Στις 9 Νοεμβρίου κλείνουν 30 χρόνια από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, από εκείνη την τελετουργική συμβολοποίηση της κατάρρευσης του ιστορικού «παραδείγματος» του κομμουνισμού. Για κάποιους από την Αριστερά το τέλος ήρθε μ’ έναν ανακουφιστικό κρότο· για κάποιους άλλους μ’ έναν λυγμό. Η ήττα όμως σημάδεψε σύμπασα την Αριστερά – όλες τις ανταγωνιστικές εκδοχές, όλες τις ψυχές της. Γκρέμισε βεβαιότητες και ελπίδες. Ακύρωσε απαντήσεις και ερμηνείες, πολλαπλασίασε και ανανέωσε τα ερωτήματα.
Κανείς ιστορικός αυτοματισμός δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι προϋπάρχουσες τάσεις των αρχών της δεκαετίας του 1980 θα οδηγούσαν στην τομή του 1989. Ηταν η συστηματική πολιτική επίθεση της θατσερικής εκδοχής του φιλελευθερισμού εκείνη που τις ώθησε στις έσχατες συνέπειές τους, μετασχηματίζοντας την καπιταλιστική κρίση σε στρατηγική ηγεμονίας· όχι με αποσπασματικές επιλογές και παρεμβάσεις, αλλά προβάλλοντας ένα συνεκτικό κοσμοείδωλο κι ένα νέο «παράδειγμα» ατομοκεντρικής οργάνωσης του ανθρώπινου βίου, εναντίον των αριστερών «ιδεοληψιών» της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης.
Απέναντι σε αυτή την επίθεση, το κλασικό μείγμα οικονομισμού και εμπειρισμού, ιστορικής τελεολογίας και θετικιστικού περί προόδου λόγου, μεταρρυθμισμού χωρίς στρατηγικό κέντρο και μυθοποίησης του αυθόρμητου κοινωνικού ριζοσπαστισμού, υιοθέτησης του θεωρήματος των «δυσμενών συσχετισμών» στο όνομα του ρεαλισμού, οργάνωσε διάτρητες γραμμές άμυνας. Από τα κενά τους πέρασε η ιδεολογική μεταμφίεση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος σε ευκαιρία και αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού. Ενα τμήμα της Αριστεράς θεώρησε ότι οι επιταγές του συγκροτούσαν ένα ακόμα «στάδιο» στη στρατηγική της. Η αιχμαλωσία και η ήττα ήταν αναπόφευκτες.
Το 1989 άσκησε στην Αριστερά και τον κόσμο της τεράστια πίεση που οδήγησε σε νέες διαιρετικές τομές. Δεν ήταν μόνο η δυτική σοσιαλδημοκρατία που βάδιζε πια πλησίστια στον δρόμο της μετατροπής της σε πρόθυμη επιμελητεία του νεοφιλελεύθερου στρατεύματος. Ηταν και η «άλλη» Αριστερά. Ενα τμήμα της οδήγησε τη χειραφέτηση από τα στερεότυπα του σοβιετικού μαρξισμού στη ριζική άρνηση ιδεών και προταγμάτων, χωρίς τα οποία η Αριστερά αυτοκαταργείται· υιοθέτησε την αντίληψη ότι η διάκριση Αριστεράς - Δεξιάς αποτελεί αναχρονισμό· εξοστράκισε το κριτήριο της ταξικότητας στο όνομα εθνικών συναινέσεων· ανακάλυψε τις «αρετές του καπιταλισμού».
Η ευρωπαϊκή Αριστερά είδε το 1989 σαν οδοδείκτη προς το νομοτελειακά αναπόφευκτο. Η αναμέτρηση μαζί του θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες, οπότε αυτές θα τις διαμόρφωνε το μαγικό χέρι της ιστορίας. Δεν το αντιμετώπισε ως στρατηγικό κόμβο διασταύρωσης και ανταγωνισμού εναλλακτικών ιστορικών δυνατοτήτων και ευκαιρία για μια βαθιά και ριζοσπαστική ανανέωση των ερμηνευτικών σχημάτων, των πολιτικών και προγραμματικών της απαντήσεων. Εγκλωβίστηκε σ’ έναν ιδεολογικό σχετικισμό που υπονόμευε την ίδια την ύπαρξή της. Επέλεξε την αναδίπλωση στον πολιτικό πραγματισμό της προσαρμογής, που θα της επέτρεπε να αναδειχθεί σε φορέα μιας ηπιότερης και περισσότερο «συναινετικής» διαχείρισης των κοινωνικών αντιθέσεων.
Ηταν αυτή η επιλογή που γνώρισε αλλεπάλληλες διαψεύσεις στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε και όχι ο ριζοσπαστισμός και ο «ανεύθυνος βολονταρισμός» αναδεικνύοντας το στρατηγικό ζήτημα: Η αποτελεσματική αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου βιοπολιτικού ολοκληρωτισμού απαιτεί από την Αριστερά ένα Πολιτικό Πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, που να «αποτυπώνει» συνεχώς την προοπτική στη συγκυρία. Χωρίς αυτό, ο αποσπασματικός μεταρρυθμισμός παράγει αποτελέσματα εύκολα αφομοιώσιμα, αναπαράγει όμως και την απελπισία των υποτελών μπροστά σε κάτι που μοιάζει ακλόνητο.
Με το 1989 ως σημείο μετάβασης, επανέρχονται στο πεδίο της κριτικής σκέψης τρία κρίσιμα ζητήματα για τη στρατηγική της Αριστεράς: Τα ζητήματα της σχέσης με τα κοινωνικά κινήματα, των πολιτικών συμμαχιών και του κράτους.
1. Μετά το 1989, η ενεργοποίηση κινημάτων αμφισβήτησης και αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο, έμοιαζε να διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι οι κοινωνίες των πολιτών ήταν πλήρως χειραγωγημένες από το δόγμα του μονόδρομου. Το Σιάτλ, η Γένοβα, οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, το Κοινωνικό Φόρουμ, αλλά και πρόσφατα οι Αγανακτισμένοι, τα Κίτρινα Γιλέκα, οι κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος από την αρπακτική καπιταλιστική μεγέθυνση, υπήρξαν εκφράσεις της ριζοσπαστικής πεποίθησης ότι «Ενας άλλος κόσμος είναι εφικτός».
Μόνο που αυτός ο κόσμος δεν σκιαγραφήθηκε καν με ένα ελάχιστο προγραμματικό περίγραμμα. Φορείς της πολύτιμης ουτοπίας για την καθολική χειραφέτηση, τα κινήματα παρέμειναν βραχύβιες και ανολοκλήρωτες εκρήξεις, σημαδεμένες από την ιδεολογική μερικότητα. Η ευθύνη ανήκει στην Αριστερά. Υιοθετώντας άλλοτε τη στάση ιδιοκτησίας ενός καθοδηγητικού ρόλου και άλλοτε της μυθοποίησης του πρωτογενούς κοινωνικού ριζοσπαστισμού, δεν υπέδειξε στα κινήματα έναν ευρύτερο πολιτικό και προγραμματικό ορίζοντα και μια κοινή στρατηγική που θα τα καθιστούσε διαρκή δομικά στοιχεία του αντινεοφιλεύθερου/αντικαπιταλιστικού αγώνα – συνεκτικούς κρίκους για τη συγκρότηση μιας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας. Και που, χωρίς αυτά, αυτό που απομένει είναι η ψευδαίσθηση της συγκρότησης με το άθροισμα εκλογικών ακροατηρίων.
2. Το 1997 στη Γαλλία, ο γραμματέας των Σοσιαλιστών Λιονέλ Ζοσπέν, νικητής των βουλευτικών εκλογών, σχημάτισε κυβέρνηση συνεργασίας με τους Κομμουνιστές και τους Πράσινους, στη βάση ενός προγράμματος με αιχμές το 35ωρο, τις αυξήσεις στους μισθούς, την ακύρωση ιδιωτικοποιήσεων, τη ρητή δέσμευση για επαναδιαπραγμάτευση του Συμφώνου Σταθερότητας. Η συγκρότηση της πολιτικής συμμαχίας της γαλλικής Αριστεράς ήταν ένα γεγονός πανευρωπαϊκής εμβέλειας και σημασίας που σηματοδοτούσε την προσπάθεια ανάσχεσης του νεοφιλελεύθερου κύματος. Η διάψευση των ελπίδων ήταν οδυνηρή.
Η κυβέρνηση Ζοσπέν έκανε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις από την προηγούμενη κεντροδεξιά κυβέρνηση. Μείωσε δραστικά τη φορολογία των επιχειρήσεων. Κατάργησε περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. Εγκατέλειψε τις δεσμεύσεις ως προς το Σύμφωνο Σταθερότητας. Το πείραμα κατέρρευσε επιτείνοντας την κρίση αξιοπιστίας των δυνάμεων που συμμετείχαν. Ανέδειξε, όμως, όλες τις απαιτητικές όψεις και τις δυσκολίες που καθιστούν το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών σύνθετο πρόβλημα και όχι βασιλική οδό για την ανάκτηση της ηγεμονίας της Αριστεράς, σε μια εποχή εξάντλησης των συμβατικών απαντήσεων:
• Το δίλημμα «πολιτικές συμμαχίες ή πολιτικός «σεχταρισμός» είναι απλουστευτικό δίλημμα. Υπάρχουν συμμαχίες αυθεντικού σεχταρισμού που διαβρώνουν την πίστη των υποτελών τάξεων στη δυνατότητα πολιτικής εκπροσώπησής τους από την Αριστερά και τα αποξενώνουν από αυτήν.
• Συμμαχίες στο όνομα του «μικρότερου κακού» που οδηγούν αργά ή γρήγορα στο μεγαλύτερο κακό, καθώς αδυνατούν να εντάξουν αποσπασματικές πολιτικές και μέτρα σε μια καθολική πολιτική πρόταση που θα συναντηθεί με τα βιώματα των ανθρώπων, θα διαμορφώσει έναν ορίζοντα κατανόησης της πραγματικότητας και θα εμπνεύσει το πάθος της συμμετοχής τους στην πολιτική αντιπαράθεση με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
• Συμμαχίες με τον «κεντρώο φιλελευθερισμό» –στο όνομα της εκπροσώπησης του ενδιάμεσου κοινωνικού χώρου– με στόχο τη ριζοσπαστικοποίησή του, που καταλήγουν στην «κεντροποίηση της Αριστεράς», ανεξαρτήτως προθέσεων.
3. Σε ολόκληρη την ιστορική περίοδο μετά το 1989, το ζήτημα του κράτους σε όλες τις εκδοχές του (εθνικές και υπερεθνικές) εξακολουθεί να αποτελεί για την Αριστερά κομβικό ζήτημα στη στρατηγική της. Σε αντίθεση με την περί του αντιθέτου μυθολογία, η εποχή μας είναι εποχή ενός κραταιού κρατισμού. Το κεφάλαιο συναρθρώνεται απολύτως με όλες τις πολύπλοκες κρατικές δομές, επιβάλλοντας στο κράτος τον κεντρικό «επιτελικό ρόλο» στις διαδικασίες αναπαραγωγής του. Το (ουδέτερο) «επιτελικό κράτος» μαζί με την έννοια της «κανονικότητας» αποτελούν θεμελιακά στερεότυπα μιας ομογενοποιημένης και ομογενοποιητικής πολιτικής γλώσσας. Απέναντι σε αυτά, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να αρκείται στην ανακύκλωση των γενικών θεωρητικών προσεγγίσεων του Ν. Πουλαντζά.
Πριν από 30 χρόνια, η Αριστερά απέφυγε να αναμετρηθεί με το 1989, με τα όσα αυτό συνόψιζε και τα όσα προανήγγειλε. Ουσιαστικά το αποδέχτηκε ως αναπότρεπτη κατίσχυση της αναγκαιότητας επί της ελευθερίας και, με αυτό το κριτήριο, ως εντολή άμβλυνσης της ετερότητάς της. Εκτοτε έπαψε να πιστεύει και να σκέφτεται ότι η σημερινή πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει· να σκέφτεται, επομένως, και να σχεδιάζει το «πώς» της αλλαγής. Αρκείται στο άμεσο και στο προφανές, παραγνωρίζοντας ότι η προφάνεια του υπάρχοντος νοηματοδοτείται με διαφορετικό τρόπο, όταν εντάσσεται σε διαφορετικά και ανταγωνιστικά Πολιτικά Σχέδια.
Ετσι, λοιπόν, το 1989 επανέρχεται διαρκώς ως εκκρεμότητα, μέχρι και σήμερα, αναπαράγεται διαρκώς, όπως εκείνη η κινηματογραφική «μέρα της Μαρμότας», επιβάλλοντας τον εφιάλτη ενός εγκλωβισμού χωρίς έξοδο. Η αίσθηση της αμηχανίας και της ανημπόριας θα εξακολουθήσει να σφραγίζει την Αριστερά όσο εξακολουθεί να αναζητά την έξοδο σε εξεγερσιακά ή μεταρρυθμιστικά υποδείγματα που έχουν κλείσει τον κύκλο τους.
Είναι, λοιπόν, ίσως η στιγμή να μιλήσει η Αριστερά για τη δική της «επόμενη μέρα», που δεν θα προκύψει με λογικές του μέσου όρου. Η στιγμή της προτεραιότητας για το δικό της Μπαντ Γκόντεσμπεργκ της θεωρητικής και προγραμματικής εμβάθυνσης του ριζοσπαστισμού της.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας