Η συζήτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ή εξελίσσεται προς σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχει μια πρωτοτυπία: διεξάγεται χωρίς τον ξενοδόχο. Κάποιοι τρίτοι αποφαίνονται και διαπληκτίζονται πάνω στο τι είναι και τι δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο άμεσα ενδιαφερόμενος στέκεται αμήχανα ως παρατηρητής, ίσως και επειδή ο ίδιος δεν έχει αποφασίσει τι ακριβώς είναι. Μια πρώτη παρατήρηση είναι λοιπόν ότι θα έπρεπε ίσως να αυτοπροσδιοριστεί.
Η διαμάχη για «το φύλο» του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πάντως παράλογη. Αγγίζει ένα υπαρξιακό δίλημμα για τον χώρο της Κεντροαριστεράς: προς ποια κατεύθυνση πρέπει να αναζητήσει συγκλίσεις και συμμαχίες και με ποιον θα επιδιώξει να (συν)κυβερνήσει. Τη Ν.Δ. ή τον ΣΥΡΙΖΑ;
Η ηγεσία του προσπαθεί να αποφύγει να τοποθετηθεί, όλοι όμως γνωρίζουν ότι αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα για το μέλλον και τη φυσιογνωμία της Κεντροαριστεράς. Με άλλα λόγια συζητούν για το τι είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το πραγματικό διακύβευμα είναι τι είναι το ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Οσοι στην Κεντροαριστερά αντιδρούν σε κάθε ιδέα διαλόγου, σύγκλισης και συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, του αρνούνται και κάθε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία. Δυσκολεύονται όμως να στηρίξουν τη θέση τους σε πολιτικό σκεπτικό.
Γιατί είναι φανερό πως μετά το 2015 η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος σε όλα τα μείζονα θέματα (κοινωνικά, οικονομία, Ευρώπη, εξωτερική πολιτική, ανθρώπινα δικαιώματα) βρίσκεται πολύ κοντά στις διακηρυγμένες θέσεις της διεθνούς Κεντροαριστεράς.
Η προσπάθεια να διαφοροποιηθεί το ΚΙΝ.ΑΛΛ «από τα αριστερά» στην οικονομική πολιτική δεν πείθει κανένα: όλοι γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική που ασκείται από το 2010 -αναμφίβολα δεξιά- επιβλήθηκε έξωθεν και τα περιθώρια ελευθερίας είναι μικρά.
Η Κεντροαριστερά δύσκολα μπορεί να κηρύξει επανάσταση κατά των δανειστών, με όλα όσα έχει καταμαρτυρήσει στον Τσίπρα για τη δική του επανάσταση το 2015.
Από την άλλη πλευρά, μια διαφοροποίηση «από τα δεξιά» προς τον νεοφιλελευθερισμό οδηγεί τον χώρο, στρατηγικά πια, στην αγκαλιά της Ν.Δ. Και αυτό μπορεί να είναι το σχέδιο μερικών στελεχών, όχι όμως της πλειοψηφίας και της λαϊκής βάσης στην οποία απευθύνονται.
Η άρνηση κάθε διαλόγου με τον ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται παραπέρα και από τη σαφή στήριξη προς τον Τσίπρα των «αδελφών» σοσιαλιστικών κομμάτων, αυτών ακριβώς που οι κεντροαριστεροί προβάλλουν ως υποδείγματα.
Βεβαίως πολλά μπορούν να καταμαρτυρηθούν στον ΣΥΡΙΖΑ για την επάρκειά του στη διακυβέρνηση, για συγκεκριμένες επιλογές του, για το ύφος της εξουσίας (με έντονα συμπτώματα ενός νέου «αυριανισμού»), για το επιχειρούμενο νέο αφήγημα περί «success story» και για άλλα πολλά. Και ο καθένας μπορεί να ζυγίσει τα θετικά και αρνητικά, να συγκρίνει με το μόνο εναλλακτικό σχήμα, υπό τη Ν.Δ., και να καταλήξει ως προς το πώς βλέπει συνολικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ομως η όποια τέτοια κριτική δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση κάθε διαλόγου με μια ιδεολογικοπολιτικά συγγενή δύναμη, πολλώ μάλλον που ο διάλογος θα μπορούσε να επικεντρωθεί σ’ αυτά ακριβώς τα ζητήματα, ενώ και μια σύγκλιση Κεντροαριστεράς-ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν προϋπόθεση για να απαλλαγεί ο τελευταίος από τον «παρά φύσιν» εταίρο του, κάτι που επιθυμεί κάθε προοδευτικός πολίτης.
Εξάλλου όλοι θυμόμαστε πως τα περισσότερα «κουσούρια» της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι τα ίδια με αυτά που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες κυβερνήσεις (για την ακρίβεια λιγότερα, αν λάβουμε υπόψη και το μείζον ζήτημα της διαφθοράς). Ενας αριστερός είναι εύλογο να αγανακτεί όταν βλέπει συμπεριφορές που απάδουν σε μια αριστερή κυβέρνηση. Η σύγκριση με τους προηγούμενους δεν αρκεί. Δύσκολο είναι όμως να εξεγείρεται το πρώτο διδάξαν ΠΑΣΟΚ και οι σύμμαχοί του.
Πολλά στελέχη του χώρου της Κεντροαριστεράς αρνούνται τη νέα πολιτική γεωγραφία της χώρας. Ζουν ακόμη με την προσδοκία να επανακτήσουν τη θέση του παλιού ΠΑΣΟΚ. Ομως αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο, ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ ηττηθεί στις επόμενες εκλογές. Σ’ αυτή την προσδοκία όμως στηρίζεται η επιδίωξη «στρατηγικής ήττας» (βλέπε συντριβής) του ΣΥΡΙΖΑ.
Για να στηρίξουν αυτή τους την επιλογή εφεύραν τη θεωρία πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ούτε μπορεί να αποτελέσει δημοκρατική ή προοδευτική (άρα και σοσιαλδημοκρατική) δύναμη, πως η διακυβέρνησή του οδηγεί σε μοντέλα Ορμπάν και Ερντογάν, μ’ άλλα λόγια πως με τον ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Εδώ συναντώνται και με τη Ν.Δ. που αναζητεί απελπισμένα μια δικαιολογία για να συνεχίσει την ακραία αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, παρ’ όλο που η «παρένθεση» του Τσίπρα διαρκεί τρία, και πιθανότατα τέσσερα, χρόνια, ακυρώνοντας πλήρως τη στρατηγική της.
Εμπρός λοιπόν όλοι μαζί, με τις περγαμηνές της επιτυχίας τους στην πρόσφατη διακυβέρνηση της χώρας, να σταματήσουν τον νέο επικίνδυνο εισβολέα που απειλεί όχι αυτούς, αλλά τη δημοκρατία!
Το κατασκεύασμα «ΣΥΡΙΖΑ-κίνδυνος για τη δημοκρατία» είναι πέρα από κάθε λογική. Εχει εξάλλου πλήρως αποδομηθεί ακόμη και από διακηρυγμένους αντίπαλους της κυβέρνησης (π.χ. Μαραντζίδης, «Καθημερινή» 6/5). Αντιδημοκρατικές ενέργειες και νοοτροπίες και παιχνίδια με τους θεσμούς δυστυχώς πάντα υπάρχουν σε δημοκρατικά καθεστώτα. Και ασφαλώς πρέπει να καταπολεμούνται.
Ομως η απόσταση που χωρίζει τα συμπτώματα αυτά από έναν πραγματικό κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα είναι τεράστια. Στη σημερινή Ελλάδα είναι εξωφρενικός ο ισχυρισμός πως ο Τσίπρας θέλει ή μπορεί να μας οδηγήσει σε εκτροπή. Ούτε οι ελευθερίες μας, ούτε οι δημοκρατικοί θεσμοί απειλούνται, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως λειτουργούν όπως θα έπρεπε. Αλλά όλα καλά δεν ήταν ούτε πριν, ούτε σήμερα σε πολλές δυτικές δημοκρατίες.
Η εμμονή της Ν.Δ. και τμήματος της Κεντροαριστεράς στη θεωρία πως ο Τσίπρας απειλεί τη δημοκρατία καθιστά αυτούς και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ κύριο παράγοντα πόλωσης και εκτροχιασμού της πολιτικής ζωής. Εννοείται δε πως ενισχύει και τις πιο αρνητικές τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ.
Οσοι, αντίθετα, επιχειρηματολογούν υπέρ του (δυνάμει) σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, στην ουσία τάσσονται -και νομίζω ορθά- υπέρ μιας «κανονικότητας» στην πολιτική ζωή του τόπου και υπέρ των συγκλίσεων ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις. Λιγότερο θα συμφωνούσα όμως όταν η σοσιαλδημοκρατία εμφανίζεται ως περίπου η μοναδική προοδευτική «κανονικότητα» και ο ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται με βάση το πόσο την προσεγγίζει, αποκηρύσσοντας την ταυτότητά του.
Λάθος είναι επίσης νομίζω να τον βαφτίζουν «με το ζόρι» σοσιαλδημοκρατικό. Η δημοκρατική Αριστερά ήταν πάντα πληθυντική. Ιδιαίτερα σήμερα που η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται παντού σε βαθιά κρίση δεν μπορεί να διεκδικεί -με κάποια αλαζονεία- το μονοπώλιο της προοδευτικότητας.
Πολλώ μάλλον στην Ελλάδα, όπου κύρια συνιστώσα είναι η κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά και το κόμμα που εκπροσωπεί τη σοσιαλδημοκρατία έχει ένα αρκετά βεβαρημένο παρελθόν και αγωνίζεται να επιβιώσει.
Στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, το μέλλον της Αριστεράς είναι συνυφασμένο με βαθιές αλλαγές σε όλες τις συνιστώσες της.
Μάλιστα όσον αφορά τη σοσιαλδημοκρατία με μια στροφή προς τα αριστερά και την απελευθέρωση από τον εναγκαλισμό με τον νεοφιλελευθερισμό και τους φορείς του.
Σε μια τέτοια προοπτική το ζήτημα δεν είναι να δηλώσουν ή να γίνουν όλοι σοσιαλδημοκράτες, αλλά να οικοδομηθεί μια νέα δημοκρατική και ευρωπαϊκή Αριστερά, στην οποία ο καθένας θα έχει τη συνεισφορά του.
*Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας