Ποιο είναι το πιο «ενδιαφέρον» θεατρικό γεγονός της χρονιάς; Είναι πια κοινός τόπος πως ο καθένας προσεγγίζει με τα δικά του μέτρα, προσλαμβάνει και αξιολογεί ό,τι βλέπει - και το θέατρό μας είναι άλλωστε ικανό να προσελκύει ακόμα και τον πιο απαιτητικό, τον πιο εκλεκτικό και ιδιότροπο θεατή.
Μα, αν μου θέτατε ξανά την ίδια ερώτηση, κι αυτή τη φορά προσωπικά και «κατά μόνας», δεν θα δίσταζα να απαντήσω: Για εμένα λοιπόν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις της φετινής σκηνής δεν είναι άλλη από το «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ Παντελής» των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου, ανεβασμένη από τον Σταμάτη Φασουλή στο «Μικρό Παλλάς». Κι αυτό για μια σειρά από λόγους.
Γιατί έχει πριν από όλα «συλλεκτικό» χαρακτήρα. Ερχεται να προστεθεί στα έργα που γνωρίζουμε των «Διόσκουρων» της ελληνικής κωμωδίας ή καλύτερα στα έργα τους που δεν ξέραμε μέσα από τη θεατρική (ή κινηματογραφική) μεταφορά τους. Οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση πως ξέρουμε σε βάθος τη σύγχρονη δραματουργία μας, ιδιαίτερα της μεταπολεμικής εποχής. Ουδέν αναληθέστερο. Τα έργα που φτάνουν σε εμάς ως τίτλοι είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορούμε να προσεγγίσουμε ως κείμενα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως γνωρίζουμε μόνο το 10-20% της θεατρικής παραγωγής που ανέβηκε μέχρι τη Μεταπολίτευση. Ο βασικός λόγος είναι ένας: Ελάχιστα από αυτά τα έργα εντάχθηκαν συνειδητά στον χώρο του «θεάτρου τέχνης» με ιστορικό απείκασμα. Αντίθετα, είχαν χαρακτηριστικά τους την αμέλεια για οτιδήποτε ξεπερνούσε ένα ρεπερτόριο σχεδιασμένο να αλλάζει κάθε λίγες μέρες, μια ψυχαγωγία πρόσκαιρη και προσωρινή, μια συνεργασία κατ’ αποκοπήν και κατά παραγγελία. Για δεκαετίες το ελληνικό θέατρο και η σκηνή του ζεσταίνονταν στην ουσία με προσανάμματα, με την «ανυπόληπτη» φαρσοκωμωδία και το «βιαστικό» ευθυμογράφημα, με την επιθεώρηση και το μουσικό θέατρο «του ποδαριού».
Μα αυτό ακριβώς μας προσφέρει η παράσταση στη Βουκουρεστίου! Τη σπάνια δυνατότητα να δούμε το προσωρινό ελαφρύ αυτό θέατρο σήμερα με νέο μάτι και χωρίς τη σέπια της εποχής του. Χωρίς βέβαια και τους κώδικες των πρωταγωνιστών που χάρισαν σε αυτό την ανάσα τους. Το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο. Γιατί το να βλέπεις αυτά τα έργα χωρίς τους παλιούς ερμηνευτές, πάνω στους οποίους τα περισσότερα «ράφτηκαν», είναι σαν να βλέπεις κάποιο σκηνικό θεάτρου φωτισμένο με τα φώτα πρόβας.
Δεν χρειάζεται, φαντάζομαι, να πω περισσότερα για να φανερώσω τους λόγους του ενδιαφέροντός μου. Κι αυτοί έχοντας από κοντά και πιο συγκεκριμένους. Το ίδιο το έργο άλλωστε είναι από μόνο του «σκάνδαλο» για την εποχή του. Μόλις έναν μήνα μετά την έναρξη του Εμφυλίου (ανέβηκε για πρώτη φορά στα τέλη Απριλίου του ‘46 από τον θίασο Κοτοπούλη: βλέπε, Βασίλη Λογοθετίδη), η φαρσοκωμωδία τολμά να παρουσιάσει τη Δεξιά από τη μεριά της Αριστεράς, την Αριστερά από τη μεριά της Δεξιάς, και έναν «κυρ Παντελή» στο κέντρο (τύπος του χαρακτηριστικού μικροαστού) να τρέχει πότε από εδώ και πότε από εκεί. Στην πραγματικότητα βέβαια αληθινό νόημα είναι η διάθεση διαγραφής της κάθε ιστορικής διαλεκτικής προς χάρη της ησυχίας μας, μια πρωτεϊκή ερμηνεία της πραγματικότητας που θέλει να έχουν όλοι άδικο αφού όλοι μας ξεβολεύουν από την τελική επιθυμία μας περί «ελευθερίας», «ειρήνης», «ασφάλειας».
Επόμενο είναι να είναι όλοι εξίσου θυμωμένοι στο τέλος. Η Αριστερά γιατί διαβλέπει στο έργο έναν Παντελή σαν επιτομή του ιδεολογικού ασπόνδυλου, έναν παρτάκια που συμβιβάζεται με τον εκάστοτε νικητή, συμπαθητικό ασφαλώς και αναγνωρίσιμο νοικοκύρη, που πίσω από τη φορεσιά του κουρασμένου και απελπισμένου γίνεται ο βασικός ρυθμιστής του πολιτεύματος. Οσο για τη Δεξιά; Την άνοιξη του ‘46 μεταξύ Μεταξουργείου, Βάρκιζας και Λιτόχωρου δεν είχε ούτε κι αυτή πολλή όρεξη για χωρατά. Ο πλέον τυπικός εκπρόσωπος της αστικής κριτικής της εποχής, ο Αλκης Θρύλος, δεν θα διστάσει να γράψει πως η παράσταση θα αποτελέσει «μελανό στίγμα στην ιστορία του θιάσου». Και γιατί; Γιατί θα έπρεπε να γνωρίζει ο θίασος πως «οι σφαγμένοι των Διυλιστηρίων και των φαραγγιών ζητούν από εμάς κάποιο σεβασμό»…
Είναι προφανές πως ο Σακελλάριος έγραψε ένα ευθυμογράφημα που μετέφερε την περιρρέουσα έκρυθμη ατμόσφαιρα στο σώμα της φάρσας. Πόσο πίστευε στο έργο του ο θίασος; Πάντως ανεβάζοντάς το στα τέλη της σεζόν του ‘46 (μετά του «Θωμά»), δείχνει ότι μάλλον το έβλεπε ως παραγέμισμα μέχρι το καλοκαιρινό του πρόγραμμα. Είναι ζήτημα επομένως αν το έργο σημείωσε τη «επιτυχία» που ήθελε να θυμάται χρόνια μετά ο συγγραφέας του. Πάντως την επόμενη κιόλας σεζόν, το ίδιο δίδυμο θα επανέλθει στο ίδιο πάνω-κάτω θέμα, με το «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», μα τη φορά αυτή πιο επεξεργασμένο, πιο δραματουργημένο και σίγουρα πιο ασφαλές.
Το έργο θεωρήθηκε τότε λοιπόν σχηματικό, βέβηλο, επιθετικά ουδέτερο και θεατρικά άνευρο «κατασκεύασμα». Μα είναι κάτι εδώ που δεν μπορούμε να μην το σχολιάσουμε. Πάνω στη δαιμονιώδη παραγωγή (παρέδιδαν πέντε με έξι έργα κάθε χρόνο) οι δύο συγγραφείς είχαν και αυτή τη φορά αληθινή έμπνευση. Πόσο απλό και καίριο το εύρημα! Ενας πατέρας έχει την ατυχία να έχει γιους που ανήκουν σε αντίθετα στρατόπεδα. Και αν αυτό δεν συνιστά από μόνο του υλικό για «φάρσα» (είναι το ίδιο θέμα με του «Νεκρού αδελφού» του Θεοδωράκη), το κωμικό ξεκινά όταν ο δόλιος πατέρας πληρώνει ως εκπρόσωπος του λαού τους διωγμούς για λογαριασμό των γιων του. Ευτυχώς ό,τι παθαίνει το παθαίνει με τον τρόπο των κόμικς: τον τσαλακώνουν στη μια σκηνή και στην επόμενη κιόλας αυτός ανασκουμπώνεται και ξαναρχίζει.
Το έργο έχει αστείες ατάκες, έξυπνα ευρήματα και -ακόμα- αυτό που έκανε τη φαρσοκωμωδία τη βάση τής μετέπειτα δραματουργίας μας, τη μεταφορά του λαϊκού ήθους και γλώσσας. Αν υπάρχει κάποιος στο ελληνικό θέατρο που μπορεί να το ανεβάσει καλά, αυτός είναι ο Σταμάτης Φασουλής, η γέφυρα μεταξύ της παλιάς και της σημερινής γενιάς. Υποψιάζομαι όμως ότι τον τράβηξαν εδώ και κάποιοι από τους δικούς μου λόγους. Ζητάει ίσως κι αυτός την κατάδυση σε μια άλλη εποχή, σε έναν άλλο κώδικα θεάτρου. Και σε αυτή τη φάρσα εντοπίζει ένα στοιχείο συλλογικής αυτογνωσίας που δεν θα βρούμε πουθενά αλλού.
Η παράσταση με τη δική του διδασκαλία βγάζει γέλιο άφθονο και αυθόρμητο παρά τα χρόνια της. Μα ας μη γελιόμαστε, παραμένει αυτό που ήταν πάντα: έργο για έναν ρόλο. Ευτυχώς που ο ίδιος ως ηθοποιός διαθέτει τους κώδικες απόδοσης του Νεοέλληνα, όντας την ίδια στιγμή οικείος και κωμικός. Πατάει γι’ αυτό προφανώς στον Βασίλη Λογοθετίδη, μα προεκτείνει το στιλ του με κάτι που κατέκτησε μόνο η δική του γενιά: με το βύθισμα στη μελαγχολία των καιρών και τη συνειδητοποίηση της «ανιστόρητης ιστορικότητας» που κάθε παρόμοιο με τον Παντελή ανθρωπάκι κρύβει πίσω από το αταύτιστο πρόσωπό του.
Οι άλλοι ρόλοι είναι μάλλον συμπληρωματικοί. Αυτό δεν εμποδίζει την Ελένη Καστάνη να γεμίσει τον δικό της με «νούτικα» κόλπα - και εμείς με τη σειρά μας να βλέπουμε τη γυναίκα του ελληνικού θεάτρου να καταδικάζεται στην ηλιθιότητα και ανηθικότητα λόγω φύλου. Ο Γιώργος Βουρδάμης παίζει άρτια τον «αριστερό γιο», ο Απόστολος Καμιτσάκης τον «δεξιό». Σημαντική η διπλή συνεισφορά των Γιώργου Κορομπίλη και Μαρίας Καράβα με την κοψιά άλλοτε των πολιτοφυλάκων και άλλοτε των εθνοφυλάκων - η καθεμιά ερμηνεία με το ανάλογο βέβαια «γκέστους». Ο Γιώργος Δεπάστας αναλαμβάνει τον τυπικό για το είδος ρόλο του ομοούσιου φίλου. Η πιο πολιτική όμως σήμανση του σκηνοθέτη αφιερώνεται στην υπηρέτρια της Δέσποινας Πολυκανδρίτου, Ελπήνορα αυτής της φαρσοκωμωδίας, στην αόρατη και ανέγγιχτη της Ιστορίας... Σε αυτήν οφείλουμε την πιο μεγάλη συγγνώμη μας.
Τυπικά για την εποχή τα σκηνικά και κοστούμια του Πάρι Μέξη. Το θέατρο όμως με την προτεταμένη σκηνή του ως χώρος μάλλον ασύμβατος με το είδος.
Ενα από τα ενδιαφέροντα έργα στο σημερινό θέατρο λοιπόν... Εργο που έρχεται από παλιά, ίσως για να ελέγξει αν έχουμε αλλάξει... Αν όχι εμείς, τουλάχιστον το βλέμμα μας στα πράγματα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας