Αργησε πιθανόν το ελληνικό θέατρο να μεταποιήσει την κρίση σε δραματουργία, φαίνεται όμως πως έστω κι αργά, αρχίζουν να συσσωρεύονται τα έργα με ανάλογη θεματολογία. Δύο εβδομάδες μετά το σχόλιό μας στο έργο του Ανδρέα Φλουράκη για το Θέατρο Τέχνης, ακολουθεί τώρα η Νέα Σκηνή του Εθνικού με το νέο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη.
Ανάμεσα στο «Θέλω μια χώρα» και το «Καγκουρώ», υπάρχουν ασφαλώς ουσιαστικές διαφορές, κυρίως στο επίπεδο της επεξεργασίας. Ωστόσο διαχειρίζονται από κοινού ένα κοινό ζήτημα: τις επιπτώσεις των σημερινών συνθηκών ασφυξίας στους νέους. Δεν είναι βέβαια απλό από μόνο του, ωστόσο και τα δύο έργα δεν μένουν σε αυτό. Και οι δύο συγγραφείς ζητούν να δουν πίσω από τα φανερά, σε όσα αόρατα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία, κυρίως σε εκείνα που αφορούν ένα από τα αδικημένα τμήματά της. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Ο Κατσικονούρης επικεντρώνεται αυτήν τη φορά στη σχέση ενός πατέρα με τον γιο του, όπως τους βρίσκει να συνυπάρχουν σε μια άβολη συγκατοίκηση του σήμερα, σε κάποιο διαμέρισμα ανάγκης, που αδυνατεί πια να χωρέσει -εκτός από τους δύο- το τραυματικό παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον τους. Αυτοί οι δύο ζουν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο, ασφυκτικά.
Ο πατέρας με περιουσία μια ζωή που επενδύθηκε στις αρχές του, ο γιος με ζημιά μια ζωή που νιώθει πως σπαταλιέται σε αλλότριους δρόμους. Παιδί όπως φαίνεται με χαρίσματα και προσόντα, φανερά ευαίσθητο και γεμάτο ενέργεια και ζωτικότητα, χώθηκε κάποια στιγμή στη Δημοτική Αστυνομία, προορισμένο να κόβει κλήσεις στην υπόλοιπη νιότη του. Ακόμα όμως κι αυτό σήμερα μοιάζει μακρινό. Η αναστάτωση έφερε τις «μετατάξεις» και, τώρα, ο ίδιος οφείλει να επιλέξει αν θα μείνει ανεπάγγελτος ή θα δεχτεί τη μεταφορά του στον Δομοκό, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Για τον ίδιο δεν υπάρχει δίλημμα - μπροστά του ανοίγεται η τρίτη, διαχρονική λύση της ελληνικής μοίρας: η ξενιτιά στην Αυστραλία, κοντά στον θείο Τάκη και δίπλα στους αχανείς τόπους μιας αυτεξούσιας ζωής. Το μόνο άλλωστε που τον κρατάει πια εδώ είναι η σχέση του με την αλαφροΐσκιωτη κοπέλα του, που θέλει να γίνει ηθοποιός και να δώσει κάποτε οντισιόν με τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Η άλλη αντίσταση που απομένει, του πατέρα, δεν μοιάζει να τον πτοεί τόσο. Εχει καταλάβει προφανώς πως η παραμονή στην πατρίδα είναι αδιέξοδο και αργός θάνατος. Τον λένε Ορφέα.
Κι ωστόσο, την τελευταία στιγμή κάτι θα συμβεί και το ταξίδι του θα αναβληθεί. Θα γυρίσει πίσω, μένοντας κι αυτός πιστός στο πρότυπο του πατέρα του, υποτάσσοντας κι αυτός τη ζωή του στο χρέος και στην αγάπη. Θα μείνει στη χώρα που τον καταδικάζει. Και σαν μόνη του διέξοδος φαντάζει πλέον η επιλογή ενός γρήγορου τέλους. Στην κατάβαση στον υπαρξιακό Αδη θα οδηγήσει η συνομιλία του με έναν φοβερό ισοβίτη, έναν δαίμονα της Κάθαρσης, θαρρείς βγαλμένο από έργο της Σάρα Κέιν. Τον φωνάζουν «Κέρβερο».
Στο τέλος, το σπίτι έχει τελετουργικά λυθεί. Τα μέρη του στέκουν παράμερα, και ο οίκος βρίσκεται πια όλος εντός του θεάτρου. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ένα όνειρο, ένας εφιάλτης της σημερινής Ελλάδας. Η απόφαση του σκηνοθέτη Δημήτρη Μυλωνά είναι προφανώς να σπάσει τον κώδικα του κοινωνικού ρεαλισμού, να εμβολίσει την παράσταση με σημεία αποστασιοποίησης. Θέλει να κάνει τους ρόλους ηθοποιούς, το έργο επιχείρημα, και τους θεατές συμμέτοχους στο παιχνίδι.
Ωστόσο το αληθινό ενδιαφέρον δεν βρίσκεται μόνο σε αυτά. Η σχέση πατέρα και γιου άλλωστε -παρά τη σωστή παρατήρηση ότι υπολείπεται στο ελληνικό θέατρο άλλων συχνότερων- είναι ήδη γνωστή μέσα από το αμερικανικό θέατρο.
Ο νέος, πάλι, που υπάγεται σε «μετάταξη», είναι βέβαια καυτό θέμα της πρόσφατης (παρελθούσας όμως) επικαιρότητας, δεν είναι όμως εύρημα που θα κάνει τον ρεαλισμό να αναριγήσει. Το σημείο όπου το έργο αποκτά αξία βρίσκεται εκεί όπου τα πράγματα χώνονται κάτω από το άνοιγμα της τρέχουσας πραγματικότητας, για να κινηθούν προς άλλα, άφαντα, υπόγεια ύδατα.
Αυτό που λέει το έργο είναι πως ο νέος είναι επίσης φορέας μιας διαφορετικής, ποιητικής πραγματικότητας. Το τι συμβαίνει με αυτόν εξηγείται εύκολα από «έξω προς τα μέσα», δύσκολα όμως αντίστροφα, από «μέσα προς τα έξω». Ο μέσα κόσμος του παραμένει μυστικός και ανεκμετάλλευτος.
Σας θυμίζει κάτι αυτό; Τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Οπως εκεί, έτσι κι εδώ υπάρχει η ίδια συμπάθεια στους νέους, η ίδια απόγνωση για το αδιέξοδό τους, η ίδια ελαφρά ειρωνεία στις επιλογές τους... Ο εκεί «γλάρος» γίνεται «καγκουρώ», συμβολίζει όμως ακόμα την άπελπι φυγή, μια αλήθεια που δολοφονείται και ταριχεύεται στον πραγματικό κόσμο.
Και κάτι ακόμα: Υπάρχει δίπλα στα άλλα, ένα επί πλέον πρόσωπο που αξίζει την ιδιαίτερη προσοχή μας. Ανήκει στον θείο Τάκη, τον αδελφό που ζει στην Αυστραλία. Είναι από πολλές απόψεις πολύτιμος για εμάς. Είναι εξαιρετικά φωτισμένος, και η αλήθεια του ξαφνιάζει, όπως ξαφνιάζει το πέρασμα ενός φαινομένου από τη σκηνή.
Ανήκει στην προσωπογραφία του θεάτρου, ανθρώπων που εξομολογούνται άλλοτε φωναχτά κι άλλοτε σιωπηρά. Και στη συνάντησή του (;) με τον ζωντανό θρύλο, τον Καζαντζίδη, σε κάποιο καφενείο της Αυστραλίας, που υπνοβατεί ανάμεσα σε αλήθεια και όνειρο, βρίσκεται η κατάθεση μιας φυλής κυνικής τόσο για να σκοτώνει δύστυχα καγκουρώ πάνω στο άλμα τους· πνευματικής τόσο ώστε να φτάνει σε έκσταση με τον νταλκά και το τραγούδι.
Πρόσωπα και ηθοποιοί
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά είναι το κοίταγμα ενός νέου ανθρώπου. Είναι γρήγορη, εντατική, σχεδόν άγρια. Η απόφασή του να συνυπάρχουν οι ρόλοι καθ’ όλη την παράσταση έχει ασφαλώς νόημα, δημιουργεί όμως κάποια σκηνική θολούρα. Δεν πειράζει. Στο τέλος, το συναρπαστικό εύρημα της διάσπασης του σπιτιού διαλύει κάθε δισταγμό για την επιλογή του.
Στο πρόσωπο του Ορφέα, ο Γιώργος Παπαπαύλου είναι πολύ καλός, έχει όμως στιγμές αμηχανίας - η δουλειά του άλλωστε δεν είναι εύκολη. Το ίδιο και η Λένα Δροσάκη στον εξίσου απαιτητικό ρόλο της Μαρίνας: μια ενδιαφέρουσα φευγαλέα παρουσία, όχι όμως πολύ καλά δομημένη. Τα δύο αδέλφια, όμως, είναι αληθινά έξοχα: ο Χρήστος Σαπουντζής ερμηνεύει έναν ήσυχο, αποφασιστικό πατέρα, εκπρόσωπο μιας «άλλης» κοινωνίας αξιών, που κρατήθηκε ορθή και που ακόμα τη στηρίζει.
Για τον Σπύρο Τσεκούρα στον ρόλο του θείου Τάκη, τι να πω; Το πρόσωπό του φέρει το βάρος, σχεδόν την κούραση ενός ανθρώπου που έρχεται από μακριά. Οχι μόνο μακριά σε απόσταση. Αλλά μακριά σε χρόνο. Είναι ένα παλίμψηστο που δίνει τώρα την τελευταία του αναφορά. Ο Μελέτης Ηλίας είναι, από την άλλη, ένας αποκαλυπτικός «Κέρβερος». Σ’ αυτόν βρίσκεται λοιπόν η λύση των πραγμάτων; Ωστε δεν είναι τελικά ο φύλακας της Εισόδου; Είναι της Εξόδου;
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας