Ποιητές, πεζογράφοι, κριτικοί λογοτεχνίας αλλά και πανεπιστημιακοί απαντούν στο αρχετυπικό, δαιδαλώδες και ολισθηρό ερώτημα «Γιατί γράφω;». Ενα ψηφιδωτό κειμένων που προσπαθεί να φωτίσει τη σκοτεινή ρίζα της γραφής. Απαντά ο Παντελής Μπασάκος.*
Δεν θέλεις να διδάσκεις διαβάζοντας. Είναι σαν να λες στον άλλον πως αυτός πρέπει να μπορεί να διατηρήσει στη μνήμη του την ενότητα ή τη συνοχή που αντιστοιχεί, λ.χ., σε μίας ώρας διάλεξη, ενώ εσύ θεωρείς το πράγμα τόσο πολύπλοκο και απαιτητικό, που δεν μπορείς να το κρατήσεις στο δικό σου μυαλό και χρειάζεται να το βλέπεις και γραπτό. Διδάσκεις καλύτερα όταν, αντί να κοιτάς το χαρτί, απευθύνεσαι στον ακροατή.
Πρέπει λοιπόν αυτό που ξεκινάω να πω να γίνει έτσι, ώστε να μπορεί να το κρατάει ολόκληρο η μνήμη μου, και η μνήμη εκείνου που με ακούει, για όσο χρόνο είμαστε μαζί. Για να γίνει έτσι το ολότελα προφορικό και μνημονικό μου μάθημα, για να πάρει αυτή τη μορφή, χρειάζεται να το προετοιμάσω, και αυτό σημαίνει πως χρειάζεται να το γράψω πολλές φορές.
Κατανοείς το πράγμα που θέλεις να σκεφτείς, όταν αρχίζεις να βλέπεις ποιο είναι το ζήτημα σε αυτό, ποια η αμφισβήτηση. Με άλλα λόγια: όταν αναγνωρίσεις το κυρίαρχο στερεότυπο που σε εμποδίζει να δεις το ζητούμενο σε κάτι που εμφανίζεται ως δεδομένο. Η διερεύνηση αυτή θέλει διάλογο με τον εαυτό σου, και τούτο δεν γίνεται παρά μόνο με το γραπτό σου. Γράφεις για να μπορέσεις να ξαναγράψεις «το ίδιο» αλλιώς, όπου κάθε γραπτό ανασκευάζει την αφέλεια του προηγούμενου.
Αυτός είναι ένας τρόπος να σχηματιστεί η ζητούμενη μνημονική και προφορική μορφή. Ο διάλογος δεν είναι πληροφορία για να την ξεχάσεις· χρειάζεται χρόνο για να αναπτυχθεί –και για τον λόγο αυτόν συνιστά ο ίδιος μια μορφή που αυτοπροστατεύεται, μέσα στον χρόνο της, από τη λήθη. Την πληροφορία την ξεχνάς, αυτό που ξεκίνησες να υπερασπίζεσαι όχι –δεν ξεχνάς εύκολα τα δικά σου ή τα αντίθετα επιχειρήματα, τη σειρά τους.
Αυτός είναι, τελικά, και ο δρόμος για να γράψεις: ό,τι μπορεί να σταθεί σε αυτή τη φόρμα του προφορικού, ό,τι δηλαδή έχει βρει το ζήτημά του και τα επιχειρήματά του, μπορεί να σταθεί και σαν γραπτό, γιατί και η ανάγνωση έχει τον χρόνο της. Ο Maurice Blanchot έλεγε πως για να γράψεις χρειάζεται να έχεις ήδη γράψει. Το ίδιο, αλλιώς: γράφω για να μπορώ να πω, και έτσι να μπορώ να γράψω.
*Ο Παντ. Μπασάκος είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Επίκειται η έκδοση της «Ρητορικής» (Εκδ. Νήσος) του Αριστοτέλη με δική του εισαγωγή, επιμέλεια και σχολιασμό.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας