Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Αλμπέρ Καμί είναι δύο από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της γραμματολογίας του προηγούμενου αιώνα. Βραβευμένοι με Νόμπελ αμφότεροι και με πολυσχιδές έργο σε πολλά πεδία και είδη του γραπτού λόγου, κέντρισαν, σε μια μεγάλη χρονική διάρκεια, το αναγνωστικό κοινό και το ενδιαφέρον πολυάριθμων κριτικών και ερευνητών.
Ο Σεφέρης και ο Καμί βρίσκονται στο επίκεντρο του τελευταίου βιβλίου του σημαντικότατου συγγραφέα και δοκιμιογράφου Γιάννη Κιουρτσάκη με τον τίτλο Σεφέρης και Καμύ. Ζήτημα φωτός Ο συγγραφέας, ο οποίος είχε ασχοληθεί παλαιότερα με όψεις του στοχασμού του Σεφέρη, επιχειρεί μια συγκριτική διασταύρωση του έργου τους και, ταυτόχρονα, εκ των πραγμάτων, διερευνά και την αντοχή του στη νέα χιλιετία. Πόσο μάλιστα όταν μία από τις θεωρητικές σταθερές του πρώτου τέταρτου του νέου αιώνα είναι οι αποδομητικές και ακυρωτικές αναγνώσεις τής μέχρι τώρα διανοητικής παράδοσης. Ενδεικτικό μιας τέτοιας λογικής είναι το βιβλίο του Γάλλου Oliver Gloag που κυκλοφόρησε πρόσφατα για τον Καμί, με τον προκλητικό τίτλο Ξεχάστε τον Καμύ.
Ο Κιουρτσάκης δεν ξεχνά βέβαια τον Καμί, όπως δεν ξεχνά και τον Σεφέρη, και στο δοκίμιό του συνδιαλέγεται με την προβληματική τους, αναζητά τις μεταξύ τους συνάφειες και ομοιότητες και αναδεικνύει την κοινή οπτική τους για πολλά ζητήματα. Η πρώτη ομοιότητά τους που βλέπει ο συγγραφέας είναι η -παρά την κοινωνική τους διαφορά- μεσογειακή τους καταγωγή, αλλά και η μετάβασή τους στις εδαφικές και γλωσσικές μητέρες πατρίδες τους. Από τις λαϊκές γειτονιές του Αλγερίου στο Παρίσι ο ένας και από την αστική Σμύρνη, αλλά και το ψαροχώρι της Σκάλας του Βουρλά στην Αθήνα ο άλλος.
Ενώ όμως ο Καμί με την παιδεία που είχε λάβει από την εκπαίδευση της δημοκρατικής Γαλλίας μπορούσε να δηλώνει ότι πατρίδα του είναι η γαλλική γλώσσα, ο Σεφέρης έπρεπε, όπως επισημαίνει ο Κιουρτσάκης, να ξαναβρεί τη δική του γλωσσική επικράτεια, διότι η ελληνική καθομιλουμένη, αν και δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται, ήταν εκτός του επίσημου κρατικού λόγου. Γι’ αυτό και αναβαπτίστηκε στην ποίηση του δημοτικού τραγουδιού, στην γλώσσα του Ερωτόκριτου στη λογοτεχνία και στον Μακρυγιάννη, μπολιάζοντας έτσι τη νεωτερική του ποίηση με το συλλογικό λαϊκό ήθος και το αίσθημα και το βάρος της Ιστορίας. Γι’ αυτό είναι, κατά τον συγγραφέα, ένας βαθιά πολιτικός ποιητής, ο οποίος εκφράζεται με την ποίηση και τις στοχαστικές ημερολογιακές εγγραφές του και όχι με την άμεση δράση του.
Από τα μεσοπολεμικά ακόμα χρόνια παρακολουθεί και σχολιάζει τα πολιτικά γεγονότα με μια συγκεκριμένη οπτική. Αυτή του Ελληνα και συνάμα Ευρωπαίου διανοούμενου. Ετσι, βλέπει με πίκρα την άνοδο των ναζί στη Γερμανία το 1933 και το 1938 τη Συμφωνία του Μονάχου, με αφορμή την οποία, μάλιστα, σημειώνει ότι «η Ευρώπη, αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει». Νιώθει δε να καταρρέει όταν μαθαίνει την ήττα της Γαλλίας. Είναι όμως η ομόθυμη αντίδραση του ελληνικού λαού στην ιταλική επίθεση το 1940 και η απώθηση του εισβολέα που θα αναπτερώσει το ηθικό του και θα χαρακτηρίσει τη συλλογική αυτή εθνική αφύπνιση ως «ανώνυμο θαύμα».
Την ταραγμένη δεκαετία που ακολούθησε, ο Σεφέρης, με τον τρόπο του, προσέλαβε και στοχάστηκε πολιτικά τα δραματικά της γεγονότα, τόσο στην εγχώρια τραγική τους διάσταση όσο και στην ευρωπαϊκή. Ο Καμί από την άλλη μεριά είχε άλλη σχέση με την πολιτική. Πριν από τον μεταπολεμικό απαισιόδοξο φιλοσοφικό του στοχασμό για την υποταγή των καπιταλιστικών, αλλά και των επαναστατικών κοινωνιών στη βιομηχανική παραγωγή, ενεπλάκη άμεσα στο κομμουνιστικό κίνημα αρχικά και στην ευρύτερη Αριστερά μετά την αποχώρησή του απ’ αυτό, συμμετείχε στην Αντίσταση στην κατεχόμενη Γαλλία, υπήρξε μαχητικός δημοσιογράφος και έλαβε μέρος με πάθος στις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής του. Πάντως και οι δύο, όπως επισημαίνει ο Κιουρτσάκης, πολύ νωρίς ανέδειξαν την ανήθικη χρήση της επιστήμης για πολεμικούς και καταστροφικούς σκοπούς.
Ο Καμί κατήγγειλε τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και ο Σεφέρης έγραφε, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ότι «μας σκοτώνουν, μας εξαρθρώνουν, μας ερημώνουν σύμφωνα με όλους τους κανόνες της επιστήμης». Κατά παράδοξο όμως τρόπο, διαπιστώνει ο συγγραφέας, η σχέση και των δύο με την πολιτική οδηγήθηκε σε αδιέξοδο και μάλιστα τους καιρούς της αποαποικιοποίησης. Ο Σεφέρης είδε τις προσπάθειές του και τις αγωνίες του για μια άλλη τροπή του Κυπριακού να προσκρούουν στον «πολιτικό ρεαλισμό» και ο Καμί βίωσε δραματικά τη διάψευση των ελπίδων για την αναγνώριση της αραβικής κοινότητας στην Αλγερία ως πλήρως ισότιμης με τη γαλλική και την επικράτηση του φανατισμού και της βίας και από τις δύο πλευρές.
Ο Κιουρτσάκης, συνεχίζοντας τη διερεύνηση των κοινών τόπων των δύο δημιουργών, αναδεικνύει την άντληση από την αρχαιοελληνική ποιητική και φιλοσοφική παράδοση, όπως από τον Προμηθέα του Αισχύλου, ιδεών και στοιχείων για τη δική τους τέχνη και προβληματική. Ενώ όμως με την ίδια αυτή κληρονομιά ο Καμί θέλει να ξεπεράσει τον χριστιανισμό, να τον «εξελληνίσει», ο Σεφέρης βιώνει και βλέπει αυτόν τον «εξελληνισμό» με τη συνύπαρξη προχριστιανικών και χριστιανικών παραδόσεων σε πολλές όψεις της ζωής στην Ελλάδα.
Η ώσμωση του Σεφέρη και του Καμί ιχνηλατείται πειστικά και συγκροτημένα στο δοκίμιο του Κιουρτσάκη, ο οποίος, κόντρα στη συνθήκη των καιρών, αποδεικνύει ότι οι «παλιάς κοπής» τρόποι και προβληματισμοί, όταν είναι στιβαροί και απαντούν σε διαχρονικά ερωτήματα, αντέχουν και στον τρέχοντα αιώνα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας