Ο τόπος αυτός έχει πληρώσει ακριβά τους ανόητους και τους «ανόητους». Τους μεν επειδή πίστεψε ότι γνωρίζουν και τους δε επειδή εμπιστεύτηκε αυτά που τους παρουσίαζαν ως «γνώση». Αν και τα όρια είναι δυσδιάκριτα, εντούτοις η διαφορά αναφέρεται σε αυτόν που δρα με βάση την παρόρμηση που πηγάζει από την άγνοια ή την ημιμάθεια και τον άλλον που τα κίνητρά του υπαγορεύουν τη συνειδητή παραποίηση, αλλοίωση ή και απάλειψη της γνώσης -ιστορικής, επιστημονικής και εμπειρικής- που κατέχει. Κοντολογίς, οι πράξεις και των δύο μπορεί να παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα αλλά στην περίπτωση των «ανόητων» υπάρχει δόλος.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή του δημόσιου διαλόγου που αναπτύχθηκε με αφορμή τον δανεισμό με αρνητικό επιτόκιο και που αξιοποιήθηκε με παιάνες και κραυγές θριάμβου. Παρατηρώντας όσα διημείφθησαν, σίγουρα κάθε λογικός άνθρωπος που διαθέτει μνήμη αναρωτιέται: Είναι ανόητοι ή «ανόητοι» αυτοί που έστησαν αυτήν την παράσταση; Πώς είναι δυνατόν να μιλάνε με τόση ευκολία και χωρίς καμία αιδώ για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου;
Από τον 19ο αιώνα η ιστορία των κρίσεων χρέους περιέχει μπόλικα κεφάλαια με το «φτηνό» χρήμα που προσφερόταν στις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες, σπεύδοντας να εκμεταλλευτούν την «ευκαιρία», έπνιξαν τον τόπο και τους ανθρώπους στα χρέη. Και μπορεί αυτοί οι επαγγελματίες πανηγυρτζήδες να μην ξέρουν Ιστορία, αλλά έχουν τόσο κοντή μνήμη ώστε να έχουν ξεχάσει ότι τα «χαμηλά» επιτόκια οδήγησαν στα μνημόνια και στην αποικιοποίηση της χώρας;
Πριν ιδρυθεί η νομισματική ένωση, τα μεγάλα οικονομικά ελλείμματα γενικά οδηγούσαν σε υψηλότερα επιτόκια ή σε χαμηλότερες τιμές συναλλάγματος. Αυτά τα σημάδια της αγοράς δρούσαν ως μια αυτόματη προειδοποίηση για τις χώρες ώστε να μειώσουν τον δανεισμό τους. Η οικονομική ένωση εξάλειψε αυτά τα σημάδια της αγοράς και εμπόδισε την αύξηση του κόστους των κεφαλαίων που σε άλλη περίπτωση θα είχε περιορίσει τον δανεισμό. Στις αρχές της προηγούμενη δεκαετίας, η σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ προκάλεσε την πτώση των επιτοκίων σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, στις οποίες οι προσδοκίες του υψηλού πληθωρισμού είχαν κρατήσει προηγουμένως τα επιτόκια υψηλά. Οι αγοραστές ομολόγων υπέθεσαν ότι το ομόλογο μιας χώρας που βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ενωση ήταν εξίσου ασφαλές με το ομόλογο μιας άλλης χώρας της Ενωσης, αγνοώντας τη ρήτρα της μη διάσωσης (no bail-out clause) της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια στα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα ήταν διαφορετικά από αυτά των γερμανικών, λιγότερο από μία ποσοστιαία μονάδα. Παρά την παρουσία της ρήτρας περί «μη διάσωσης» στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, οι παίκτες ομολόγων ενήργησαν ως εάν ο κίνδυνος που συνδέεται με τον δανεισμό προς την ελληνική ή την πορτογαλική κυβέρνηση να ήταν μόνο κλασματικά υψηλότερος από εκείνον των δανείων προς τη Γερμανία ή την Ολλανδία.
Τα νοικοκυριά και οι κυβερνήσεις σε αυτές τις χώρες ανταποκρίθηκαν στα χαμηλά επιτόκια αυξάνοντας τον δανεισμό τους. Τα νοικοκυριά χρησιμοποίησαν το αυξημένο χρέος για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωση και ένα ξέσπασμα οικοδομικής δραστηριότητας και αύξησης στις τιμές των σπιτιών. Οι κυβερνήσεις αντίστοιχα το χρησιμοποίησαν για να χρηματοδοτήσουν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ραγδαία το ποσοστό δημόσιου και ιδιωτικού χρέους ως προς το ΑΕΠ σε πολλές χώρες όπως οι Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία και Ισπανία. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα θα μπορούσε να δανειστεί σχεδόν σαν να ήταν η Γερμανία.
Πρακτικά οι αγορές ομολόγων με τα μειωμένα επιτόκια συνέβαλαν στην έκρηξη καθώς είχαν λανθασμένη τιμολόγηση του κινδύνου κρατικών ομολόγων γενικά και του διαφοροποιημένου ρίσκου.
Στις αρχές του 2010, όταν οι αγορές αναγνώρισαν το λάθος να θεωρούν όλες τις χώρες της ευρωζώνης εξίσου ασφαλείς, τα επιτόκια άρχισαν να αυξάνουν το κρατικό χρέος της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ετσι, λίγο μετά τα δέκατα γενέθλιά της, η πίστη στη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ άρχισε να καταρρέει και οι αγορές πέρασαν στο άλλο άκρο. Τα χαμηλά επιτόκια πήραν την ανηφόρα. Και μόλις έφτασαν στο 5%, στο 8% και παραπάνω, έγινε φανερό ότι ακόμα και με την πιο υποδειγματική, γερμανικού τύπου δημοσιονομική πειθαρχία και με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ήταν πρακτικά αδύνατο για μια οικονομία να ανταποκριθεί στις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους της.
Με απλά λόγια, τα επιτόκια δεν λένε απολύτως τίποτα γι’ αυτούς που ξέρουν να αποτιμούν. Οι υπόλοιποι, αυτοί που αγνοούν -ή υποδύονται ότι αγνοούν- αυτό το αξίωμα, με τη σιωπή τους ή με τις προπαγανδιστικές κραυγές τους επιλέγουν είτε το στρατόπεδο των ανόητων ή το άλλο των «ανόητων». Οι πρώτοι είναι απλώς άφρονες. Οι δεύτεροι όμως είναι εξίσου επικίνδυνοι με τον Γκέμπελς και τα «παπαγαλάκια» του.
Η Ελλάδα, είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε δημόσια είτε όχι, είναι μια χώρα σε καθεστώς επιτροπείας, με δεσμευμένα από τους δανειστές τα περιουσιακά της στοιχεία. Και αυτό θα εξακολουθήσει να ισχύει ακόμα και όταν τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα φτάσουν τα σαράντα χρόνια και βάλε. Αυτή είναι η πραγματικότητα την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Το ύψος των επιτοκίων λοιπόν από μόνο του δεν λέει τίποτα. Οσοι το αγνοούν και χτίζουν πάνω τους «ιστορίες επιτυχίας» είναι ανόητοι. Αλλά όσοι το αξιοποιούν συνειδητά για να εξυπηρετήσουν τους μικροπολιτικούς σκοπούς τους είναι επικίνδυνα «ανόητοι». Παραποιούν συνειδητά την πραγματικότητα. Συσκοτίζουν. Αποπροσανατολίζουν. Προφανής στόχος τους δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να παραμείνει η ελληνική οικονομία όμηρος του χρέους της, από το οποίο οι Γερμανοί και οι άλλοι κερδίζουν δισεκατομμύρια και οι Ελληνες «ματώνουν» για τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούνται για την εξυπηρέτησή του. Προφανώς κρίνουν ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να βαφτίσουν το ξεπούλημα ως αναγκαιότητα.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας