Φθινόπωρο 1977. Βρισκόμουν στο Λονδίνο για σπουδές. Παράλληλα, έστελνα ανταποκρίσεις στο γυναικείο περιοδικό «Πάνθεον». Ξεφυλλίζω το τεύχος 623, σταματώ στη σελίδα 48 και διαβάζω τον τίτλο: «Προσκύνημα στο σπίτι του Σαίξπηρ». Μέσα στη σελίδα βρίσκω ένα χαρτί με ξεθωριασμένη σημείωση: «Θεατρικό έργο “Great Expectations”, “Μεγάλες Προσδοκίες”, προσαρμοσμένο από Joan Taylor. Παραγωγή: Dickens Players. Μις Χάβισαμ: Moira Lister. Πιπ: Leonard Whiting κ.ά.». Ενα δικό μου σημείωμα γράφει στο τέλος το σχόλιο: «Ολα μας τα βάσανα γεννιούνται και πεθαίνουν στο μυαλό μας και οι φόβοι μας στην πραγματικότητα αποδεικνύονται άστοχοι».
Θυμάμαι, εκείνη η Κυριακή ήταν γεμάτη θέατρο. Το πρωί ταξίδεψα στο Στράτφορντ, δύο ώρες μακριά από το Λονδίνο, για να γνωρίσω την πατρίδα του Σέξπιρ. Εκεί είδα το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Στις 5 το απόγευμα επέστρεψα, είχαμε ραντεβού στο σπίτι του Πάνου Τριγάζη, γραμματέα του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών, κοντά στο Finsbury Park, με την παρέα των: Γιάννη Κακλέα, διακεκριμένου σκηνοθέτη σήμερα, Γιάννη Δραγασάκη, Νίκου Παληκαράκη και αρκετών ακόμα για να συζητήσουμε τα θέματά μας. Στις 8 το βράδυ βρισκόμουν στο θέατρο για τις «Μεγάλες Προσδοκίες». Το έργο συζητιόταν και στους κύκλους των Ελλήνων φοιτητών.
Κάλεσα τον Πάνο Τριγάζη, οικονομολόγο-διεθνολόγο, να παρακολουθήσουμε μαζί τη φετινή παράσταση στο Σύγχρονο Θέατρο για να θυμηθούμε τα φοιτητικά μας χρόνια.
Υστερα από 40 χρόνια βλέποντας το έργο του Ντίκενς αναβλύζουν σιγά σιγά καινούργιες αισθήσεις. Νέος χώρος, χρόνος, δημιουργία. Καινούργιο «εγώ». Βλέπω όλα αυτά τα κομμάτια της μνήμης που είχαν σκορπίσει να σηκώνονται ένα ένα, να συμμαζεύονται και με την ίδια τροχιά να πηγαίνουν να συνθέσουν μια νέα θεατρική μορφή. Μια εξαιρετική σκηνοθετική αφή της Λίλλυς Μελεμέ. Μια ομάδα ηθοποιών, με άριστο υποκριτικό ταλέντο: Φιλαρέτη Κομνηνού, Αλέκος Συσσοβίτης, Γιώργος Χριστοδούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Λήδα Κουτσοδασκάλου.
Είναι φορές που γεγονότα εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Μηδενίζουν και δημιουργούν. Ενώνουν και πολλαπλασιάζουν κόσμους, ζωές, έρωτες, σ’ ένα κοσμογονικό παιχνίδι· θεατρικό αυτή τη φορά, λες και υπήρχαν από πάντα όλα μαζί. Γι’ αυτό η παράσταση (κυρίως το δεύτερο μέρος) είναι ισάξια του αγγλικού θιάσου.
Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην επίδραση του Ντίκενς στην κοινωνική σκέψη αλλά και στην υπόθεση του έργου. Ο άνθρωπος και η μοίρα του. Ο προδομένος έρωτας μιας γυναίκας, της Μις Χάβισαμ. Την εγκατέλειψε ο γαμπρός την ημέρα του γάμου τους. Ο έρωτας, πηγή δυστυχίας. Οταν ο άνθρωπος ζει χωρίς ελπίδα, αγάπη και πίστη, στο μεταφυσικό του σώμα είναι νεκρός.
Τη Μις Χάβισαμ υποδύεται η Φιλαρέτη Κομνηνού. Κάθε φορά που οι ηθοποιοί ερωτεύονται έναν ρόλο (όπως δήλωσε σε παλιά συνέντευξή της), νομίζεις ότι αυτός τους περιμένει. Μόνο μια ηθοποιός που πάντα υπολήπτεται τους ρόλους της θα μπορούσε να αποδώσει τη Μις Χάβισαμ.
Δίνει φωνή στο τραγικό στοιχείο της ζωής της. Κινείται στη σκηνή ενώ βρίσκεται μέσα της σε πλήρη ακινησία. Σταματάνε όλα γι’ αυτήν. Από την ώρα του ρολογιού μέχρι το φως. Αρνείται να δει τον ήλιο επειδή το φως φανερώνει τον εαυτό μας. Αυτό τη φοβίζει. Πιστεύει ότι αν θέλεις να δεις τι νιώθεις για τον εαυτό σου, δες τι σύντροφο έχεις διαλέξει. Βασανίζεται, συγκρούεται ανάμεσα στην ψυχή και τη μοίρα της. Ο έρωτας και η ζωή είναι θεία δώρα. Την πόνεσαν και τα δύο. Βρίσκεται σε μια μορφή ψυχικής διαταραχής γιατί προδόθηκε το συναίσθημα που δεν υπαγορεύεται ποτέ από τη λογική.
Για να εκδικηθεί αυτόν που την πόνεσε, θέλει να κάνει κακό στον εαυτό της, αλλά και να τον επεκτείνει. Το πετυχαίνει μέσα από την υιοθεσία της Εστέλλας που τη συμβουλεύει να απορρίψει τους άντρες. Οταν έχουμε θυμώσει ή φοβηθεί με ανθρώπους, σμίγουμε με άλλον εναντίον τους. «Ερωτες συνωμοσίας». Ομως, η Φιλαρέτη Κομνηνού, όσο κι αν τυλίχτηκε τυφλά και ηδονικά μέσα σ’ αυτό το πληγωμένο δίχτυ της Μις Χάβισαμ, την ώρα που χτενίζει την κόρη της Εστέλλα είναι τόσο τρυφερή ώστε βγάζει τον φιλόστοργο πόνο της. Ετσι κερδίζει το βλέμμα του θεατή. Εδώ δεν τη συντρίβει το βάρος της μοίρας της. Στην καρδιά της, σ’ αυτόν τον ρόλο, χτυπούν δύο έρωτες: της «αξιολόγησης του ρόλου» και ο «έρωτας θανάτου». Μέσα σ’ αυτήν τη νοσηρή ατμόσφαιρα που ζει η Μις Χάβισαμ, μ’ ένα πένθος ακατανάλωτο, παρακολουθούμε αυτόν τον συνειδησιακό της θάνατο. Αποδίδεται από το ταλέντο της Φιλαρέτης Κομνηνού η επιθυμία του «έρωτα θανάτου» που ταυτίζεται μόνο όταν είμαστε ερωτευμένοι με προσδοκίες.
Η Μις Χάβισαμ μπορεί να βρίσκεται κι ανάμεσά μας. Μπορεί κι εμείς να πεθαίνουμε καθημερινά, ψυχοδιανοητικά όταν δεν αγαπάμε, όταν μας ξεγελάνε, όταν δεν ελπίζουμε. Γινόμαστε κινούμενα πτώματα. Υπάρχει μέσα μας μια αταξία που συνήθως εκδηλώνεται από παλιά ψυχικά τραύματα.
Τολμηρή και θαρραλέα η σκηνοθετική προσπάθεια της Λίλλυς Μελεμέ, που ένα μυθιστόρημα το ανεβάζει για πρώτη φορά σε θεατρική μορφή στον τόπο μας. Μας δήλωσε στην «Εφ.Συν.» αυτό που την παρακίνησε να ανεβάσει το έργο:
«Λατρεύω την ειρωνεία που εμπεριέχεται στον τίτλο του Ντίκενς - ή τουλάχιστον ως ειρωνεία την εκλαμβάνω σήμερα. Οι μεγάλες προσδοκίες του ορφανού Πιπ για προσωπική ανέλιξη, κοινωνική επιτυχία και αποδοχή, προς χάριν του έρωτα, είναι μόνο η αφετηρία για να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό. Ακολουθώντας τα όνειρα που έπλασαν άλλοι για εκείνον και επαληθεύοντας τις σκοτεινές εμμονές τους, ο νεαρός ήρωας του Ντίκενς διανύει μια τεράστια και τραυματική διαδρομή ενηλικίωσης, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει στο φινάλε την τυφλότητα που ηθελημένα επέβαλε στον εαυτό του. Και είναι αυτή η τραγική στιγμή της συνειδητοποίησης που καθιστά τον Πιπ τόσο αληθινό, ανθρώπινο και συγκινητικά οικείο σε όλους μας.
»Ο έρωτας, που υπήρξε ο κινητήριος μοχλός αυτής της “μηχανής των ψευδαισθήσεων”, αποτελεί ταυτόχρονα και το δίχτυ ασφαλείας του, καθώς διατηρεί ζωντανό σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας το πιο γνήσιο κύτταρο της ύπαρξής του, που δεν χειραγωγείται, ούτε μπαίνει σε κοινωνικά καλούπια, αλλά υπακούει μόνο στους νόμους της ίδιας της φύσης.
»Η συναρπαστική ιστορία του Ντίκενς πατάει σίγουρα με το ένα πόδι στον ρεαλισμό, αλλά ταυτόχρονα διεισδύει με τρόπο εξαιρετικά ποιητικό στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το αιώνιο μυστήριο των ανθρώπινων σχέσεων και των βελούδινων -ή και όχι μόνο- “εγκλημάτων” που τελούνται στο όνομα της αγάπης».
Εντυπωσιάζει η ξανθιά θεά Νατάσα Εξηνταβελώνη ως Εστέλλα και αποδίδουν εκπληκτικά τον διάλογό τους ο Αλέκος Συσσοβίτης ως κατάδικος και ο Γιώργος Χριστοδούλου ως ευεργέτης του.
Με κάνατε να ξαναγαπήσω την εμπειρία των φοιτητικών μου χρόνων. Προσδοκώ μια συνάντηση με τους φοιτητές του Λονδίνου για να την αναβιώσουμε.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας