Η γνωριμία του με τον Δημήτρη Μητροπάνο κράταγε χρόνια, από τότε που ήταν 20 χρονών. Υπήρξε φαν του, με κλεισμένο τραπέζι στο όνομά του πάντα και όπου εκείνος εμφανιζόταν. Ηταν θέμα χρόνου ο Δημήτρης και η γυναίκα του Βένια να γνωρίσουν κάποια στιγμή αυτόν τον πιστό ακόλουθο. Τον Ευθύμη Φιλίππου, γνωστό από τα σενάριά του για τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου και όχι μόνο, αφού πρόσφατα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών παρουσιάστηκε το πρώτο του θεατρικό έργο.
Το ίδιο φυσικό ήταν τώρα, με αφορμή την κυκλοφορία της διπλής κασετίνας «Δημήτρης Μητρόπανος “Κρυφά” -Ντοκουμέντο. Ανέκδοτες Ζωντανές Ηχογραφήσεις» να του ζητηθεί να γράψει το βιβλίο που θα συνοδεύει το πενταπλό cd. Ενα βιβλίο με τίτλο «Δημήτρη» που δημιουργήθηκε από συζητήσεις του με έντεκα ανθρώπους που έζησαν κοντά στον Μητροπάνο.
Η κασετίνα κυκλοφορεί τη Δευτέρα. Περιέχει μια επιλογή μέσα από χιλιάδες τραγούδια, που ο ηχολήπτης Δημήτρης Ευαγγελάτος ηχογραφούσε κρυφά στα χρόνια της συνεργασίας του με τον Μητροπάνο.
«Από το 1988 τον “άκουγα” επαγγελματικά, σε κέντρα, συναυλίες, μουσικές σκηνές. Από το 2000, που η τεχνολογία μας διευκόλυνε, κατέγραφα όλες σχεδόν τις “live” στιγμές του. Το υλικό επιλέχτηκε μέσα από δεκάδες τραγούδια που τραγούδησε ο Μητροπάνος και ηχογραφήθηκαν πότε σε μορφή stereo, πότε κανάλι - κανάλι. Τα όποια “λάθη” ακουστούν μέσα στα κομμάτια, είναι επειδή δεν υπήρχε η δυνατότητα διόρθωσης λόγω του τρόπου ηχογράφησης. Αν τα διορθώναμε (µε κάποιον τρόπο) θα έχαναν και τη γοητεία της αυθόρμητης συµπεριφοράς Μητροπάνου και ορχήστρας. Να πω επίσης ότι ο Μητροπάνος κατά μεγάλο ποσοστό δεν γνώριζε ότι ηχογραφούμε. Εξάλλου η εγγραφή γινόταν κυρίως για “αρχειακούς” λόγους ή -αν θέλετε- για πάρτη µας», εξηγεί ο Δημήτρης Ευαγγελάτος.
Ο Ευθύμης Φιλίππου ξεκαθαρίζει ότι το «Δημήτρη» δεν είναι βιογραφία ή ιστορικό ντοκουμέντο, δεν χαρακτηρίζεται από καμία αντικειμενικότητα και δεν είναι καθόλου αποστασιοποιημένο.
«Είναι μια παράθεση σκέψεων και αναμνήσεων, χωρίς ψυχραιμία, με αυτονόητη τη συναισθηματική εμπλοκή όλων των συμμετεχόντων. Μίλησαν γι’ αυτόν άνθρωποι που έχουν φάει κεράσια από τα χέρια του, που έχουν πάει μαζί του στο Παρίσι, που έχουν κολυμπήσει δίπλα του στη θάλασσα του Τύμβου στον Μαραθώνα ή σε παραπόταμους του Πηνειού, που του έχουν πετάξει φύλλα που δεν του έκαναν στην μπιρίμπα, που οδήγησαν το αμάξι του, άνθρωποι που τον φίλησαν, τον κράτησαν, γελάσανε μαζί του όταν ειπώθηκε κάποιο αστείο κάποιο βράδυ στον κήπο. Αν ο Δ. Μητροπάνος μιλούσε γι’ αυτούς θα χρησιμοποιούσε πέντε-έξι λέξεις και για τους έντεκα μαζί…. Αυτοί χρησιμοποίησαν χιλιάδες λέξεις μιλώντας γι’ αυτόν».
Το κείμενο ήταν ανάθεση από τη Βένια, τη σύντροφo του Δ. Μητροπάνου, και τη Λία Χατζηδημητρίου για τη Minos Emi. Του ζήτησαν να μιλήσει με κάποιους ανθρώπους που έζησαν κοντά στον Μητροπάνο άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο, και να γράψει με απόλυτη ελευθερία.
«Οταν μου το πρότειναν δεν ήξερα αν μπορώ ή αν θέλω», λέει ο Ευθύμης Φιλίππου. «Αποφάσισα να ασχοληθώ όταν αποδέχτηκα ότι αυτό που θα γίνει θα είναι τελείως υποκειμενικό, φορτισμένο, καθόλου ψύχραιμο, κι ότι αυτό δεν πειράζει… Ηταν ζόρικες οι συνομιλίες όπως και οι απομαγνητοφωνήσεις γιατί ηλιθιωδώς κατάλαβα αργά ότι έπρεπε να μιλάω για έναν νεκρό με ανθρώπους που τον αγαπάνε πολύ.
Ηταν βαρύ σαν διαδικασία και σε στιγμές δύσκολο καθώς έπρεπε να καθαρίσει ο φορτισμένος λόγος από τη βρόμα του φόβου της έκθεσης, πράγμα που ίσχυε τόσο για τους συνομιλητές όσο και για μένα. Δεν με ενδιέφερε να αποτυπώσω τίποτα μ’ αυτό το κείμενο ή να σκιαγραφήσω. Ηθελα μόνο να περιγράψω την αγάπη που έδενε αυτούς που έμειναν με εκείνον που λείπει. Το ενδιαφέρον είναι ότι το περιεχόμενο αυτού του κειμένου δεν ανήκει σε έναν αλλά σε έντεκα ανθρώπους ισάξια. Κι ότι όσο μιλούσαν, το βιβλίο σιγά-σιγά έφευγε από τον Μητροπάνο, γινόταν δικό τους. Κι αυτό μου άρεσε».
• Πώς ένας εστέτ της γραφής, τόσο στο σινεμά όσο και στο θέατρο, γοητεύεται από ένα μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή;
«Γνώρισα τον Δημήτρη το 1999 ή το 2001 δεν θυμάμαι, μετά από μια συναυλία κάπου στην Πειραιώς, σ’ έναν κλειστό παγωμένο χώρο κοντά στην Καλών Τεχνών. Λίγες μέρες αργότερα πήγα στο εξοχικό του Δημήτρη και της Βένιας στον Μαραθώνα να φάμε μαζί την Καθαρά Δευτέρα. Τους κάλεσα κι εγώ για φαγητό ένα βράδυ. Είχα μόλις μετακομίσει σε δικό μου σπίτι, ήταν η περίοδος που έμενα μόνος μου για πρώτη φορά σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη. Ηρθανε. Δεν είχα μαγειρέψει τίποτα και θυμάμαι δεν με ένοιαζε καθόλου αν το σπίτι είναι κρύο ή αν χωράμε να καθίσουμε όλοι στον καναπέ. Ημουν 22 χρόνων.
Είχα αγοράσει μπίρες νομίζω, είχα κι ένα μπουκάλι ουίσκι που πήρα από το σπίτι της μάνας μου μαζί με μινιατούρες ποτών, οπότε θεωρητικά ήμουνα οκ. Μου φέρανε δώρο ένα φωτιστικό οροφής. Την άλλη μέρα δεν είπα σε κανένα τι έκανα το προηγούμενο βράδυ. Καταλάβαινα ότι κάποιοι το βρίσκανε περίεργο όλο αυτό, αφού το ίδιο περίεργο έβρισκαν που στο γραφείο μπορεί να άκουγα λαϊκά ενώ δούλευα κι έπρεπε συχνά να δικαιολογούμαι γι’ αυτό που ακουγόταν σαν υπόκρουση.
Στριμωγμένοι Θεοδωράκηδες και Ξαρχάκοι ανάμεσα στο Μάντσεστερ και στο Σιάτλ, σαν να φοράει κανείς αμάνικη φανέλα κάτω από το κουμπωμένο μέχρι πάνω Fred Perry. Υπήρχε ένας θείος Γιάννης -σχεδόν πάντα υπάρχει ένας τέτοιος στις οικογένειες- που φόραγε μόνο ένα τζιν σορτσάκι, γυμνός από τη μέση και πάνω, που καθόταν στην αυλή πίνοντας ουίσκι ακούγοντας καλά μπουζούκια. Τώρα έχει πεθάνει, αλλά νομίζω αυτός με προκάλεσε να ζηλεύω όταν ήμουν μικρός αυτά τα βινύλια που είχε με τα ζοφερά μαύρα λαϊκά εξώφυλλα. Αρα ο Μητροπάνος δεν ήταν καμία επανάσταση απέναντι στα καρό πουκάμισα του προαυλίου, ήταν απλά μια μικρή επιβεβαίωση ότι τα λαϊκά δεν είναι αστεία και καλτ όταν δεν είναι αστεία και καλτ…».
• Τόσο νέος και τόσο διαφορετικός. Τι σας τραβούσε στον Μητροπάνο;
«Με τον Δημήτρη δεν μιλάγαμε πολύ. Τον έβλεπα σε κάτι τραπέζια σπίτι του, σε κάτι καμαρίνια, σε καμιά συναυλία. Ούτε εγώ μίλαγα ούτε εκείνος οπότε αυτό βόλευε. Αλλωστε δεν είχαμε και πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Εγώ μπάλα δεν παρακολουθώ, δεν γνωρίζω το παρελθόν του ΚΚΕ, δεν παίζω σοβαρή μπιρίμπα, δεν τρώω μαγειρίτσες από τα Τρίκαλα και τέτοια. Τον συμπαθούσα απλώς και με συμπαθούσε κι αυτός.
Και ήξερα ότι θα τον συμπαθούσα και πριν γνωριστούμε το ’99 γιατί, καλώς ή κακώς, ξέρω περίπου ποιους θα συμπαθήσω και ποιους όχι, απλά παρατηρώντας τους. Μπορεί να είναι επιπόλαιο αυτό που λέω, αλλά μου συμβαίνει από παλιά. Ακόμα και με τους περαστικούς στον δρόμο. Τους παρατηρώ και τους χωρίζω σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που συμπαθώ και στους άλλους. Γι’ αυτό μου φαίνεται αφελής η ερώτηση τι ενδιαφέρον έβρισκα στον Μητροπάνο. Μου φαινόταν συμπαθητικός. Στιβαρός, απόλυτος, ευάλωτος, ταραγμένος, κανονικός. Δεν ξέρω άμα τον είχα καταλάβει ή αν με είχε καταλάβει αλλά η αλληλοκατανόηση είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολη, ακόμη και με ανθρώπους που είμαι κοντύτερα απ’ ό,τι ήμουν με τον Δημήτρη».
• Πρώτα διαφημιστικά σενάρια, μετά κινηματογραφικά, θέατρο πρόσφατα και τώρα βιβλίο. Πώς προσδιορίζεστε μέσα από διαφορετικές γραφές.
«Αυτή η διαδικασία είχε ενδιαφέρον αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν εμπεριείχε κανένα ρίσκο σε επίπεδο συγγραφής, όπως και τίποτα απ’ αυτά που κάνω κατά καιρούς. Ο,τι γράφω είτε αυτό προορίζεται για το σινεμά και το θέατρο ή απλώς τυπώνεται, δεν ξεκινάει με την ανάγκη του διαφορετικού, του ρίσκου, του άγνωστου. Δεν με ιντριγκάρει το επικίνδυνο και το ξένο. Κάνω μόνο πράγματα που ξέρω από πριν ότι κάπως μπορώ να φανταστώ και επαναλαμβάνομαι εκ του ασφαλούς χωρίς τη γοητεία των κινδύνων και των ηρωισμών. Αρα ο τρόπος που μιλάω είναι ίδιος είτε μιλάω για τον Μητροπάνο μ’ έναν παιδικό του φίλο είτε γράφω έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο πιλότους της πολιτικής αεροπορίας. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό ακούγεται τελείως λάθος, αλλά για μένα έτσι είναι».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Δημήτρη»
«Θυμάμαι να έρχεται στη σκηνή, αυτό το γαμημένο περπάτημα θυμάμαι»
► Θυμάμαι ένα βράδυ που έλεγε τις «Δυο νύχτες» σηκώθηκε ένας άντρας με μια γκόμενα να το χορέψει. Τον πλησίασε, του είπε: Δεν είναι τανγκό αυτό το τραγούδι, και ο άλλος κατέβηκε.
► Τι άλλο;
► Θυμάμαι ένα βράδυ τσαντίστηκε γιατί κάποιος πέταξε ένα ποτήρι στην πίστα και έσπασε μπροστά του. Εντάξει.
► Τι άλλο;
► Θυμάμαι στην πρόβα πολλές φορές όταν τελείωνε το τραγούδι σταύρωνε τα πόδια, λύγιζε λίγο τα γόνατά του, έβαζε τα χέρια και τράβαγε το ύφασμα του παντελονιού στο πλάι και έκανε μια ανεπαίσθητη υπόκλιση, ξέρεις, σαν αυτή που κάνουν τα μικρά παιδιά. Θυμάμαι μια φορά σε μια πρωτοχρονιάτικη εκπομπή ο ενδυματολόγος ήθελε να βάλει σε μένα και στον Σινάνη κόκκινες τιράντες. Εμείς δεν θέλαμε. Μπουζουξήδες με κόκκινες τιράντες. Ξεφτίλα. Ο ενδυματολόγος επέμενε, εμείς τις βγάζαμε. Τελικά πήγε ο Σινάνης, του το είπε ότι δεν θέλαμε και καθάρισε ο Δημήτρης. Θυμάμαι ότι όταν πήγα με τον Ευαγγελάτο στο Παρίσι να τον δούμε στο νοσοκομείο δεν ήταν στο δωμάτιο, αρχίσαμε να τον ψάχνουμε έξω και τον βρήκαμε με τις πιζάμες και ένα δερμάτινο μπουφάν από πάνω να κάθεται σε ένα τραπεζάκι ενός καφέ και να καπνίζει. Θυμάμαι να μιλάμε καμιά φορά για τον Λεοντή ή για μπάλα. Τον αγαπούσε πολύ τον Λεοντή, το ξέρεις; Θυμάμαι να περπατάει και να έρχεται στη σκηνή. Αυτό το γαμημένο περπάτημα θυμάμαι. Αυτά. Τίποτα άλλο. Ή μάλλον όχι. Και κάτι άλλο. Ξέρεις, έκανε μια κίνηση με τον ώμο του περίεργη και πέταγε επίτηδες ένα κόκαλο στην πλάτη του. Μας το έκανε συχνά στην πρόβα. Γελάγαμε μετά.
► Η εικόνα που θυμάμαι πιο πολύ όταν τον σκέφτομαι είναι μια μέρα που καθόμασταν στην αυλή και τρώγαμε σε ένα τραπέζι εκστρατείας, πτυσσόμενο. Τρώγαμε φακές. Εγώ από δω κι ο Δημήτρης απέναντι. Και κάποια στιγμή άρχισε να κουνιέται το τραπέζι και να χύνονται οι φακές από τα πιάτα και μου λέει μην κουνάς το τραπέζι κι εγώ του είπα δεν το κουνάω εγώ, εσύ το κουνάς. Ητανε Σεπτέμβριος του ’55 ή Σεπτέμβριος του ’54 που έκανε έναν σεισμό και εμείς δεν ξέραμε τι είναι ο σεισμός ακόμα. Αυτό θα το θυμάμαι για όσο ζω, εμείς οι δυο να τρώμε φακές στην αυλή και να κάνει σεισμό.
► Ο τρόπος που του πετάγανε τα λουλούδια όταν τραγούδαγε είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτόν. Ξέρεις, μπορείς να ρίξεις ένα γαρίφαλο με δύναμη στο πρόσωπο κάποιου και μπορείς να του το δώσεις στο χέρι ή να το αφήσεις να πέσει στα πόδια του. Ολα την ίδια σημασία έχουν, όλα θαυμασμό εκφράζουν, αλλά έχει διαφορά ο τρόπος. Και πολλές φορές αυτός ο τρόπος τον πείραζε. Αρα το ποιος του πέταγε το λουλούδι, με τι έκφραση στο πρόσωπό του και πώς, είχε σημασία. Για αυτόν. Τώρα, αν γινότανε, θα καθόμουν μαζί του να πιούμε κάνα ποτό. Αυτό θα έκανα τώρα αν τον έβλεπα. Δεν πήγαινα στο καμαρίνι, δεν έπινα ιδιαίτερα, δεν είχε τύχει, δεν ξέρω, και μου είχε πει μια φορά ότι δεν έχουμε κάτσει ποτέ οι δυο μας να πιούμε ένα ποτό και νομίζω θα ήθελα, οπότε αυτό θα έκανα άμα μπορούσα. Ναι, Σινάνη, εσύ ποτέ δεν έκατσες μαζί μου να πιούμε λίγο, μου είχε πει. Οταν τον σκέφτομαι, δεν σκέφτομαι εικόνα δική του αλλά αίσθηση. Δεν θυμάμαι ρούχα ή παπούτσια ή κινήσεις αλλά συναίσθημα. Θυμάμαι να είναι ένας καλός άνθρωπος χωρίς όμως να φαντάζομαι την εικόνα του, το πρόσωπό του και τέτοια. Μου το είχε πει και η μάνα μου αυτό, μου είχε πει αυτός είναι καλός άνθρωπος κι ας τον είχε δει μόνο κάνα δυο φορές. Στίχους εγώ δεν θυμάμαι. Εγώ ξέρω τα τραγούδια με εισαγωγές, κουπλέ και ρεφρέν. Αυτό που δεν άντεχε ήτανε οι φλύαροι μπουζουξήδες, μισούσε τους μπουζουξήδες που μιλάνε πολύ. Μου είχε πει ότι προσπάθησε να μάθει κιθάρα παλιά και ότι είχε μάθει μόνο τρία ακόρντα και μετά τα παράτησε.
► Συγγνώμη που κλαίω. Συγγνώμη.
► Δεν πειράζει.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας