Οι παλιότεροι θα θυμούνται την πρώτη εν Ελλάδι επεισοδιακή παρουσίασή της επί Χατζιδάκι, σε σκηνοθεσία Βολανάκη, το 1977, ενώ η όπερα είχε ξανανέβει στην ΕΛΣ το 1999/2000, σε σκηνοθεσία Ρεμούνδου. Χάρη στο βιτριολικά σατιρικό στίγμα της, που ασκεί ανελέητη κριτική στον μεσοπολεμικό καπιταλισμό, αλλά και στην ευρεία διάδοση των «τραγουδιών» της εκτός του πεδίου της όπερας, η περιπετειώδης συνεργασία των δύο εμβληματικών Γερμανών έχει γίνει ένα από εκείνα τα έργα του 20ού αιώνα που η φήμη τους έχει προσλάβει θρυλικές διαστάσεις, εν μέρει υπερβαίνοντας και εντέλει συσκοτίζοντας τις αρχικές προθέσεις των δημιουργών της. Επίσης, πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο, μουσικά ατυπικό έργο, με στοιχεία όπερας και μουσικού θεάτρου, τολμηρά μπολιασμένο με στοιχεία από τη δημοφιλή χρηστική μουσική της εποχής.
Ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν «ξερίζωσε» την ανεστραμμένη ουτοπία του «Μαχαγκόνι» από τον ιστορικό της χωροχρόνο, όπου αυτή είναι αμετακίνητα γειωμένη: αντίθετα την αναπλαισίωσε ευφυώς με νοηματικά και εικαστικά συμφραζόμενα που έχουν έκτοτε συσσωρευτεί πιεστικά επάνω και γύρω απ’ αυτήν. Προς αυτή την κατεύθυνση επιστράτευσε πλήθος ευανάγνωστων οπτικών/εικαστικών παραπομπών σε τέχνες της εποχής, κυρίως, όμως, στo κινηματογραφικό έπος «Μητρόπολη» (1927) του Φριτς Λανγκ. Πρόκειται, βέβαια, για την έτερη, όμοια διάσημη, γερμανική ουτοπία της εποχής, η οποία, αντί να καταδεικνύει το αναπόδραστο αδιέξοδο αλληλοσπαραγμού στην αμοραλιστική πολιτεία του καπιταλισμού (όπως συμβαίνει στο «Μαχαγκόνι»), ευαγγελίζεται την… εγκάρδια συμφιλίωση των κοινωνικών τάξεων. Υλοποιημένη με εξαιρετική φροντίδα και σε βάθος λεπτομέρειας από κάθε άποψη, η πρόταση του Χουβαρδά λειτούργησε αβίαστα ως θέαμα και ως ακρόαμα και, κυρίως, διατήρησε απείραχτη –δηλαδή δίχως περιττές ή βεβιασμένες επεμβάσεις επικαιροποίησης- την εμφανώς εγγεγραμμένη, απερίφραστα πολιτική διάσταση της όπερας των Μπρεχτ/Βάιλ.
Τα λιτά, σχεδόν μονοχρωματικά σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, τα χαρακτηριστικά κοστούμια του μεσοπολέμου της Ιωάννας Τσάμη, οι μελετημένα θεατρικοί φωτισμοί του Ράινχαρντ Τράουμπ και η στιλιζαρισμένα αντιρεαλιστική κινησιολογία της Αμάλια Μπένετ υπηρέτησαν πιστά το στίγμα της έμπειρης σκηνοθεσίας του Χουβαρδά. Η έντονα κινητική «χορογραφία» της δράσης, η ισορροπία ανάμεσα σε ρεαλιστικό και συμβολικό, η εικαστική παραπομπή στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η αριστοτεχνικά ιεραρχημένη οργάνωση της σκηνικής αφήγησης σε κύρια/κεντρικά και υποστηρικτικά περιφερειακά δρώμενα στήριξαν (ο περιφερόμενος χορός των «κοριτσιών», το χτίσιμο του Μαχαγκόνι, η ουρά στο πορνείο κ.λπ.) με τον καλύτερο τρόπο την ενίοτε σχολαστική δραματουργία των Μπρεχτ/Βάιλ. Κάπως φλύαρη αν όχι περιττή –παρότι εργαλειοποιημένη επίσης ως αναφορά στον κινηματογράφο της εποχής- ήταν η συνεχής χρήση της επί-σκηνής-κάμερας από τον Παντελή Μάκκα, που ζούμαρε εμμονικά στα πρόσωπα, προβάλλοντας μεγεθυμένες τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ηρώων στο φόντο της σκηνής.
Το ακρόαμα υπήρξε καλό. Η πολυπρόσωπη διανομή στελεχώθηκε αποκλειστικά αλλά γενικώς εύστοχα από Ελληνες μονωδούς, που ζωντάνεψαν πειστικά τον ετερόκλητο, πολυπληθή μικρόκοσμο του Μαχαγκόνι. Με μεστή, δίχως ασυνέχειες φωνή και άνετη σκηνική παρουσία, η έμπειρη μεσόφωνος Αννα Αγάθωνος ενσάρκωσε μια εύστοχα κυνική Μπέγκμπικ, κινώντας πειστικά τα νήματα της δράσης με τη βαρύνουσα σκηνική παρουσία της. Δίπλα της, ο τενόρος Χρήστος Κεχρής και ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου τραγούδησαν με ταιριαστή τραχύτητα τους ρόλους του Φάτι και του Μωυσή Τριάδα. Το κεντρικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι του φιλόδοξου τυχοδιώκτη Τζίμι Μάχονι και της πόρνης Τζένι Χιλ απέδωσαν πειστικά, δίχως εκπτώσεις, ο τενόρος Βασίλης Καβάγιας και η μεσόφωνος Μαρισία Παπαλεξίου. Τους πλαισιωτικούς ρόλους των Τζακ/Τόμπι, Μπιλ και Τζο απέδωσαν ισορροπημένα οι Γιάννης Καλύβας, Χάρης Ανδριανός και Γιάννης Γιαννίσης. Τέλος, τα Εξι κορίτσια, φτωχές πόρνες που στην ακμή του Μαχαγκόνι αποδίδονται ως «βαμπ», θανάσιμα ερωτικά δολώματα, απέδωσαν οι Μητσοπούλου, Ζέρβα, Μπονταρένκο, Δεσπούλη, Πράιζινγκερ και Τζαβέλλα. Καλές ήσαν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ, υπό τον αρχιμουσικό Μίλτο Λογιάδη. Μια παράσταση αξιώσεων, συνεκτικά συγκροτημένη και ευφυής, με στοιχεία υπερπαραγωγής, απαιτητική όσο και απολαυστική για τον θεατή.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας