Το χρονικό μιας συλλογικής παράνοιας, αλλά και την αντίσταση σε αυτήν, εκθέτει ο Γάλλος συγγραφέας Λιονέλ Ντιρουά (γενν. 1949) στο μυθιστόρημά του Ευγενία, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε άρτια μετάφραση της Εύας Γεωργουσοπούλου.
Η πλοκή του βιβλίου διαδραματίζεται στη Ρουμανία τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 και παρακολουθεί, καρέ καρέ, τις πολιτικές εξελίξεις εκείνων των χρόνων, στα πρόθυρα και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την εξάπλωση του αντισημιτισμού να βαραίνει εν προκειμένω τόσο ιστορικά όσο και μυθοπλαστικά.
Διεξοδικά αφηγείται ο συγγραφέας τα γεγονότα (η θητεία του ως δημοσιογράφου αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στη γραφή του), έχοντας εμφανώς αξιοποιήσει πλήθος ιστορικών ντοκουμέντων, ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί την πολιτική, κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή της Ρουμανίας εκείνης της περιόδου και φιλοτεχνεί το συλλογικό πορτρέτο μιας σειράς προσώπων, πραγματικών και επινοημένων, με τα οποία έρχεται σε επαφή η πρωταγωνίστρια και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια του βιβλίου, η Ευγενία.
Σε περίοπτη θέση ανάμεσά τους βρίσκεται ο Ρουμανοεβραίος συγγραφέας Μιχαήλ Σεμπαστιάν (1907-1945), που η νεαρή φοιτήτρια Ευγενία γνωρίζει όταν εκείνος έρχεται να δώσει μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου και ξυλοκοπείται από ομάδα φοιτητών – δράση ενορχηστρωμένη, μεταξύ άλλων, από τον αδερφό της Ευγενίας, Στεφάν. Το γεγονός αυτό έχει κομβική σημασία για την εξέλιξη του χαρακτήρα της αφηγήτριας, αφού, πέρα από τη γνωριμία της με τον Σεμπαστιάν, τον οποίο στη συνέχεια ερωτεύεται, σηματοδοτεί την έναρξη της ρήξης με την οικογένειά της και της πολιτικοποίησής της, καθώς αντιτάσσεται, όλο και πιο σθεναρά, στο αντισημιτικό μένος που εξαπλώνεται γύρω της.
Ο θάνατος του Σεμπαστιάν –που επέζησε του ναζισμού και πέθανε σε ατύχημα το 1945–, δέκα χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία τους, είναι αυτός που πυροδοτεί την αφήγηση της Ευγενίας, η οποία μετατρέπεται έτσι σε μια επίμονη προσπάθεια ανασύστασης του παρελθόντος.
Εχοντας συνειδητοποιήσει από νωρίς τη σύνδεση της αντίστασης στη λήθη και της γραφής («Πώς να πορευτείς στη ζωή χωρίς να κοιτάζεις πίσω; Και να κοιτάζεις πίσω σημαίνει να γράφεις»), αποτυγχάνοντας όμως να αποτυπώσει με λέξεις την ψυχική και διανοητική της αναστάτωση («Οι λέξεις, όπως και το βιολί, υπακούν σε όποιον ξέρει να παίζει, εγώ απλώς δεν ήξερα να παίζω, κι έμοιαζα καταδικασμένη να αγωνίζομαι μέσα στην αδιάκοπη ροή των σκέψεών μου, χωρίς να μπορώ να τη μετατρέψω σε οτιδήποτε») και κλίνοντας προς τη δράση, η Ευγενία καταφέρνει εν τέλει μετά τον θάνατο του Σεμπαστιάν να μετατρέψει «τη λατρεία της μνήμης» σε πράξη γραφής – συνδεόμενη έτσι ακόμη περισσότερο μαζί του: «Την έζησα τούτη τη σκηνή ή την επινόησα τώρα;
Σύντομα θα μπει το φθινόπωρο (βρέχει άλλωστε στο Βουκουρέστι), γράφω εδώ και τρεις-τέσσερις μήνες, αναζητώντας επίμονα τις κατάλληλες λέξεις για να ξαναζωντανέψω τα χρόνια δίπλα στον Μιχαήλ». Και παρότι η αφήγηση, ως ανάκληση των χρόνων 1935-1945, ακολουθεί τον σφυγμό των συνταρακτικών γεγονότων που εξιστορούνται, είναι η στοχαστική ενατένισή τους, που καλλιεργεί ο Μιχαήλ Σεμπαστιάν (αποσπάσματα από το δημοσιευμένο Ημερολόγιο του οποίου ενσωματώνονται στην αφήγηση) και εν συνεχεία και η Ευγενία, αυτή που προσδίδει στην αφήγηση βάθος και διαχρονική εμβέλεια.
Σταθερός στην άρνηση θυματοποίησης του εαυτού του και αρνούμενος να εγκαταλείψει την πατρίδα του, λοιδορούμενος, ζώντας σε καθεστώς μόνιμης απειλής, ο Σεμπαστιάν γραπώνεται από το γράψιμο σαν σανίδα σωτηρίας. Ενώ η Ευγενία, που μυείται από νωρίς «στους σπασμούς του κόσμου» από την κομμουνίστρια καθηγήτριά της, Ιρίνα Κοστινάς, αναπτύσσει δράση ως μαχητική δημοσιογράφος, καθώς μετά την αποφοίτησή της από το πανεπιστήμιο αρχίζει να δουλεύει στο πρακτορείο Τύπου Rador στο Βουκουρέστι, και, παρακολουθώντας από κοντά τις εξελίξεις, διεξάγοντας έρευνες και ξεσκεπάζοντας την αλήθεια για το πογκρόμ του Ιασίου το 1941, αντιλαμβάνεται σταδιακά τα όρια της δημοσιογραφίας:
Οχι μόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να διαστρεβλώσει τα γεγονότα και να γίνει όργανο προπαγάνδας, αλλά και υστερεί καταστατικά απέναντι στη λογοτεχνία, καθώς αδυνατεί να διεσδύσει «στην εσωτερική ζωή των ανθρώπων, θυτών και θυμάτων» και να διευρευνήσει –πέρα από τις πολιτικές και τις κοινωνικές– τις ψυχικές και ηθικές παραμέτρους του ολοκληρωτισμού, καθώς και τον αντίκτυπο της βαρβαρότητας στη συνείδηση των ανθρώπων που τη βιώνουν ή γίνονται μάρτυρές της.
Μια λογοτεχνία που έλκεται από τη δημοσιογραφία και την ιστοριογραφία, αξιοποιεί τις μεθόδους τους και συγχρόνως κατανοεί και πραγματώνει το πλεονέκτημά της απέναντί τους προτείνει ο Λιονέλ Ντιρουά με την Ευγενία, ένα πολυπρισματικό ιστορικό μυθιστόρημα που, υπερβαίνοντας το ιστορικό του πλαίσιο, αναδεικνύει ασφαλώς το κοινό υπέδαφος κάθε λογής ολοκληρωτικών ιδεολογιών.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας