Τη στιγμή που τελείωσε για πρώτη φορά μέσα στην Ελσα ήταν σίγουρος ότι πρέπει να είχε το βλέμμα αυτού του μωρού, ότι είχε βρει κάτι, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, αλλά σίγουρα του είχε λείψει.
Την είχε πρωτοδεί σε μια παραλία, ήταν μια γυναίκα μόνη, που είχε ξαπλώσει κάτω από το μοναδικό αλμυρίκι μια ημέρα καύσωνα που έκαιγαν και οι πέτρες. Δεν άντεχε τον ήλιο και της είχε ζητήσει να μοιραστούν τη σκιά. Εκείνη είχε ανασηκώσει το καπέλο της και του έγνεψε. Με το που την αντίκρισε, ήξερε ότι είχε συναντήσει, σπάνιο αλλά αληθινό, μια γυναίκα «Μονοκοτυλήδονο».
Είχε διαβάσει ότι τα μονοκοτυλήδονα είναι τα φυτά των οποίων ο σπόρος ή το έμβρυο έχει μόνο ένα εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα. Τον είχε αφήσει αδιάφορο η πληροφορία. Για εκείνον το «Μονοκοτυλήδονο» ήταν απλά το εστιατόριο στα Πατήσια, όπου συναντούσε για μήνες κάποτε την πιο θλιμμένη γυναίκα που είχε γνωρίσει ως τα τριάντα του. Είχε ερωτευθεί όλη τη λύπη, που πήγαζε από τους πόρους του κορμιού της, ήταν μια λύπη τρεχούμενη, πληθωρική -ποτέ η ίδια-, απαρασάλευτη και αμετακίνητη στα εξωτερικά ερεθίσματα. Από τότε, τον έθελγαν οι γυναίκες που έμοιαζαν βαθιά λυπημένες κι όταν τύχαινε να γνωρίσει μία από αυτές τη βάφτιζε «η γυναίκα Μονοκοτυλήδονο».
Η Ελσα, εκτός από θλιμμένη, ήταν και παντρεμένη, του το είχε πει με την πρώτη ευκαιρία. Είχε σπεύσει, μάλιστα, το ίδιο βράδυ που βρέθηκαν για ποτό σε ένα μπαρ στη Χώρα, να του ξεκαθαρίσει ότι δεν ήταν δυστυχισμένη στον γάμο της. Εκείνος είχε εκτιμήσει την ειλικρίνειά της, αλλά δεν την είχε πιστέψει. Δεν γινόταν αυτή η γυναίκα με τα σχιστά μάτια, που φαίνονταν μισόκλειστα -σαν να μη τολμούσε να τα ανοίξει και να αντικρίσει την πραγματικότητα-, και το λεπτεπίλεπτο στόμα που έτρεμε συνέχεια σαν να προοιωνιζόταν έναν απρόσμενο λυγμό, να ήταν ευχαριστημένη όπως ζούσε.
Δυστυχώς για εκείνον, η ταβέρνα «το Μονοκοτυλήδονο» είχε κλείσει από χρόνια. Οταν επέστρεψε στην Αθήνα, επτά μέρες αφότου η Ελσα είχε αφήσει το νησί για να γυρίσει στον άντρα της, έπρεπε να εντοπίσει νέα μέρη όπου θα μπορούσαν να συναντιούνται, ούτε πολύ απόμερα, πάντα κινεί κάποιος τις υποψίες όταν κρύβεται, αλλά ούτε και πολυσύχναστα. Δεν ήταν και αυτοκαταστροφικός να την εκθέσει σε έναν τέτοιον κίνδυνο και μετά να τη χάσει από μια απρόβλεπτη έκρηξη ζήλιας του προδομένου συζύγου.
Η Ελσα δεν έδειχνε να ανησυχεί ποτέ για τα μέρη των ραντεβού τους, παρά μόνο για τη διάρκειά τους. Είχε από την αρχή θέσει, ακόμη και στο νησί που είχε πάει μόνη της και είχαν γνωριστεί, τον κανόνα της εξόδου μεταξύ επτά το απόγευμα με δέκα το βράδυ, εκτός του Σαββατοκύριακου, που οι ώρες άλλαζαν σε τρεις το μεσημέρι ώς επτά το απόγευμα. Κι ενώ εκείνος αγωνιούσε για τους περαστικούς, όλοι τού φαίνονταν ότι τους κοιτούσαν στον δρόμο, της έλεγε μάλιστα να μην τον πιάνει αγκαζέ, εκείνη τον αγνοούσε. Και όσο φοβόταν τα πιθανά συναπαντήματα στα μαγαζιά με γνωστούς της, η Ελσα αδιαφορούσε για τον κόσμο γύρω τους, μετρούσε όμως τον χρόνο που είχαν στη διάθεσή τους με τη σχολαστικότητα ενός σεφ που υπολογίζει το ιδανικό ψήσιμο του πιο διάσημου πιάτου του.
Οταν έκαναν έρωτα, η Ελσα έμοιαζε αμήχανη με το ίδιο της το σώμα, σαν αυτό να αποχωριζόταν από εκείνη και να την έφερνε σε δύσκολη θέση με τις προτιμήσεις του. Το ανεξάρτητο σώμα της ήταν πληθωρικό και πρόθυμο, ήταν σαν να του χαμογελούσε, να του μετέδιδε την ικανοποίησή του χωρίς κανέναν δισταγμό. Η Ελσα, που δεν χαμογελούσε ποτέ, και το σώμα της, που εξέπεμπε κύματα ευχαρίστησης, ήταν ένας συνδυασμός γυναίκας «Μονοκοτυλήδονο», που άξιζε την ξαγρύπνια και την αναστάτωσή του.
Μετά τις συναντήσεις τους η Ελσα έπρεπε απαρέγκλιτα να επιστρέψει εκεί που έμενε πέντε λεπτά προτού το ρολόι δείξει δέκα ή επτά ακριβώς. Την άφηνε με το αυτοκίνητο δύο στενά πριν από το σπίτι της, που ποτέ δεν του είχε δείξει πού ακριβώς ήταν. Ο αποχωρισμός τους ήταν βουβός, εκείνος είχε την εντύπωση ότι το πρόσωπό της, όταν τον άφηνε, γινόταν ακόμη πιο περίλυπο, την παρακολουθούσε κι αυτός λυπημένος να απομακρύνεται με βήματα βαριά. Με το που έβαζε το κλειδί στην εξώπορτα, η Ελσα χαμογελούσε, χαμογελούσε πλατιά, με ανακούφιση, αλλά αυτό ήταν κάτι που εκείνος δεν θα το μάθαινε ποτέ.
*Η Ελ. Καραμαγκιώλη πρωτοεμφανίστηκε με τη συλλογή διηγημάτων «Μονωτική ταινία» (Ιωλκός, 2021)
Υπό σκιάν
Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι γράφουν μια καλοκαιρινή ιστορία. Δέκα συγγραφείς, που τύπωσαν βιβλίο την τελευταία πενταετία και απασχόλησαν κριτικούς και αναγνωστικό κοινό, ανταποκρίθηκαν στην πρόταση του Ανοιχτού Βιβλίου να θέσουν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους. Δέκα ανέκδοτα διηγήματα θα μας συντροφεύσουν ώς αρχές Σεπτεμβρίου, κουρδισμένα σε διαφορετική, όπως ήταν αναμενόμενο, τονικότητα: νοσταλγική, παιγνιώδη, αμφίθυμη, πολιτική, ενδοσκοπική, ανατρεπτική. Γι’ άλλη μία φορά οι βιβλιοφιλικές σελίδες της «Εφ.Συν.» κι αυτό το καλοκαίρι (κλείνοντας έντεκα χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας) εκτός από αναγνωστική πυξίδα σάς προσφέρουν και αναγνωστική απόλαυση.
Μετά τον Βασίλη Τσιμπούκη, τη Μαρία Μανωλέλη, τη Στρατούλα Θεοδωράτου, τον Γιάννη Καρκανεβάτο, την Αρτεμη Ψιλοπούλου, τον Αρη Αλεξανδρή, τον Μίκη Αναστασίου, την Παναγιώτα Δημοπούλου και τον Νικήτα Παπακώστα, η Ελένη Καραμαγκιώλη κλείνει και τον φετινό κύκλο καλοκαιρινών ιστοριών τού «Υπό σκιάν». Καλό φθινόπωρο, προσωπικό και εκδοτικό…
Μ. ΦΑΪΣ
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας