Φεγγαρόλουστη βραδιά του Ιούνη. Σαν σήμερα πριν από σχεδόν πενήντα χρόνια. Δυο φαντάροι πηδούν τη μάντρα του στρατοπέδου και χάνονται μες στη νύχτα. Δεν πάνε για σουβλάκια, ούτε να συναντήσουν τα κορίτσια τους. Μολαταύτα ο ένας έχει ραντεβού... με την Ιστορία. Ο άλλος τη γράφει με αίμα στο μελανιασμένο πετσί του δυο χρόνια τώρα.
Υπάρχουν στιγμές που καθορίζουν τη ζωή σου για πάντα. Τις καταλαβαίνεις από μια ανεπαίσθητη λάμψη στον αέρα, η οποία διεισδύει στα μύχια του είναι σου φωτίζοντας το μεγαλείο που κρύβουν ή ανασύροντας απ’ τα σκοτάδια τους την ουτιδανότητά σου. Η διήγησή μας περιέχει κι απ’ τα δυο σε ακραίες δόσεις. Ο Γιώργος Μωράκης γεννιέται το 1948 στο Παλαιόκαστρο Σητείας. Εφηβος μεταναστεύει με την ψαράδικη, βενιζελική φαμίλια του στον Πειραιά. Βγάζει το νυχτερινό Γυμνάσιο, δουλεύοντας εργάτης στην Ελαΐδα.
Γογγύζοντας υπηρετεί τη θητεία του στη Φλώρινα μεσούσης της χούντας. Τον Μάιο του ’69 μετατίθεται στο Μπογιάτι. Ανακαλύπτει πως πρόκειται για στρατιωτική φυλακή. Φρουρεί έναν παράξενο κρατούμενο, σιδηροδέσμιο σ’ ένα κελί δύο επί τρία, χωρίς παράθυρο. Του βγάζουν τις χειροπέδες μόνο για να φάει ή να πάει στην τρύπα που χρησιμεύει ως απόπατος. Τον συμπονά. Δεν αντέχει να τον αποκαλεί «παπαδοπουλάκι».
Αναφέρει στο σπίτι πως φυλάει τον Παναγούλη στην πρώτη του έξοδο. Ο πατέρας του προσφέρει ένα μπουκάλι τσικουδιά στον θανατοποινίτη που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον τύραννο κι η μάνα του τού ψήνει καλτσούνια. Τα βράδια τον λύνει και κουβεντιάζουν με τις ώρες. «Τον θαύμαζα. Μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει» λέει. Ο Αλέκος τού προτείνει να δραπετεύσουν μαζί.
Δεν θέλει στην αρχή· προβάλλει αντιρρήσεις. «Πες πες είπα το ναι. Πείστηκα πως έχω μπροστά μου έναν επαναστάτη. Κι απ’ τη στιγμή που το αποφάσισα δεν σκέφτηκα τις συνέπειες» υπογραμμίζει. Την κοπανούν μεσάνυχτα της 6ης Ιουνίου. Αναζητούν καταφύγιο σε σπίτια γνωστών. Τους δίνουν χρήματα, αλλά δεν μπορούν να τους φιλοξενήσουν. Τους παρακολουθεί, βλέπεις, η Αστυνομία. Γυρνούν σαν την άδικη κατάρα. Το δεύτερο βράδυ μένουν σε διαμέρισμα της Πάτμου 51 στα Πατήσια.
Ενοικοι ο Δημήτρης Πατίστας, εξάδελφος του Παναγούλη, και ο Παναγιώτης Περδικάρης. Κεντροαριστεροί κι οι δυο. Ο ένας δυσανασχετεί κι έτσι αναγκάζονται να φύγουν. Εν τω μεταξύ το καθεστώς τούς επικηρύσσει προς πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Αμύθητο ποσόν για την εποχή. Με εκατόν πενήντα αγόραζες υπερλούξ ρετιρέ. Δεν βρίσκουν κατάλυμα πουθενά. Κοιμούνται αγκαλιά σ’ ένα γιαπί. Το πρωί οι οικοδόμοι τούς παίρνουν για ομοφυλόφιλους και τους προγκάρουν. Επιστρέφουν στην Πάτμου.
Στέλνει τον σύντροφό του ο Αλέκος προς εξεύρεση ασφαλούς στέγης, νιώθοντας πως θα τους δώσουν. Εχει δίκιο. Πολλά τα λεφτά, Αρη. Συλλαμβάνονται με τυμπανοκρουσίες. Ο Μωράκης καταδικάζεται σε 32 χρόνια ειρκτή. Δεν μετανιώνει ποτέ, ούτε εξαγοράζει την πράξη του στο χρηματιστήριο της Αριστεράς. Οι καταδότες επιβραβεύονται με δυο θέσεις στο Δημόσιο, εκτός απ’ το ζεστό παραδάκι. Οταν καταφερόταν κάποιος εναντίον τους, ο Παναγούλης τον αποστόμωνε: «Χέσ’ τους. Ας τους κυνηγούν οι Ερινύες».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας