Υπό σκιάν
Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι γράφουν μια καλοκαιρινή ιστορία. Δέκα συγγραφείς, που τύπωσαν βιβλίο την τελευταία διετία και απασχόλησαν κριτικούς και αναγνωστικό κοινό, ανταποκρίθηκαν στην πρόταση του Ανοιχτού Βιβλίου να θέσουν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους.
Δέκα ανέκδοτα διηγήματα θα μας συντροφεύουν ώς τις αρχές Σεπτεμβρίου, κουρδισμένα σε διαφορετική, όπως ήταν αναμενόμενο, τονικότητα: νοσταλγική, παιγνιώδη, αμφίθυμη, πολιτική, ενδοσκοπική, ανατρεπτική. Για άλλη μια φορά οι βιβλιοφιλικές σελίδες της «Εφ.Συν.» και αυτό το καλοκαίρι (κλείνοντας έντεκα χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας) εκτός από αναγνωστική πυξίδα σάς προσφέρουν και αναγνωστική απόλαυση.
Ακουμπούσε την πλάτη του πίσω. Ηταν ζεστή η λαμαρίνα και ο ήλιος ένα μεγάλο φωτεινό τετράγωνο στα αθλητικά παπούτσια του. Το σακίδιο ανάμεσά τους. Τα χέρια του πάνω στον ξύλινο πάγκο στον διάδρομο του καταστρώματος απέναντι από τις σωσίβιες λέμβους. Ακύμαντη η θάλασσα. Μια γραμμή στεριάς τελείωνε και ξανάρχιζε με ένα κενό από στομωμένο ορίζοντα σαν βρεγμένο κομμάτι βαμβάκι ανάμεσα. Το κεφάλι του λίγα μέτρα μόνο από το παράθυρο του σαλονιού. Είχε κοιτάξει μέσα λίγη ώρα πριν για να βεβαιωθεί πως οι δυο άντρες είχαν μπει στο καράβι, είχαν παρκάρει και είχαν ανέβει στο σαλόνι της πρώτης θέσης.
Καθόντουσαν στην άκρη ενός από τους ημικυκλικούς καναπέδες στη νοητή ευθεία που οδηγούσε στο μπαρ. Ο ένας με τον ταυρίσιο σβέρκο και το άσπρο τεντωμένο πουκάμισο είχε πλεγμένα τα δάχτυλα στην κοιλιά του σαν να ήθελαν να τη συγκρατήσουν, όχι να την κρύψουν, και τα πόδια του απλωμένα μπροστά. Τα μάτια του κλειστά, μια στάση χαλάρωσης και σιγουριάς. Ο άλλος δίπλα, ο γκριζομάλλης, κοιτούσε μια γυναίκα που περνούσε αργά από μπροστά του. Το ένα της χέρι σηκώθηκε και μάζεψε φιλάρεσκα τα μαλλιά από το πρόσωπό της, χαμηλωμένο. Πρόσεχε πού πάταγε, δεν ήθελε να ενοχλήσει, είχε μετανιώσει που είχε σηκωθεί; Η συνήθεια του να μαντεύει και να παρατηρεί. Μερικές φόρες το παράκανε αλλά αυτό δεν τον αποθάρρυνε. Εκανε λίγο πίσω σαν κάποιος να τον έπιασε στα πράσα και έσκυψε πάλι στο τζάμι.
Δεν έψαχνε τρόπους να καταλάβει πώς λειτουργούσαν ή συμπεριφέρονταν οι άνθρωποι αλλά πώς ο ίδιος απομακρυνόταν για την ασφάλειά του. Είχε να κάνει με την αίσθηση πως κινδύνευε όσο μεγάλωνε. Πως αυτό που γινόταν επέβαλλε μέσα του έναν κώδικα αυτοπροστασίας. Η γυναίκα ίσιωνε με το άλλο χέρι το φουστάνι προς τα κάτω στο ύψος της μέσης. Κιτρινοκαφέ, ίσιο, όπως το έβλεπε από πίσω. Πλησίαζε στην πόρτα που οδηγούσε στον απέναντι διάδρομο, από την άλλη μεριά του καταστρώματος που την έλουζε ο μεσημεριανός ήλιος. Είδε τον έναν άντρα να γυρνάει, να σκύβει στο αυτί του άλλου, κάτι να του λέει και ο διπλανός χωρίς να ανοίγει τα μάτια να χαμογελάει. Μερικά κεφάλια ξεχώριζαν πάνω από τις ράχες των καθισμάτων.
Το μπαρ ήταν ακόμα άδειο. Γύρισε στη θέση του και βόλεψε το σακίδιο αυτή τη φορά στα γόνατά του. Μπροστά του έβλεπε τώρα τη μύτη της στεριάς που τελείωνε. Αλλαζε κι ο αέρας, δρόσιζε. Ηταν όλος στη σκιά, ακόμα και το χοντρό καραβόπανο που σκέπαζε τις λέμβους. Δεν είχε περάσει κανείς. Διάλεξε το καλύτερο σημείο ή αυτή η ησυχία -οι λιγοστοί επιβάτες, καθημερινή, εντάξει, αρχές Ιουνίου, και το δρομολόγιο δεν είχε πυκνώσει ακόμα- αύξανε τις πιθανότητες να τον καταλάβουν; Αν αυτοί οι δύο έκαναν την κίνηση να σηκωθούν, να κάνουν τον γύρο του καταστρώματος; Πίεσε το σακίδιο πάνω στο στήθος. Ηταν εκεί σκληρό, τυλιγμένο σε μια πετσέτα με λίγα ρούχα ακόμα. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιο σημείο ψαχούλεψε. Μάλλον τη λαβή του.
Τους είχε παρακολουθήσει από το σημείο που είχε αποφασιστεί και μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Η μεσημεριανή κίνηση ήταν αραιή και η απόσταση που κρατούσε από το αυτοκίνητό τους εξασφάλιζε την απαραίτητη ορατότητα. Οταν είδε το δεξί φλας να αναβοσβήνει και να σταματάνε μπροστά σε ένα μεγάλο περίπτερο, πέρασε από δίπλα τους την ώρα που άνοιγε η δεξιά πόρτα του συνοδηγού και φάνηκε το κεφάλι του γκριζομάλλη και λίγο από το λεπτό καλοκαιρινό σακάκι του, ένα γαλάζιο που του θύμισε το χρώμα στα πλακάκια της πισίνας. Η εικόνα με το κεφάλι του κάτω από το νερό κάθε φορά που βουτούσε απλώνοντας τεντ]χίονα απέσπασε την προσοχή του.
Εφερε τη μηχανή όλο δεξιά μέχρι να φρενάρει ένα τετράγωνο πιο κάτω πίσω από ένα λευκό βανάκι και να περιμένει χωρίς να σβήσει τη μηχανή. Κοίταξε από το καθρεφτάκι και μετά γύρισε πάνω από τον αριστερό του ώμο. Αρχισε να μετράει. Το πηγούνι του ακούμπησε τον υφασμάτινο ιμάντα που στήριζε το σακίδιο στην πλάτη του. Το αυτοκίνητό τους ξεπρόβαλε και είχε τα φώτα πορείας αναμμένα, κάτι που σίγουρα δεν είχε στο προηγούμενο κομμάτι της διαδρομής. Αν αυτό σήμαινε κάτι, μικρή η σημασία του, αρκεί να έφταναν χωρίς άλλα απρόοπτα έξω από το πλοίο στην καθορισμένη πύλη και ώρα αναχώρησης.
* Ο Β. Τσιμπούκης πρωτοεμφανίστηκε με τη νουβέλα «Συγκάτοικος. 32 κομμάτια» (Loggia, 2022)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας