος, από τη φύση του εξαρτημένο από την Ελλάδα για την επιβίωσή του» (24.1.1994).
Ο Α. Σαμαράς είχε αντιτείνει ότι «κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια ποια κρατική υπόσταση θα έχουν, αν έχουν, τα Σκόπια σε λίγο καιρό. Και από ποιες πραγματικά χώρες θα εξαρτώνται. Ισως σταθούν στα πόδια τους. Ισως, μάλιστα, ενταχθούν σε μια μορφή “μικρής Γιουγκοσλαβίας”». Υπονόησε έτσι το παλιό σχέδιο της απορρόφησης του νέου κράτους από τη Σερβία. Ο Κων. Μητσοτάκης ήταν σαφέστερος: «Η τραγική ειρωνεία της τύχης είναι ότι η μόνη χώρα στα Βαλκάνια η οποία πράγματι επιθυμεί την ύπαρξη αυτής της Δημοκρατίας είναι η Ελλάδα».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε τοποθετηθεί με έμμεσο τρόπο μία εβδομάδα νωρίτερα. Αφορμή στάθηκαν οι δηλώσεις του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης, Στέλιου Παπαθεμελή, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είναι «σφόδρα πιθανό» το σενάριο της διάλυσης και απείλησε ότι ο «αλυτρωτισμός» των γειτόνων θα οδηγήσει στην «αντιστροφή του αλυτρωτισμού».
Είχαν βέβαια πια υποχωρήσει οι πολεμόχαρες κραυγές του 1992, αλλά ο Παπανδρέου θεώρησε καλό να ξεκαθαρίσει ότι «την εξωτερική πολιτική, ειδικά στο θέμα των Σκοπίων, τη χειρίζομαι εγώ προσωπικά και ο υπουργός Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας» (17.1.1994).
Ο κ. Σαμαράς επανήλθε στην ίδια γραμμή τον Νοέμβριο του 1995, εισηγούμενος την «καντονοποίηση» της χώρας, με αποτέλεσμα να αντιδράσουν όλες οι πτέρυγες της Βουλής και να ανταλλάξει βαριές κουβέντες με τον αρχηγό της Ν.Δ...
Ο Ανδρέας και η επικύρωση της συμφωνίας
Για όσους σήμερα διαμαρτύρονται ότι η κυβέρνηση δεν αφιέρωσε περισσότερες μέρες συζήτησης στη Βουλή για τη Συμφωνία των Πρεσπών, θυμίζω ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν έφερε καν την Ενδιάμεση Συμφωνία στη Βουλή και εξήγησε ότι αυτό θα γίνει, όταν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις.
«Δεν θα αναφερθώ καθόλου στη θέση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι θα διαπραγματευτεί ξανά τη συμφωνία», έλεγε ο Ανδρέας στη Βουλή (6.11.1995).
Και εξηγούσε: «Είναι μία δήλωση λανθασμένη, που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, πέρα από το ότι, για να το πράξει, πρέπει να γίνει κανονικός πρωθυπουργός, ενώ το μόνο στο οποίο μπορεί να ελπίζει είναι να παραμείνει πρωθυπουργός εν αναμονή. Θα αναφερθώ όμως στην απαίτησή του να έρθει για επικύρωση η Ενδιάμεση Συμφωνία στη Βουλή και μάλιστα κάνοντας σύγκριση με το γεγονός ότι η συμφωνία επικυρώθηκε από τη Βουλή των Σκοπίων. Τα Σκόπια έπρεπε να επικυρώσουν αλλαγή στη σημαία και στα σύμβολά τους και συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το Σύνταγμά τους. Εμείς προχωρούμε στην άρση των ελληνικών αντίμετρων, που επιβλήθηκαν με κυβερνητική απόφαση και ήρθησαν με κυβερνητική απόφαση. Αυτά, για να γνωρίζουμε τι λέμε. Βεβαίως -και το έχω δηλώσει-, όταν υπάρξει κατάληξη σε τελική συμφωνία, που θα αντιμετωπίζει και το όνομα, το θέμα θα έρθει στη Βουλή των Ελλήνων».
Ο κύριος κίνδυνος για την Ελλάδα
Ο λόγος που αποφάσισε τη μεταστροφή στο Μακεδονικό ο Ανδρέας Παπανδρέου και προώθησε την Ενδιάμεση Συμφωνία ήταν βέβαια ότι ήθελε να κλείσει τα ανοιχτά ζητήματα προς Βορρά, γιατί θεωρούσε ότι ο κίνδυνος για την Ελλάδα προέρχεται από την Ανατολή:
«Εχοντας την αίσθηση της μόνιμης απειλής από την Τουρκία, έχοντας την ανοικτή πληγή του Κυπριακού, του πρώτου πάντα εθνικού μας θέματος, δεν έχουμε λόγο στις σχέσεις μας με τους άλλους γείτονές μας να μην κλείνουμε εκείνα τα μέτωπα που μπορούν να κλείσουν, χωρίς βλάβη, των εθνικών μας συμφερόντων».
Του απάντησε ο Μιλτιάδης Εβερτ με μια επιχειρηματολογία που δεν διαφέρει σε τίποτα από τη σημερινή ρητορική της αξιωματικής αντιπολίτευσης:
«Οφειλε η κυβέρνηση να ζητήσει έκτακτη σύγκληση της Βουλής, πριν αναχωρήσει ο υπουργός Εξωτερικών για τη Νέα Υόρκη, για την τελική φάση της υπογραφής της συμφωνίας με τα Σκόπια, ή τουλάχιστον όφειλε η κυβέρνηση να ζητήσει τη σύγκληση σύσκεψης των πολιτικών αρχηγών, προκειμένου να υπάρξει ενημέρωση και χάραξη κοινής πολιτικής. Η υποβάθμιση της εθνικής αντιπροσωπείας -και αυτό πρέπει σοβαρά να το λάβουμε υπόψη μας- δεν έχει προηγούμενο. Περιφρονείτε, κύριε πρωθυπουργέ, συστηματικά το κοινοβούλιο. […] Δεν είχε την ευαισθησία η κυβέρνηση να κάνει αυτό το οποίο έκανε ο Γκλιγκόροφ προ ολίγων μόλις ημερών, να κυρώσει, δηλαδή, τη Συμφωνία στη σκοπιανή Βουλή» (6.11.1995).
Ο Ανδρέας «αναγνώρισε τη γλώσσα»
Ακόμα και τον βασικό σημερινό ισχυρισμό των πολέμιων της Συμφωνίας των Πρεσπών για τη γλώσσα του γειτονικού κράτους είχε αναπτύξει ο Μ. Εβερτ, κατηγορώντας τον Παπανδρέου ότι με την Ενδιάμεση Συμφωνία αναγνώρισε τη γλώσσα της ΠΓΔΜ:
«Δεν θα έπρεπε να υπογράψετε κανένα κείμενο, καμία συμφωνία, εάν προηγουμένως δεν είχατε εξασφαλίσει δεσμεύσεις για όλα τα θέματα της διαφοράς, συμπεριλαμβανομένου και του ονόματος. Αντίθετα, συμφωνώντας για τα υπόλοιπα θέματα πλην του ονόματος, εξαντλήσατε όλα τα διαπραγματευτικά όπλα της Ελλάδος. Η Ελλάδα δεσμεύθηκε και τα Σκόπια πήραν αυτά που επεδίωκαν. Δεσμεύθηκε η κυβέρνηση για οικονομική βοήθεια. Εντάξατε τα Σκόπια στις ευρωπαϊκές δομές. Δώσατε τη δυνατότητα στα Σκόπια να αποκτήσουν δικαίωμα στον λιμένα της Θεσσαλονίκης. Αναγνωρίσατε τη γλώσσα των Σκοπίων, που έχει αλυτρωτικό χαρακτήρα. Και όλα αυτά, χωρίς να εξασφαλισθεί το όνομα» (6.11.1995).
Η ομαδική παραίτηση των βουλευτών
Ακόμα και το «εύρημα» του Πάνου Καμμένου, να παραιτηθούν ομαδικά οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, για να μπλοκάρουν την ψήφιση της Συμφωνίας, το είχε διατυπώσει πρώτος ο Αντώνης Σαμαράς το 1995, για να πέσει η κυβέρνηση Παπανδρέου για το Μακεδονικό.
Ο κ. Σαμαράς κατήγγειλε τότε τη Ν.Δ. ότι συμπλέει με το ΠΑΣΟΚ: «Τη σύμπραξη κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης τη νιώσαμε μέσα από τη στήριξη που πρόσφερε η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, αρνούμενη να συμφωνήσει σε μια σειρά σημαντικών ενεργειών, που πρότεινε η Ανοιξη, όπως σύγκληση νέου Συμβουλίου Αρχηγών, πρόταση μομφής, διενέργεια δημοψηφίσματος και, επίσης, στην άποψή μας για την ομαδική παραίτηση των βουλευτών» (6.11.1995).
Η Μακεδονία δεν είναι μία
Προκειμένου να ενισχύσει τις θέσεις του ότι «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», ο Αντώνης Σαμαράς την περασμένη εβδομάδα έφτασε να ισχυριστεί στη Βουλή ότι δεν υπάρχει «γεωγραφική Μακεδονία», ότι πρόκειται για «κατασκευασμένη έννοια».
Η παραδοξότητα αυτού του ισχυρισμού έρχεται σε σύγκρουση ακόμα και με τις δικές του θέσεις, εφόσον στην επιστολή του προς τους υπουργούς Εξωτερικών της Ε.Ε. στις 17.1.1992 ξεκαθάριζε ότι η Μακεδονία είναι «ένας γεωγραφικός όρος»!
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε την άποψη ότι η λέξη Μακεδονία είναι «το όνομα μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, η οποία εκτείνεται στο έδαφος τεσσάρων γειτονικών χωρών, ενώ το έδαφος της ΠΓΔΜ αποτελεί μόνο το 38,5% της περιοχής αυτής» (Μνημόνιο του υπ. Εξωτερικών Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, 25.1.1993).
Το ίδιο υποστήριζε και η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην επίσημη απάντησή της προς την Επιτροπή της Ε.Ε., που είχε παραπέμψει τη χώρα μας για την επιβολή εμπάργκο κατά της ΠΓΔΜ, η ελληνική πλευρά ανέφερε: «Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913) καθορίστηκαν τα εδάφη του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, τα οποία περιήλθαν στις τρεις βαλκανικές χώρες. Στην Ελληνική Μακεδονία περιελήφθη το 52% αυτών των εδαφών» (19.5.1994).
Η «εξαγορά» των διαπραγματευτών
Οπως και με τη Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι και με την Ενδιάμεση Συμφωνία υπήρξαν πολλές φήμες για εξαγορά προσώπων που εμπλέκονταν στη διαπραγμάτευση.
Στις 14.6.1995, η «Νόβα Μακεντόνια» κατηγόρησε (όχι τον Σόρος, αλλά) το ελληνικό λόμπι των ΗΠΑ για απόπειρα εξαγοράς των διαπραγματευτών. Αφορμή ήταν η επίσκεψη στην Ελλάδα του Αμερικανού προέδρου Τζ. Μπους, προσκεκλημένου του Ι. Λάτση, καθώς και η επιλογή του Μάθιου Νίμιτς να κάνει διακοπές στην Ελλάδα.
Ο Ανδρέας και η μυστική διπλωματία
Μόλις τρεις μήνες από τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορήθηκε για μυστική διπλωματία στο Μακεδονικό. «Μυστική διπλωματία και απευθείας διάλογος Αθήνας Σκοπίων» κατάγγελλε μερίδα του Τύπου («Ελεύθερος Τύπος», 17.1.1994). Στις 7.1.1995, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Ευ. Βενιζέλος διέψευσε δημοσιεύματα περί μυστικών επαφών με την ηγεσία της ΠΓΔΜ. Την επομένη ήταν ο Α. Παπανδρέου εκείνος που διέψευσε κατηγορηματικά ότι υπήρξε οποιαδήποτε μυστική διπλωματία. Και τον Ιούνιο του 1995 η κυβέρνηση αρνήθηκε ότι έχει συνάψει μυστική συμφωνία με την ΠΓΔΜ για αναστολή του εμπάργκο και έναρξη διαπραγματεύσεων. Πάντως, τρεις μήνες αργότερα υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία και σταμάτησε το εμπάργκο.
Ο Ανδρέας και οι Αμερικανοί
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δέχτηκαν, τους τελευταίους μήνες, την εύκολη κατηγορία ότι δρουν ως εντολείς ξένων δυνάμεων και συμφερόντων, κυρίως των Αμερικανών. Κατά διαβολική σύμπτωση, ακριβώς την ίδια μομφή είχε απευθύνει η Ν.Δ. και ορισμένα μέσα ενημέρωσης στον Ανδρέα Παπανδρέου για την Ενδιάμεση Συμφωνία.
Προκλήθηκε πραγματικός σάλος, επειδή η ανακοίνωση για την έναρξη διαπραγματεύσεων ανακοινώθηκε από τον Αμερικανό επιτετραμμένο Τ. Μίλερ, στις 4.9.1995. Βρήκε την ευκαιρία ακόμα και ο Κων. Μητσοτάκης να βγει απ’ τ’ αριστερά στον Ανδρέα: «Απετέλεσε ντροπή για την κυβέρνηση, ντροπή για την Ελλάδα ότι τη συμφωνία αυτήν την ανήγγειλε στην είσοδο της πρωθυπουργικής κατοικίας ο επιτετραμμένος των ΗΠΑ. Μα και προτεκτοράτο να είχατε αποφασίσει να κάνετε την Ελλάδα, κύριε Παπανδρέου, δεν θα συνέβαινε αυτό το τραγικό γεγονός. Μας θύμισε τον Πιουριφόι, με τη διαφορά ότι, όπως σωστά ελέχθη, τότε τουλάχιστον μιλούσε ο πρέσβης για λογαριασμό της Ελλάδος. Σήμερα μιλάει ο επιτετραμμένος» (6.11.1995).
Επρεπε να γίνει δημοψήφισμα;
Οσα ακούγονταν τους τελευταίους μήνες σχετικά με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το Μακεδονικό, έχουν κι αυτά την προέλευσή τους στο 1994. Ηταν τότε που ο Αντώνης Σαμαράς ζητούσε από τον Ανδρέα Παπανδρέου να προχωρήσει σε δημοψήφισμα και μάλιστα μόνο και μόνο για λόγους επίδειξης προς το εξωτερικό: «Πρώτον, δημοψήφισμα.
Και όχι, για να μάθουμε εμείς τι πιστεύει ο ελληνικός λαός, αλλά για να το μεταχειρισθούμε ως ένα όπλο υψηλής διαπραγματευτικής δύναμης που θα έπειθε και τον πλέον δύσπιστο ότι ο ελληνικός λαός δεν αστειεύεται ούτε με το μέλλον του ούτε με την ιστορία του ούτε με την ψυχή του» (24.1.1994).
Ηταν η ίδια λογική που είχε οδηγήσει, το 1992, στα συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, με μοναδικό αποτέλεσμα την αυτοακύρωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Φυσικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν σκέφτηκε καν να προχωρήσει σε μια παρόμοια κίνηση, το 1994.
Η παρακαταθήκη του Ανδρέα
Η τελευταία ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στη Βουλή, στις 6.11.1995, αφορούσε το Μακεδονικό. Είχε μόλις υπογραφεί η Ενδιάμεση Συμφωνία με την ΠΓΔΜ και είχε σταματήσει το ελληνικό εμπάργκο εις βάρος της. Μετρώντας τα λόγια του, ο πρωθυπουργός εξήγησε τους λόγους της μεταστροφής του:
«Κάθε θέμα έχει την ιστορία του, έχει το παρελθόν του. Και τα βάρη του παρελθόντος, ιδιαίτερα όταν μιλούμε για θέματα εξωτερικής πολιτικής, δεν μπορούν, δυστυχώς, να παραγνωρίζονται, γιατί τα βρίσκεις μπροστά σου σε κάθε επόμενη φάση, γιατί δημιουργούν δεσμεύσεις για τη χώρα, η οποία έχει συνέχεια στη διεθνή της υπόσταση, γιατί έχουν προσφέρει επιχειρήματα στην άλλη πλευρά.
»Επικρίνουν ορισμένοι την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, γιατί υποτίθεται ότι με τους χειρισμούς της προωθείται η διπλή ονομασία.
»Λησμονούν δήθεν ότι η διπλή ονομασία ήταν επίσημη πρόταση του κ. Μητσοτάκη και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Επικρίνουν ορισμένοι την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ότι, μπαίνοντας στην επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης, θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε σύνθετη ονομασία. Λησμονούν, δήθεν, ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε σπεύσει να αποδεχθεί τη σύνθετη ονομασία και δεν είχε καν την πρόνοια να αναμένει να προηγηθεί η απάντηση του Κίρο Γκλιγκόροφ, ο οποίος, δύο μέρες μετά, στις 29 Μαΐου του ’93, με την κατηγορηματικά αρνητική απάντησή του, έθετε ουσιαστικά τέρμα σε εκείνη τη φάση του διαλόγου.
»Το λέω αυτό και ως απάντηση σε όσους επιμένουν να αναζητούν συγκρίσεις ανάμεσα στην Ενδιάμεση Συμφωνία και το σχέδιο συμφωνίας που διαπραγματευόταν η Νέα Δημοκρατία. Είμαστε έτοιμοι για κάθε σύγκριση, σημείο προς σημείο, αλλά δεν μπορεί βεβαίως να συγκρίνονται ανόμοια πράγματα. Δεν μπορείς να συγκρίνεις μία συμφωνία που έχει υπογραφεί με μία συμφωνία που όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, όχι μόνο δεν παρέμεινε ένα απλό σχέδιο, αλλά είχε προσκρούσει στην απόλυτη άρνηση της άλλης πλευράς».
Είναι ακριβώς η απάντηση της σημερινής κυβέρνησης προς τη Νέα Δημοκρατία που επικαλείται τη δική της ανολοκλήρωτη διαπραγμάτευση και κάνει ότι ξεχνά τις δικές της διαπραγματεύσεις στο ζήτημα του ονόματος.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας