Αθήνα, 16°C
Αθήνα
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
17.4° 14.6°
1 BF
80%
Θεσσαλονίκη
Ελαφρές νεφώσεις
17°C
17.3° 14.6°
3 BF
83%
Πάτρα
Αυξημένες νεφώσεις
18°C
17.7° 15.0°
3 BF
79%
Ιωάννινα
Αυξημένες νεφώσεις
12°C
11.9° 11.9°
1 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
12°C
11.9° 11.9°
0 BF
87%
Βέροια
Αραιές νεφώσεις
15°C
15.4° 15.4°
2 BF
80%
Κοζάνη
Αυξημένες νεφώσεις
11°C
11.4° 11.4°
0 BF
94%
Αγρίνιο
Αραιές νεφώσεις
16°C
15.6° 15.6°
1 BF
87%
Ηράκλειο
Ελαφρές νεφώσεις
14°C
15.2° 13.8°
2 BF
99%
Μυτιλήνη
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.0° 14.9°
1 BF
74%
Ερμούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.0° 16.0°
1 BF
75%
Σκόπελος
Αραιές νεφώσεις
16°C
16.2° 16.2°
1 BF
78%
Κεφαλονιά
Αίθριος καιρός
16°C
16.4° 16.4°
2 BF
51%
Λάρισα
Σποραδικές νεφώσεις
14°C
13.9° 13.9°
0 BF
100%
Λαμία
Αραιές νεφώσεις
17°C
18.4° 17.2°
0 BF
75%
Ρόδος
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
18.2° 17.8°
4 BF
77%
Χαλκίδα
Ελαφρές νεφώσεις
14°C
15.0° 13.8°
2 BF
76%
Καβάλα
Αίθριος καιρός
14°C
14.3° 14.3°
2 BF
82%
Κατερίνη
Αραιές νεφώσεις
16°C
15.8° 15.8°
2 BF
84%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
11°C
11.3° 11.3°
1 BF
94%
ΜΕΝΟΥ
Παρασκευή, 25 Απριλίου, 2025
| EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης ΣΥΡΙΖΑ: Χρήσιμη πολυτέλεια ή χαμένη ευκαιρία;

Υπό το ερμηνευτικό φίλτρο της «κρίσης», έχουν βρει ιδιαίτερη απήχηση δύο απόλυτες, εντελώς ανταγωνιστικές μεταξύ τους, απόψεις για το ρόλο του Συντάγματος σε ένα φιλελεύθερο/δημοκρατικό κράτος δικαίου και, συνακόλουθα, για τη σπουδαιότητα ή ασημαντότητα ενός αναθεωρητικού διαβήματος.

Κατά την πρώτη άποψη, το Σύνταγμα αντιμετωπίζεται λίγο-πολύ ως ηθικοπολιτικό ευχολόγιο, το οποίο υποτάσσεται στην «κανονιστική δύναμη του πραγματικού». Έτσι, η συγκυρία της χρεοκοπίας και η υπαρξιακή «σωτηρία» της χώρας από το «δημοσιονομικό εκτροχιασμό» ενεργοποιούν, με σχέση ασθένειας-φαρμάκου, ένα υποτιθέμενο «δίκαιο της ανάγκης», το οποίο υποβαθμίζει το κανονιστικό βεληνεκές του Συντάγματος (ιδίως των κοινωνικών δικαιωμάτων και του τρόπου διαβούλευσης ενώπιον του Κοινοβουλίου). Η παραμέληση της κανονιστικής σημασίας του Συντάγματος βρίσκει, όμως, ευεπίφορο έδαφος, από την εντελώς αντίθετη οπτική γωνία, και σε ριζοσπαστικούς κύκλους. Αντιλαμβανόμενοι τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής πολιτείας απλώς ως την θεσμική-ιδεολογική αντανάκλαση εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγική υποδομή της κοινωνίας, ορισμένοι υποτιμούν πλήρως τη σημασία που μπορεί ενδεχομένως να έχει, π.χ. σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας, κάθε συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση.

Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, η πρακτική αξία του Συντάγματος υπερτονίζεται κι, έτσι, το Σύνταγμα αναδεικνύεται είτε σε αίτιο πρόκλησης είτε σε παράγοντα υπέρβασης της «κρίσης». Κατά μία «φιλελεύθερη» οπτική, ο πατερναλιστικός-κρατικιστικός χαρακτήρας του ισχύοντος συνταγματικού κειμένου ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη χρεοκοπία της χώρας και για την ελλιπή προστασία των (ατομικών κυρίως) δικαιωμάτων, οπότε μια ριζική αναθεώρηση κρίνεται επιβεβλημένη για την εμπέδωση της φιλελεύθερης συναίνεσης (βλέπε «Καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα»). Κατά μία «δημοκρατική» οπτική, το ισχύον Σύνταγμα, παρά τον προοδευτικό χαρακτήρα του σε επίπεδο αρχών, απέτυχε να εκφράσει, σε επίπεδο ζώσας κοινωνίας, το αίτημα εκδημοκρατισμού και χειραφέτησης του κυρίαρχου λαού, άρα είναι απαραίτητη η εκτεταμένη αναθεώρηση άρθρων για την ενίσχυση της δημοκρατικής αρχής (βλέπε πρόταση αναθεώρησης ΣΥΡΙΖΑ).

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το Σύνταγμα, δηλαδή ένα νομικά δεσμευτικό κείμενο-προϊόν της φιλελεύθερης, δημοκρατικής και κοινωνικής διάστασης του κυρίαρχου πολιτικού σώματος,  δεν είναι ούτε «όλα» (ασθένεια και πανάκεια κάθε εγχώριας και διεθνούς παθογένειας) ούτε «τίποτα» (ευχολόγιο υποτασσόμενο απολύτως στην «απόφαση» της εκάστοτε ηγεμονικής πολιτικής ή κοινωνικής τάξης). Εφόσον πρόκειται για διακήρυξη αρχών με κανονιστική δύναμη, αξίζει να θυμηθούμε την “more” or “less” (περισσότερο ή λιγότερο) εκδοχή των «αρχών» (principles) στην εκάστοτε κοινωνικοπολιτική σύνθεση πραγμάτων, την οποία πρόβαλε, σε αντίστιξη με τον “all” or “nothing” (όλα ή τίποτα) χαρακτήρα των κανόνων (rules), ο επιφανής Αμερικανός φιλόσοφος του δικαίου, Ronald Dworkin.

Αξιοποιώντας την διανοητική σύλληψη των «αρχών», μπορούμε να απορρίψουμε τις δύο κυρίαρχες δογματικές θέσεις για το συνταγματικό κείμενο. Το Σύνταγμα δεν μπορεί να περιχαρακωθεί ασφυκτικά ανάμεσα σε μια realpolitik διαχείριση της «κρίσης» και σε έναν θεσμικό βερμπαλισμό μιας δίκαιης και εύτακτης κοινωνίας που συγκροτείται ως διά μαγείας μέσω των προοδευτικών ρυθμίσεων ορισμένης έννομης τάξης. Για να αναπνεύσει το συνταγματικό κείμενο, χωρίς ταυτόχρονα να αυταπατόμαστε για τα δήθεν απεριόριστα όρια του πολιτειακού του ρόλου, θα άξιζε να το ερμηνεύουμε ως το νομικό-θεσμικό πεδίο μιας ορθολογικοποιημένης πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ διαφορετικών ιδεολογικών σχεδίων για την «καλή» πολιτική κοινωνία (απόρριψη της μετα-πλειοψηφικής συναίνεσης ως αυτοσκοπού της πολιτικής συμβίωσης). 

Στη συνέχεια, θα παρουσιάσω ενδεικτικά, με σύντομο (ευμενή ή δυσμενή) σχολιασμό, σημεία της προτεινόμενης αναθεώρησης εκ μέρους ακαδημαϊκών (συνταγματολόγων και πολιτικών επιστημόνων) φίλα προσκείμενων στο κυβερνών κόμμα. 

Συγκεκριμένα, η πρόταση αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ, καταρτισμένη από τους κκ. Γ. Κατρούγκαλο, Χρ. Βερναρδάκη, Α. Δημητρόπουλο, Κ. Ζώρα, Η. Νικολόπουλο και Κ. Χρυσόγονο, αυτοπροσδιορίζεται ως «προοδευτική» και περιλαμβάνει τους ακόλουθους πέντε άξονες:

1) Μια νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος  

Η συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής θα συμβάλει μεν στην ενίσχυση της δημοκρατικής-αντιπροσωπευτικής αρχής, καθώς και στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, ωστόσο η αποτύπωση στο συνταγματικό κείμενο ενός ορισμένου εκλογικού συστήματος (αναλογικού ή πλειοψηφικού) κρίνεται ενδεχομένως ασύμβατη με την (επίσης συνταγματική) απαίτηση για αρμονική συνύπαρξη της αντιπροσώπευσης και της κυβερνητικής σταθερότητας.

Η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό, σε περίπτωση που αποβούν άκαρπες οι δυο ψηφοφορίες στη Βουλή, παρουσιάζει τρία πλεονεκτήματα: Πρώτον, θα συμβάλει σε μια διαφορετική, πιο δυναμική αυτοκατανόηση του –συμβολικού και δραστικά αυτοπεριορισμένου μετά την αναθεώρηση του 1986- «ρυθμιστή του πολιτεύματος» ως «θεσμικού αντιβάρου» στην ενδεχόμενη κοινοβουλευτική-κυβερνητική (δηλαδή πρωθυπουργοκεντρική) πλειοψηφική αυθαιρεσία.

Δεύτερον, θα αντιμετωπίσει την καταχρηστική επίκληση του άρθρου 32 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος από την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία χρησιμοποιεί εργαλειακά την αδυναμία εκλογής του κατ’ εξοχήν υπερκομματικού πολιτειακού οργάνου για να προκαλέσει πρόωρη διάλυση της Βουλής και, συνεπώς, εκλογές.

Τρίτον, η άμεση εκλογή του ΠτΔ από το λαό διασφαλίζει την δημοκρατική νομιμοποίηση αυτού, σε περίπτωση που συνοδευθεί από λελογισμένη αύξηση αρμοδιοτήτων (π.χ. παραπομπή ψηφισμένου νομοσχεδίου σε ειδικό γνωμοδοτικό, εν μέρει πολιτειακό κι εν μέρει δικαιοδοτικό, όργανο για κρίση περί συνταγματικότητας, επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων). Η αύξηση των αρμοδιοτήτων του –κυρίως συμβολικού- αρχηγού του κράτους είναι μεν θεμιτή, ωστόσο δεν πρέπει να φτάσει σε τέτοια έκταση που να θέσει σε αμφισβήτηση τον προεδρευόμενο (όχι προεδρικό) χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.

Η πρόβλεψη δύο θητειών ως μέγιστου ορίου για τους βουλευτές συνιστά, κατά τη γνώμη μου, προβληματική, λαϊκιστικού τύπου, ρύθμιση, η οποία δεν θεραπεύει τη ρίζα του πελατειασμού, του μικρό- και μεγαλο- παρασιτισμού, η οποία εντοπίζεται στην εξαιρετικά ασθενική κοινωνία των πολιτών και στην εξόχως ατομικιστική δημόσια σφαίρα. Προκειμένου να επιτευχθεί ένα εξαιρετικά αβέβαιο αποτέλεσμα (περιστολή της νοσηρής «επαγγελματοποίησης» της πολιτικής), περιορίζεται δυσανάλογα το παθητικό εκλογικό δικαίωμα (εκλέγεσθαι).

Η πρόβλεψη για υποχρεωτική βουλευτική ιδιότητα που πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού αποτελεί ορθή ρύθμιση, η οποία εναρμονίζεται με τη δημοκρατική αρχή και, πιο συγκεκριμένα, με την αδήριτη ανάγκη δημοκρατικής νομιμοποίησης του πρωθπουργοκεντρικού μοντέλου διακυβέρνησης, όπου ο Πρωθυπουργός είναι ταυτόχρονα αρχηγός της Κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. 

Η αντικατάσταση της -ορθής μεν, αλλά εξαιρετικά δαπανηρής- κρατικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από την πρόβλεψη αποζημίωσης για ήδη συντελεσθείσες δαπάνες κρίνεται ιδιαίτερα προβληματική. Η διενέργεια δαπανών, για τις οποίες το πολιτικό κόμμα θα αποζημιωθεί, θα χρηματοδοτούνται, βάσει αυτής της ρύθμισης, είτε με τις εισφορές των μελών (ιδιαίτερα πενιχρές σε μια εποχή απομάγευσης του κομματικού φαινομένου) είτε, κυρίως, από ιδιωτικές χορηγίες, επιτείνοντας έτσι τις αδιαφανείς σχέσεις συναλλαγής μεταξύ τραπεζών, μιντιακών οργανισμών και πολιτικού συστήματος («τρίγωνο της διαπλοκής»). Μια τέτοια ρύθμιση, εξάλλου, απαξιώνει το πολιτικό κόμμα ως τον κατεξοχήν πολιτικό φορέα για τη διαμεσολάβηση μεταξύ κρατικής εξουσίας και εκλογικού σώματος.

Τέλος, σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής, άρα μη εξάντλησης της τετραετίας του κυβερνητικού βίου (εξαιρετικά συχνό φαινόμενο στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό), προτείνεται η εκλογή της επόμενης Βουλής για θητεία ίση προς τη θητεία της Βουλής που έληξε πρόωρα. Η ρύθμιση αυτή είναι ευεπίφορη σε παρελκυστική εφαρμογή από την εκάστοτε Κυβέρνηση, οδηγώντας ουσιαστικά σε υποβάθμιση κι όχι σε αναβάθμιση (την οποία φέρεται να επιδιώκει) του κοινοβουλευτικού ελέγχου.  

2) Διακριτότητα Κράτους-Εκκλησίας 

Στο πλαίσιο των διακριτών σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας προτείνεται όχι η απαλοιφή του όρου «επικρατούσα θρησκεία», αλλά η αποσαφήνιση του καθαρά ιστορικού-συμβολικού περιεχομένου του όρου. Πολύ φοβάμαι ότι όσο εξακολουθεί η «επικρατούσα θρησκεία» να συμπεριλαμβάνεται στο συνταγματικό κείμενο, θα χρησιμοποιείται από ακραία συντηρητικούς κύκλους ως κανονιστικό επιχείρημα υπέρ της περιστολής θρησκευτικών ελευθεριών σε άθρησκους ή αλλόδοξους. Αναμφισβήτητα, στη σωστή κατεύθυνση, από τη σκοπιά της αναπαλλοτρίωτης ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της εκκοσμίκευσης του κράτους, κινείται η καθιέρωση του πολιτικού όρκου ως αποκλειστικής υποχρεωτικής μορφής ορκοδοσίας για την ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων. Επιπλέον, κρίνεται εσφαλμένη η μη απαλοιφή/αντικατάσταση του «ελληνορθόδοξου» προοιμίου του Συντάγματος («Εις το όνομα της Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος») από μια περισσότερο κοσμική αντίληψη της λαϊκής κυριαρχίας. 

3) Θεσμοί άμεσης δημοκρατίας 

Ενόψει της επιτεινόμενης κρίσης αντιπροσώπευσης, προτείνεται η ενίσχυση θεσμών άμεσης συμμετοχής του εκλογικού σώματος στη λήψη αποφάσεων. Από τους τρεις νέους τύπους δημοψηφισμάτων που προβλέπονται, συμφωνώ απολύτως με το καταργητικό δημοψήφισμα, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να συνοδεύεται κι από μια νέα πρόταση του εκλογικού σώματος προς διαβούλευση ενώπιον του αντιπροσωπευτικού σώματος (δημιουργική καταργητική πρωτοβουλία). Το δημοψήφισμα με λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία ενέχει τον κίνδυνο μη επαρκών εγγυήσεων διαβούλευσης-πληροφόρησης των πολιτών, ενώ το δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος προσκρούει στο άρθρο 110 Συντ. (διαδικασία αναθεώρησης). Η ενίσχυση των αμεσοδημοκρατικών θεσμών σε μια εποχή που η αντιπροσώπευση διαρκώς απονομιμοποιείται, που η «μεγάλη πολιτική» διαρκώς αποπολιτικοποιείται, είναι πιθανό να οδηγήσει σε περαιτέρω απαξίωση της δημοκρατικής αρχής, ιδίως σε περίπτωση που ένα δημοψήφισμα εκκινούμενο από λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία δεν γίνει αποδεκτό από το Κοινοβούλιο με τη διατύπωση της «επιφύλαξης του εφικτού». 

4) Ισχυροποίηση του κράτους δικαίου

Προς την ενίσχυση του ελέγχου της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από τη δικαστική, προτείνεται η διενέργεια προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας ψηφισμένου νόμου μετά από πρόταση του ΠτΔ ή ενισχυμένης κοινοβουλευτικής μειοψηφίας (120 βουλευτές). Η πρόταση αυτή κινείται αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση, από δικαιοκρατική σκοπιά, ωστόσο τίθεται το ερώτημα μήπως ο δεσμευτικός χαρακτήρας της κρίσης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αναιρεί τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα μας.  Σαφώς, κρίνονται θετικές οι καθολικά αποδεκτές ρυθμίσεις για περιορισμό (και όχι κατάργηση) της βουλευτικής ασυλίας (κατ’ ουσίαν μικροκομματικής «ατιμωρησίας») και του ειδικού καθεστώτος («προνομίου») ποινικής ευθύνης Υπουργών μόνο σε πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων, δηλαδή στο πλαίσιο του δημόσιου λειτουργήματός τους. 

5) Κοινωνικά δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες (Σύνταγμα των δικαιωμάτων)

Στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων, η αναγνώριση ενός δικαιώματος στο δημόσιο χαρακτήρα των φυσικών πόρων (π.χ. νερό, ενέργεια) είναι μεν ευκταία, ωστόσο τίθεται αμείλικτη η αντίφαση μεταξύ της συνταγματοποίησης ενός δημόσιου χώρου ακώλυτης πρόσβασης σε κοινούς πόρους αξιοπρεπούς βίου και της «μνημονιακής» εκχώρησης της ιδιοκτησίας (εκμετάλλευσης-αξιοποίησης) του νερού, του ρεύματος και των λοιπών συλλογικών πόρων στην αποκλειστική δικαιοδοσία του «Υπερταμείου». Παρόμοιες θετικές σκέψεις, με την επιφύλαξη της έλλειψης κανονιστικότητας εν μέσω «μνημονιακού» πλαισίου δράσης, θα μπορούσαν να εκφραστούν για τη ρητή κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων ή της προστασίας της δημόσιας περιουσίας.

Πολύ σημαντική εξέλιξη συνιστά η εναρμόνιση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 17 Συντ.) με το άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, ώστε η ιδιοκτησία να ανέλθει σε ένα –διασταλτικά ερμηνευόμενο- δικαίωμα στην περιουσία, προστατεύοντας αποτελεσματικά όχι μόνο τις εμπράγματες, αλλά και τις ενοχικές αξιώσεις του προσώπου (π.χ. δικαίωμα στην καταβολή ορισμένου μισθού ή ορισμένης κοινωνικοασφαλιστικής παροχής κ.λ.π.).

Συνοψίζοντας, η θετικότερη εξέλιξη της –ενδιαφέρουσας, αν και με σκοτεινά σημεία- αναθεωρητικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι η μη επέμβαση στις εγγυητικές ρήτρες του κοινωνικού κράτους. Έτσι, κρίνεται ορθή η αποφυγή θεσμοθέτησης νεοφιλελεύθερης κοπής ρυθμίσεων (δημοσιονομική/μονεταριστική πειθαρχία-απορρύθμιση αγοράς), οι οποίες σταδιακά εντάσσονται στο ενωσιακό κεκτημένο (π.χ. συνταγματική απαίτηση για «ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς», καθιέρωση ανταπεργίας, υιοθέτηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, καθιέρωση του αγοραίου ανταγωνισμού ως αποκλειστικής οικονομικής αρχής του κράτους κ.λ.π.).

Πάντως, μοιάζει εξαιρετικά αβέβαιο να αντέξει το θεσμικό συνταγματικό οικοδόμημα (ακόμα και χωρίς την άτακτη προσχώρηση στα «θέλω» της αγοράς) σε μια εποχή υποβάθμισης του κράτους ως πηγής δικαιικών ρυθμίσεων, ιδιωτικοποίησης της δημόσιας σφαίρας, αποπολιτικοποίησης της δημοκρατίας και εξατομίκευσης του κοινωνικού ιστού. Γι’ αυτό το λόγο, εξάλλου, υπάρχουν ακαδημαϊκοί (βλ. Καϊδατζής, Ακρίτας, «Γιατί δεν πρέπει να γίνει αναθεώρηση», efsyn, 04.07.2016) που πιστεύουν βάσιμα ότι, σε μια τόσο δυσμενή συγκυρία για προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, η καλύτερη αναθεώρηση είναι να μην γίνει αναθεώρηση… 

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης ΣΥΡΙΖΑ: Χρήσιμη πολυτέλεια ή χαμένη ευκαιρία;

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας