«Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη»**
Η παρουσία του λύκου ήταν από τα αγαπημένα θέματα συζητήσεων στο χωριό, αν και κανείς ποτέ δεν τον είχε δει. Ούτε οι αγρότες στα χωράφια ούτε οι κυνηγοί που περιδιάβαιναν τα δάση και τα γύρω βουνά τον είχαν συναντήσει ούτε κάποιο ίχνος της παρουσίας του είχαν εντοπίσει. Μόνο το ουρλιαχτό του ακουγόταν, πότε από τα βάθη της καρδιάς του δάσους και πότε από τη μεριά που ήταν το νεκροταφείο και το μικρό εκκλησάκι κοντά στο χωριό.
Μπορεί κανείς να μην τον είχε δει στον ξύπνιο του, αλλά όλοι τον έβλεπαν στον ύπνο τους. Αλλος τον έβλεπε με κεφάλι υπερβολικά μεγάλο, δυσανάλογο με το σώμα του, που έπιανε όλη την εικόνα του ονείρου, άλλος έβλεπε μια σειρά κοφτερά δόντια κάτασπρα σαν σταλαγμίτες, που έτριζαν κι έσταζαν αίμα, και άλλος ότι ήταν ολόκληρος μέσα στην κοιλιά του λύκου, σαν να ήταν ένα με τα ζωτικά του όργανα και από τα μάτια του μπορούσε να παρατηρεί με ευκολία τον φοβισμένο εαυτό του. Υπήρχαν όμως και αυτοί που έβλεπαν στο όνειρό τους τον λύκο σαν μικρό, χαριτωμένο, άκακο λαγουδάκι και τον εαυτό τους σαν Κύκλωπα, να κοιτιούνται ο ένας απέναντι από τον άλλον ακίνητοι και κανένας από τους δυο να μην επιχειρεί να κάνει βήμα πίσω ή εμπρός.
Οι ιστορίες περί λύκου πήραν φωτιά τις μέρες που ήρθαν οι συγγενείς και οι επισκέπτες στο μικρό χωριό για τις γιορτές του Πάσχα. Αυτοί ανέπτυξαν με την ανάλογη σοβαρότητα τις δικές τους εκτιμήσεις και σκέψεις, μερικοί, μάλιστα, τον περιέγραφαν με ακρίβεια και οι πιο μορφωμένοι προχωρούσαν σε μεταφυσικές και ψυχολογικές αναλύσεις που κανείς δεν καταλάβαινε. Τα μικρά χαίρονταν να ακούν τις ιστορίες για τον αόρατο λύκο, η φαντασία τους οργίαζε, το δε παραμύθι με τον «Κακό λύκο», που καλά το ήξεραν, έπαιρνε σάρκα και οστά και αφορμή γινόταν για να σκαρφίζονται διάφορα παιχνίδια, καθώς χώρο άπλετο είχαν και κρυψώνες καινούργιες ανακάλυπταν.
Ολα αυτά ξεχάστηκαν, βέβαια, από το Σάββατο του Λαζάρου και μετά, όταν το μοναδικό καφενείο του χωριού γέμισε ζωή, φωνές και τραγούδια. Μεγάλη Τρίτη και τη «Μαντουβάλα» διαδεχόταν το τσιφτετέλι του Βαγγέλη Γκουρλιά «Βάλε φωτιά στο μαγαζί», ο κόσμος ξέδινε μεγαλοβδομαδιάτικα, ξέδινε μακριά από τις αφύσικες πόλεις που ζούσε, ξέδινε στο χωριό μέχρι το ξημέρωμα. Επιναν και έτρωγαν τον αγλέορα, αμάσητα κατάπιναν μπριζολάκια, τυρόπιτες, τηγανίτες, πίτες, συκωτάκια, φρέσκα αυγά και τηγανητές φτερούγες από κότες ελευθέρας βοσκής. Δίπλωναν, τρισευτυχισμένοι μικροί και μεγάλοι, πάνω στα τραπέζια και ο ύπνος τούς έπαιρνε για λίγο ανάμεσα στα γαλοτύρια και τα τζατζίκια, ενώ τους γηραιότερους τους θέριζε η νοσταλγία.
Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ μαζεύτηκαν όλοι χαρούμενοι και γιορτινοί στο μικρό εκκλησάκι που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, κοντά στο δάσος. Μικρά κοριτσάκια με φρου φρου και κούκλες στις λαμπάδες, αγοράκια με καραβάκια και αυτοκινητάκια και μαμάδες -κυρίως μαμάδες- σε σούπερ έκδοση, υπερ-γιορτινή, με στραφταλιζέ εξώπλατα κι ας έκανε μπόλικο κρύο, βράδυ ήταν, μέσα Απρίλη. Η άνοιξη στο φόρτε της, αρώματα, μπουμπούκια έτοιμα να σκάσουν, βιολέτες και τουλίπες. Ενιωθες τη γη να αναπνέει, τους χυμούς να γεμίζουν τα δέντρα, τη ζωή να ξεπηδά από παντού σε αυτόν τον μικρό παράδεισο.
Την ώρα της Ανάστασης, μέσα σε κλίμα κατάνυξης, τη στιγμή που ο παπάς είπε με βροντερή φωνή το «Δεύτε λάβετε φως», εκείνη τη στιγμή, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε του λύκου το ουρλιαχτό. Οι άνθρωποι με τις αναμμένες λαμπάδες κέρωσαν στις θέσεις τους, το φως τρεμόπαιξε, μερικοί από αυτούς, φοβισμένοι, προσπάθησαν να χωθούν μέσα στο μικρό εκκλησάκι. Ο παπάς, όμως, ανεβασμένος στην πρόχειρη ξύλινη εξέδρα που είχε στηθεί στον καταπράσινο περίβολο, συνέχισε αγέρωχος να ψέλνει και τα παιδιά συνέχισαν κι εκείνα να χτυπούν την καμπάνα και να πετούν πυροτεχνήματα.
Ξαφνικά, μέσα από τα δέντρα, εμφανίστηκε ένας πελώριος γέρικος λύκος, οι άνθρωποι ασυναίσθητα κόλλησαν ο ένας δίπλα στον άλλον κι έστρεψαν σαν κοντάρια τις αναμμένες λαμπάδες προς τον λύκο. Αυτός, φανερά αδύναμος, κάθισε στα δυο πισινά του πόδια, σήκωσε με όση δύναμη είχε τον λαιμό, έστρεψε το κεφάλι προς τα πίσω, έβγαλε ένα τελευταίο φοβερό ουρλιαχτό, πλάγιασε και σωριάστηκε στη γη. Ο παπάς σταμάτησε να ψέλνει, τα παιδιά σταμάτησαν να πετούν πυροτεχνήματα, ο χρόνος σταμάτησε να κυλά. Οταν το ποίμνιο βεβαιώθηκε ότι ο λύκος ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε ούτε στα πόδια του να σταθεί, άρχισαν να πετούν, καταπάνω του με μανία τις αναμμένες αναστάσιμες λαμπάδες, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, χωρίς κανένα έλεος, ενώ τα παιδιά φώναζαν και χειροκροτούσαν και την καμπάνα χτυπούσαν με ακόμη μεγαλύτερο πάθος, καθώς το γέρικο ζώο καιγόταν.
*Τελευταίο βιβλίο του είναι «Τα παραδείσια πουλιά» (Περισπωμένη, 2024)
**Από το τροπάριο της Κασσιανής (μτφρ.: Φώτης Κόντογλου)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας