Η κασετίνα που περιέχει αυτό το δίτομο έργο του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών και της Εταιρίας Κρητικών Ιστορικών Μελετών, με την επιμέλεια των Μαρίας Βακονδίου και Ολγας Γκρατσίου, ήρθε να συμπληρώσει ένα τεράστιο κενό που υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια και να το κάνει επάξια με εξαντλητική και μεθοδική έρευνα. Οι δύο επιμελήτριες έχουν μακρούς και βαθιούς δεσμούς με το θέμα μέσα από σπουδές, έρευνες, διδασκαλία και υπηρεσία σε συγγενικές θέσεις. Εδώ συγκεντρώνουν, πέρα από τη δική τους συμμετοχή με εξειδικευμένα άρθρα, και είκοσι άλλους ερευνητές που αντίστοιχα συμβάλλουν στο έργο με επιμέρους κείμενα.

Ο πρώτος τόμος περιέχει τις σχετικές μελέτες χωρισμένες σε τρία τμήματα (οι περιπέτειες των μνημείων, τα έργα στην αρχική τους θέση, γλυπτική και γλύπτες στην Κρήτη), ενώ ο δεύτερος εξετάζει το υλικό τεκμηρίωσης έτσι όπως βρίσκεται σήμερα κατανεμημένο σε έξι Εφορείες της Κρήτης. Ολα ξεκίνησαν από ένα ερευνητικό πρόγραμμα (1996-2012) στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, στο οποίο συμμετείχε η Ο. Γκρατσίου, με θέμα την πολιτισμική σύγκλιση Ανατολής με Δύση μεταξύ 13ου και 17ου αιώνα.
Σε συνέχεια το θέμα εξειδικεύτηκε στη γλυπτική –όπου φυσικά αποκαλύφθηκε η έκταση ενός υλικού που δεν είχε ποτέ μελετηθεί ούτε απογραφεί. Αρα προείχε η ανάγκη καταγραφής, κάτι που αποδείχτηκε «μακρά διαδικασία», που με τη σειρά της οδήγησε σε διδακτορικές διατριβές και στην εμπλοκή ερευνητών από διάφορους φορείς, που το 2012 οδήγησαν σε μια ημερίδα στο Ρέθυμνο, για να γίνει μια συγκεντρωτική εκτίμηση του τι είχε ώς τότε ανακτηθεί με τη συμβολή τόσων ερευνητών.
Πώς όμως ν’ αναφερθεί κανείς σε μια τέτοια κολοσσιαία προσπάθεια σε ένα σύντομο σημείωμα; Ισως ξεκινώντας από τους πρωτοπόρους: τον περίφημο Giuseppe Gerola με το θηριώδες του και απίστευτα προφητικό και σήμερα χρήσιμο έργο του, το «Monumenti Veneti nell’isola di Creta (1905-1940)». Αυτός θεμελίωσε το θέμα, κυνηγώντας όλες του τις εκφάνσεις από άκρου σ’ άκρη της Κρήτης και σε μια εποχή πριν μεσολαβήσουν οι θεμελιακές αλλαγές στο νησί, ενόσω ακόμα διατηρούνταν πολλά βενετσιάνικα μνημεία. Τον ακολούθησε το ’70 ο αρχιτέκτονας και αναστηλωτής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, Ιορδάνης Δημακόπουλος, που μελετώντας ορισμένα μνημεία έδειξε τη σύνδεσή τους με τον Ιταλικό Μανιερισμό και ανακάλυψε τις πηγές έμπνευσης ορισμένων από αυτά –κάτι που γινόταν για πρώτη φορά.
Παράλληλα με αυτόν κινήθηκε και η αρχαιολόγος Κ. Φατούρου-Ησυχάκη, που βρήκε αντίστοιχα έργα βασισμένα σε σχέδια του Palladio και στράφηκε προς την αγνοημένη γλυπτική. Από αυτές τις καινοτόμες διεισδύσεις προέκυψαν πρόσθετες έρευνες, εκδόσεις όπως το «Γλυπτική και λιθοξοϊκή στη λατινική Ανατολή» του 2007, όπου αναγνωρίστηκε ο «βενετσιάνικος υστερογοτθικός ρυθμός» από τον Μ. Ανδριανάκη. Είχε προηγηθεί η συγκρότηση σχετικών συλλογών γλυπτικής, η ίδρυση της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (1977) και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι πια η έρευνα αφορούσε «μια αρχαιολογική μαρτυρία», ότι υπήρχαν ανεξερεύνητες ακόμα διασυνδέσεις με το Βυζάντιο, ότι εδώ έμπλεκαν διάφοροι τομείς γνώσης που ανοίγονταν προς πολλές κατευθύνσεις.
Ετσι αυτό το υλικό, με τις «απορίες» που συνεχώς γεννούσε, με τις «δυσκολίες κατανόησης [που] έκαναν τη διαδρομή περιπετειώδη», τελικά την έκανε αυτή «εξαιρετικά ενδιαφέρουσα», όπως σημειώνουν εισαγωγικά οι επιμελήτριες. Ναι, ήταν αυτό που λέμε «πέτρες», συχνά κακοπαθισμένες ή ακρωτηριασμένες, αλλά και μάρτυρες μιας εποχής που άφησε πίσω της τόσους θησαυρούς.
Ο δεύτερος τόμος του έργου, με τίτλο «Lapidarium», που «ανταποκρίνεται στην αποσπασματικότητα του ποικιλόμορφου λίθινου υλικού», προσφέρει το σύνολο των τεκμηρίων, 376 τον αριθμό, μοιρασμένο σε πέντε κατηγορίες λημμάτων, όπου το καθένα εξετάζεται από πέντε χωριστές σκοπιές. Εδώ φαίνεται καθαρά ο όγκος της δουλειάς που έχει γίνει για την ταξινόμηση και αξιολόγηση του τόσο διάσπαρτου αυτού υλικού, χωρίς να πειραχτεί η σημερινή του ένταξη σε διάφορες συλλογές. Βέβαια οι επιμελήτριες του έργου γνωρίζουν πως αυτός ο κατάλογος δεν είναι οριστικός, καθώς νέα ευρήματα συνεχώς θα προστίθενται στα υπάρχοντα. Αλλά επιτέλους, ύστερα από έναν αιώνα, τώρα υπάρχει μια στέρεη βάση συζήτησης πάνω σε θέματα που δεν προβλέπεται να εξαντληθούν σύντομα κι ας έχουν πολλαπλασιαστεί οι απειλές και οι κίνδυνοι ενάντια στη διατήρηση των σχετικών τεκμηρίων στην Κρήτη.
Καθώς η σύγχρονη Μεγαλόνησος διαρκώς μετασχηματίζεται μπροστά στα μάτια μας, ενταγμένη στις απεριόριστες δυνατότητες που παρέχει το φυσικό και το οικιστικό της τοπίο, βλέπουμε παράλληλα να ανθεί η σοβαρή έρευνα για τη μελέτη και την ανάδειξη του ιστορικού της παρελθόντος, του τόσο ξεχωριστού. Το δίτομο αυτό βιβλίο επιβεβαιώνει την ύπαρξή της.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας