Ποιητές, πεζογράφοι, κριτικοί λογοτεχνίας αλλά και πανεπιστημιακοί απαντούν στο αρχετυπικό, δαιδαλώδες και ολισθηρό ερώτημα «Γιατί γράφω;». Ενα ψηφιδωτό κειμένων που προσπαθεί να φωτίσει τη σκοτεινή ρίζα της γραφής. Απαντά ο Δημήτρης Τζιόβας*
Το «γιατί γράφω» δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα, είτε γιατί το θεωρούσα εγωκεντρικό και ναρκισσιστικό ερώτημα είτε γιατί έβλεπα το γράψιμο άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ακαδημαϊκές μου υποχρεώσεις. Με παίδεψαν όμως δύο άλλα ερωτήματα: «για ποιον γράφω» και «πώς γράφω». Αλλωστε ως εισηγητής της αναγνωστικής θεωρίας στην Ελλάδα με ενδιέφερε πάντα η μετατόπιση από το συγγραφικό στο αναγνωστικό υποκείμενο.
Οταν είχα δημοσιεύσει το πρώτο μου βιβλίο, το Μετά την Αισθητική, μου έκανε εντύπωση ότι αρκετοί αναγνώστες θεωρούσαν ότι το βιβλίο αυτό είχε γραφτεί από πιο ηλικιωμένο άτομο και όχι από έναν νέο που δεν είχε ακόμη κλείσει τα τριάντα. Ποτέ όμως δεν κατάλαβα πώς σχημάτιζαν αυτή την εντύπωση. Πώς οι αναγνώστες διαμορφώνουν την εικόνα του συγγραφέα του βιβλίου που διαβάζουν ή ποιοι μηχανισμοί υπεισέρχονται στον σχηματισμό της; Είναι ερωτήματα που αφορούν τη διαδικασία της ανάγνωσης αλλά και της γραφής, καθώς πάντα μας απασχολεί για ποιον γράφουμε.
Γράφοντας σε δύο γλώσσες και εξ ορισμού για διαφορετικά κοινά προβληματίζεσαι για το πώς γράφεις σε κάθε περίπτωση. Η ακρίβεια και η σαφήνεια της αγγλικής σε αναγκάζουν να ξανασκεφτείς και το πώς γράφεις και στα ελληνικά. Η κενότητα και η ληρολογία ενός κειμένου συχνά αποκαλύπτονται όταν μεταφράζεται σε ξένη γλώσσα.
Δεν ήταν μόνο το γράψιμο σε ξένη γλώσσα που με έκανε να ξανασκεφτώ το πώς γράφω αλλά και η εικοσαετής επιφυλλιδογραφία μου στον Τύπο που με υποχρέωσε να λάβω υπόψη ένα κοινό διαφορετικό από το ακαδημαϊκό. Η επιφυλλιδογραφία συνιστά μια άλλου είδους άσκηση γραφής, μια πειθαρχία που σε αναγκάζει μέσα σε προκαθορισμένο αριθμό λέξεων να επιλέξεις ανάμεσα στο ουσιώδες και το επουσιώδες και να σκεφτείς ένα ευρύτερο κοινό, που μπορεί να μην έχει διαβάσει άλλο κείμενό σου εκτός από τα δημοσιογραφικά. Τι απαντάς σε κάποιον που σε διάβασε την Κυριακή στην εφημερίδα και σου λέει ότι δεν σε κατάλαβε; Ποιος ευθύνεται σε αυτή την περίπτωση; Ο συγγραφέας ή ο αναγνώστης;
Είναι το γράψιμο τελικά θέμα άσκησης; Τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, που έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, ενδεχομένως να το επιβεβαιώνουν. Μπορεί μεν το προσωπικό ύφος δύσκολα να αλλάζει, η τριβή όμως με γλώσσες και είδη γραφής συνιστά ένα γόνιμο δοκιμαστήριο.
* O Δ. Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ της Aγγλίας. Τελευταίο του βιβλίο είναι η μελέτη «Κουλτούρα και λογοτεχνία» (Πόλις, 2014).
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας