«Ηξερα πως έπρεπε να αναζητήσουμε δικαιοσύνη, αλλά δεν ήξερα πώς είναι να αντιμετωπίζεις τόση ατιμωρησία», λέει η Μπέρτα Ισαμπέλ Σουνίγα Κάσερες, τη στιγμή που ανακοινώνει πως προσφεύγει δικαστικά κατά της Ολλανδικής Τράπεζας Ανάπτυξης FMO ως συνυπεύθυνης της δολοφονίας το 2016 της μητέρας της, ακτιβίστριας για το περιβάλλον και τα δικαιώματα των ιθαγενών της Ονδούρας, Μπέρτα Κάσερες.
«Η τράπεζα γνώριζε για τις απειλές και τα επεισόδια βίας κατά όσων σαν τη μητέρα μου αγωνίζονταν ενάντια στον υδροηλεκτρικό σταθμό Αγουα Σάρκα πολύ προτού υπογράψει τη σχετική σύμβαση χρηματοδότησης του έργου. Αλλά προχώρησε. Γι’ αυτό και τη θεωρώ συνυπεύθυνη για τον θάνατό της. Εξ αμελείας και διά παραλείψεων».
Η Ολλανδική Τράπεζα Ανάπτυξης υπέγραψε το 2014 σύμβαση χρηματοδότησης της ονδουριανής εταιρείας DESA για την κατασκευή του υδροηλεκτρικού σταθμού. Κι αυτό παρότι ο σταθμός σχεδιάζεται σε τόπο ιερό για τους ιθαγενείς Λένκα και οι γύρω κοινότητες με ηγέτιδα την Μπέρτα Κάσερες επί περισσότερα από δέκα χρόνια μάχονταν για να αποτρέψουν μια επένδυση καταστροφική όχι μόνο για την κουλτούρα και την επιβίωση των ιθαγενών, αλλά και για το περιβάλλον.
Δύο χρόνια αργότερα, η Μπέρτα Κάσερες δολοφονήθηκε από τα πυρά ομάδας ενόπλων. Σήμερα για τη δολοφονία της βρίσκονται προφυλακισμένοι 9 ύποπτοι, ανάμεσά τους ο πρόεδρος της DESA ως ηθικός αυτουργός και μέλη της ιδιωτικής φρουράς της εταιρείας, στρατιωτικοί και πληρωμένοι δολοφόνοι.
Αλλά οι τράπεζες που χρηματοδότησαν το επίμαχο έργο για το οποίο δολοφονήθηκε η ακτιβίστρια μένουν στο απυρόβλητο, λέει η 27χρονη Μπέρτα Ισαμπέλ στην περιοδεία που κάνει αυτές τις ημέρες στην Ευρώπη καταγγέλλοντας πως οι διεθνείς χρηματοδότες μπροστά στα κέρδη καταπατούν τα δικαιώματα των κοινοτήτων και αγνοούν σκόπιμα τις απειλές εναντίον της ζωής των μελών τους.
«Νομίζουν πως θα μας κοροϊδέψουν με ωραία λόγια και θα συνεχίσουν να λειτουργούν χωρίς να λογοδοτούν, αλλά είμαστε εδώ μπροστά τους για να τους ξεσκεπάσουμε» λέει η νεαρή γυναίκα, που εξ απαλών ονύχων ζυμώθηκε με τις μάχες.
Ηταν δύο ετών το 1993, όταν η μητέρα της ίδρυσε το COPINH, το Συμβούλιο Πολιτών των Λαϊκών και Ιθαγενικών Κοινοτήτων της Ονδούρας, για να προασπιστεί το δικαίωμα των ιθαγενών Λένκα στα πατρογονικά εδάφη τους που σφετερίζονται εξορυκτικές, υδροηλεκτικές και υλοτομικές μεγαλοεπιχειρήσεις.
Από μικρή μαζί με τα αδέλφια της μετείχε σε πορείες και διαδηλώσεις ενάντια στις εξορυκτικές εταιρείες στις οποίες έχει παραχωρηθεί περισσότερο από το 30% των εδαφών της Ονδούρας.
Πριν καν μάθει γραφή και ανάγνωση, ήξερε πώς να προφυλαχτεί από τα δακρυγόνα και τα χημικά, γνώρισε τι σημαίνει ρατσισμός και σε πόση ανέχεια μπορούν να σε καταδικάσουν οι ισχυροί.
Εμαθε να ζει με τις απειλές θανάτου, «τόσο συχνές που έγιναν κομμάτι της καθημερινότητάς μας, λες κι ήταν κάτι φυσικό».
Οπως έμαθε πως ο κίνδυνος δεν είναι μια προσωπική φαντασίωση αλλά μια τραγική συλλογική πραγματικότητα: από το πολιτικό πραξικόπημα του 2009 έως πέρσι δολοφονήθηκαν 123 ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ιθαγενών και του περιβάλλοντος, ανάμεσά τους και η μητέρα της, πριν κλείσει τα 45 της χρόνια.
Τότε ήταν που η Μπερτίτα (μικρή Μπέρτα, όπως τη φωνάζουν οι σύντροφοί της) αποφάσισε να σταματήσει τις σπουδές της για να εκπληρώσει απερίσπαστη δύο στόχους ζωής: να συνεχίσει ακόμη πιο δυναμικά τους αγώνες της μητέρας της -«μια μάχη συλλογική που υπερβαίνει πρόσωπα»- και να οδηγήσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου τους δράστες, τους ηθικούς αυτουργούς και τους συνενόχους, με πράξεις ή παραλείψεις, της δολοφονίας της μάνας της αλλά και όλων των δολοφονημένων ακτιβιστών.
Κι αυτό είναι και το νόημα της προσφυγής κατά της FMO, ευελπιστώντας σε μια θετική απόφαση που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό νομικό προηγούμενο κατά τραπεζών και διεθνών οργανισμών που κερδοσκοπούν θυσιάζοντας συνειδητά τα ανθρώπινα δικαιώματα, έστω κι αν δεν είναι οι ίδιοι που τραβούν τη σκανδάλη.
«Από πολύ μικρά η μητέρα μάς δίδαξε πως πρέπει να συνεχίσουμε τον αγώνα για την προάσπιση των δικαιωμάτων του λαού μας», λέει η γυναίκα στην οποία -όχι λόγω συγγένειας, αλλά λόγω βιωμάτων και κοσμοαντίληψης- τα κινήματα εμπιστεύτηκαν την ηγεσία του COPINH μετά τον θάνατο της μητέρας της.
Ταξιδεύει όπου μπορεί για να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο, οργώνει τις ιθαγενικές κοινότητες προετοιμάζοντας κινητοποιήσεις και οργάνωσε μια καμπάνια απαιτώντας από τις ΗΠΑ να σταματήσουν τη στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα όσο συνεχίζονται οι δολοφονίες ακτιβιστών και δεν παίρνονται αυστηρά μέτρα για να αποτραπούν και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι υπαίτιοι αυτών των εγκλημάτων.
Πέρσι έγιναν δύο απόπειρες κατά της ζωής της, αλλά εκείνη είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα γιατί ο λαός της δεκαετίες τώρα ζει περικυκλωμένος από την απειλή του θανάτου και όπως έλεγε στα μέλη της Πρωτοβουλίας για Νόμπελ Γυναικών, «δεν φοβόμαστε πια γιατί δεν μπορείς να αγωνίζεσαι φοβισμένος. Ο θάνατος δεν μπόρεσε να σωπάσει τη μητέρα μου: δεν πέθανε, επέστρεψε στο χώμα όπου έγινε σπόρος που ανθίζει σε κάθε κοινότητα που αψηφά το δίκιο των ισχυρών. Ούτε θα σωπάσει εμένα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας