Μπορεί να είναι πιθανόν μια «μάταιη βολή στον ουρανό». Κι ωστόσο νιώθουμε ευγνώμονες. Το θέατρό μας χρειάζεται τέτοια εγχειρήματα σαν τίποτα άλλο, όχι για την επιτυχία της μορφής τους ή για την καλλιτεχνική τους αξία, όσο για την εσωτερική τους κάθαρση. Από πολλές απόψεις ο «Ιμμάνουελ Καντ» του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι ένα ρίσκο για τον Γιάννο Περλέγκα και τους ηθοποιούς του. Είναι ένα δύσκολο, απαιτητικό και μαιανδρικό έργο, όπως κάθε κείμενο του Αυστριακού φιλόσοφου, ιδιοφυώς γκρινιάρικο, σαν κάθε τι άλλο που φανερώνει την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα του. Και ποιος ο λόγος για το ανέβασμά του λοιπόν; Δεν μπορώ άλλον να βρω από αυτόν που μόλις ανέφερα: είναι η διάθεση των καλλιτεχνών να αναμετρηθούν με το βάθος της τέχνης τους, μια στιγμή αποκοτιάς και τόλμης, από εκείνα τα στοιχήματα που τα αναλογίζεται κανείς μετά από καιρό και ζαλίζεται με τη νιότη και το όνειρο που περικλείουν.
Ο Καντ, λοιπόν. Που παραμένει Καντ μόνο κατ’ όνομα, κέλυφος της ριζικής σημασίας του στοχαστή για τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, καθώς ταξιδεύει αυτός –που ποτέ δεν μετακινήθηκε από τον τόπο του– για την Αμερική, σε ένα υπερωκεάνιο –ο στεριανός–, μαζί με τη γυναίκα του –ο ανύπανδρος, ο κατ’ ουσίαν μονήρης–, μαζί με τους ένα σωρό επιπόλαιους, γελοίους συνταξιδιώτες –ο ακριβοθώρητος της πιο ακριβής παρέας των Φώτων. Ενας γκρινιάρης και φοβισμένος τυφλός, με γλαύκωμα, υποχόνδριος, που μοιάζει να αγαπά μόνο τον ακριβό του παπαγάλο, τον Φρίντριχ, ιδιαίτερα όταν ο τελευταίος ικανοποιεί τον αφόρητο, αφοριστικό ναρκισσισμό του: «κατηγορηματική προσταγή… κατηγορηματική προσταγή…».
Δεν μπορεί να είναι αυτός ο Καντ… Θα είναι βέβαια ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ, που αναλαμβάνει να συνδέσει τον εαυτό του, ή μάλλον τη διανοητική του αρρώστια, με τον πλέον αμετακίνητο και ιερό βράχο του Διαφωτισμού. Και είναι ο ίδιος πάλι που εμφανίζεται στη σκηνή να πλέει εξόριστος από την πατρίδα του, προς τη μόνη λύση μιας έκπτωτης και εκφυλισμένης Ευρώπης, προς τη λήθη, τη γιατρειά και τη φενάκη του αμερικανικού ονείρου.
Μην περιμένουμε λοιπόν κάποια επίδειξη φιλοσοφίας, μια στιγμή πνευματικής ρώμης, μια τέλος πάντων λάμψη ενός βαθύτερου στοχασμού, πέρα από όσα μπορεί να αποστηθίσει ένας παπαγάλος. Τα αποσπάσματα που παρεμβάλλονται στη μετάφραση (του ίδιου του σκηνοθέτη και της Ισμήνης Θεοδωροπούλου) από άλλα έργα του Μπέρνχαρντ πολλά, το συμπέρασμα όμως το ίδιο: Ανάμεσα στους συνεχείς εμετούς και την πλήρη αποδόμηση ενός συλλέκτη έργων τέχνης, τις αρλούμπες μιας αμόρφωτης πλούσιας ασφαλίστριας, τα καμώματα ενός δανδή Αμερικανού, ή τα ομοιώματα ενός φιλόδοξου καρδινάλιου και ενός ναυάρχου, ίσως η πιο σοβαρή τοποθέτηση να είναι τελικά αυτή του υπηρέτη του Καντ, του μπεκετικού του ειδώλου, Λούντβιχ: η αφήγηση μιας γοητευτικής ιστορίας για έναν ανάπηρο συμμαθητή και για έναν άσχημο καθηγητή Φυσικής, που, κατά τον ίδιο, είναι τα μόνα που θυμάται από τα μαθητικά του χρόνια. Αυτός είναι ο μισάνθρωπος, απογοητευμένος, καταθλιπτικός Μπέρνχαρντ, ο μόνος που ζει στο πετσί του, ακόμα και το έτος 1978, το Αουσβιτς, την άνοδο του Ναζισμού, την πτώση του Διαφωτισμού, και τον μύθο του Σίσυφου. Είναι ο τελευταίος των Διαφωτιστών (και όχι ένας αντι-διαφωτιστής), που θρηνεί το τέλος μιας ουτοπίας που ξεκίνησε με τον Καντ και που με τον Καντ, λέει ο Μπέρνχαρντ, τελείωσε.
Το εύρημα του Μπέρνχαρντ μοιάζει κοντινό στον Αριστοφάνη, όπως θέλει έναν παλιό ήρωα της Πόλης με τα κουρέλια της έκπτωτης δημοκρατίας, να ζητεί το φως του, ανταλλάσοντας το όνομά του με τη σημασία του πολύ φτηνά στο παζάρι της δόξας και της αναγνώρισης. Ανάμεσα στον Αριστοφάνη και τον Μπέκετ, ο Μπέρνχαρντ χαράζει τα όρια ενός ταξιδιού από την αρχή προορισμένου να ναυαγήσει στ’ ανοικτά.
Αυτό το έργο αποδομισμού, μια μελαγχολική σονάτα στα χαμένα όνειρα της Ευρώπης, ζητάει αυτονόητα την ανάλογη παρουσίαση. Που να υμνεί τη διάλυση, το χάος, την παρωδία, ακόμη και το μπουρλέσκ. Ο Γιάννος Περλέγκας προς αυτό κινήθηκε με την τόλμη του νέου σκηνοθέτη. Είναι φανερό ότι θέλησε για αφετηρία να προσκρούσει στο τείχος του Μπέρνχαρντ. Επιμένω στην άποψή μου πως η «φόρμα» του αποδομισμού είναι πολύ δύσκολη για τους Ελληνες ηθοποιούς. Υποψιάζομαι, επειδή οι ηθοποιοί μας συνεχίζουν να παίζουν το «κάτι», ακόμα και όταν η οδηγία είναι να διαλύσουν εντελώς τη φόρμα. Επειδή παραμένουν σφιγμένοι και «ερμηνευτές», υποκριτές τού τίποτα, ακόμα και όταν δεν έχουν τίποτα για να υποκριθούν. Η ελληνική σκηνή έχει δουλειά ακόμα να κάνει για να αποδώσει τη χαοτική ακαταστασία, τη διάλυση, το απόλυτο και σταθερό κενό. Προς το παρόν οι περισσότεροι υποδύονται την αποδόμηση και ερμηνεύουν το χάος.
Δεν πειράζει, κι αυτό είναι ήδη πολύ για εμάς. Δεν αμφιβάλλω πως για κάποιους το βύθισμα στη γλώσσα του Μπέρνχαρντ θα ήταν λυτρωτικό. Δεν έχω καμιά αμφιβολία για τον Μάκη Παπαδημητρίου, για παράδειγμα. Που μετά τους «Αστερισμούς», πώς να νιώθει άραγε που παρουσιάζει –επιτέλους– κάτι αληθινά «κακό», αντιεμπορικό, κρίσιμο, ιδιοφυές; Βλέπω σε αυτόν την απόλυτη συνείδηση του όλου εγχειρήματος. Μετά το τσαλαβούτημα στις παραλίες, μια βουτιά στα νερά του ποταμού. Δίπλα του, τολμηρές κολυμβήτριες, η Σύρμω Κεκέ (γυναίκα του Καντ) και η Κατερίνα Λυπηρίδου (Εκατομμυριούχος), παίζουν την τρέλα της φυγής και την αναχώρηση. Και οι άνδρες, Γιάννης Καπελέρης (συλλέκτης), Χρήστος Μαλάκης (Ερνστ Λούντβιχ) και Μιχάλης Τιτόπουλος (Καπετάνιος), συμπληρώνουν την ομάδα των ναυτών του ενδόξου Τιτανικού του Διαφωτισμού, με τη δική τους πεποίθηση. Στο Θέατρο Τέχνης κάτι αληθινά συμβαίνει φέτος, στ’ ανοιχτά…
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας