Το διήγημα μπορεί να ξεκινήσει ως γραφή επί του βιωμένου και να αναχθεί σε μετάπλαση του βιώματος. Ή να ξεκινήσει από γραφή επί του φανταστικού και να εξελιχθεί σε ρεαλιστική αναπαράσταση του επινοημένου.
Η Βίκυ Κλεφτογιάννη υιοθετεί τον πιο κλασικό κανόνα της πεζογραφίας, που θέλει τον συγγραφέα να προσπαθεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μια ευφυή καμπή.
Ετσι, στα περισσότερα διηγήματά της εκπλήσσει, είτε με την απρόσμενη αποκάλυψη της ταυτότητας του αφηγητή είτε με μια στροφή στην ιστορία που κάνει όλη την υπόθεση να φωτίζεται εκ νέου, μόλις ο αναγνώστης φτάσει στο τέλος.
Οι δεκατέσσερις μικρές ιστορίες της έχουν βασικό χρονότοπο τη Θεσσαλονίκη τού σήμερα, όπως μας τη συστήνουν ισάριθμα (ή και περισσότερα) πρόσωπα, άνθρωποι ή άλλα όντα, των οποίων οι ζωές αποτυπώνουν το παρόν μέσα από πρωτότυπες κινηματογραφικές λήψεις.
Η διηγηματογράφος στήνει στο θεσσαλονικιώτικο σκηνικό μικρά μονόπρακτα, όπου η μοίρα των κατοίκων προσφέρει φέτες ζωής της πόλης, ώστε να αποδώσει αντιπροσωπευτικά στιγμιότυπα που χαρακτηρίζουν τη μικροϊστορία της συμπρωτεύουσας, από τη φωτιά στο δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τις βόλτες στα δρομάκια της αγοράς.
Το βασικό είναι να καταλάβει κανείς την ιδιαίτερη οπτική γωνία που επιλέγεται. Αλλοτε αυτή αποκαλύπτεται στο τέλος του διηγήματος και μέσω αυτού του φωτισμού ο αναγνώστης επαναπροσδιορίζει τη δική του στάση απέναντι στην ιστορία, κι άλλοτε αποδίδεται σε ένα άψυχο πλάσμα, ένα άγαλμα λ.χ. ή ένα πεύκο, του οποίου η ματιά παρουσιάζει τα πράγματα απρόσμενα, τεθλασμένα, πρωτότυπα…
Τα πρώτα διηγήματα της συλλογής στα οποία επιλέγεται ένα τέτοιο έξυπνο βλέμμα θέασης είναι και τα καλύτερα. Διακρίνονται από μια θελκτική φρεσκάδα, ζωντανεύουν παραστατικά την πόλη και μέσα στο αστικό σκηνικό σκηνοθετούν μικρά δράματα, άλλοτε ήπια τραγικά κι άλλοτε ήπια κωμικά.
Η κρίση δίνει στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε κάθε μεγαλούπολη, όχι τα έντονα χρώματα του ζόφου, αλλά τα μετριοπαθή σκούρα, τόσο ώστε να αποφευχθεί η μελοδραματική υπερβολή αλλά και τόσο ώστε να αντιληφθεί ο αναγνώστης τις επιπτώσεις μιας φθοροποιού αναταραχής, η οποία αλλοιώνει τη δεδομένη εικόνα του Θερμαϊκού και του Χορτιάτη.
Από την άλλη, ο Βασίλης Χουλιαράς, στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, ανοίγεται σε φανταστικά σκηνικά τα οποία θυμίζουν άλλοτε Νίκο Καββαδία κι άλλοτε Νίκο Καζαντζάκη.
Ο ομώνυμος ήρωας στην «Περίπτωση του Δον Μπαζίλιο» μπορεί να μην είναι ο ζηλιάρης σύζυγος που σκότωσε με «Το μαχαίρι» του τη Δόνα Τζούλια, αλλά ένας καλοκάγαθος κάτοικος της Γκαλόνα που πεθαίνει, χωρίς ποτέ να μάθει ότι όλοι γελούσαν εις βάρος του, ενώ αυτός πίστευε ότι τον είχανε σε μεγάλη υπόληψη.
Κι οι δύο Μπαζίλιο ζουν στην άγνοια, ο μεν ως προς τις (εικαζόμενες) απιστίες της γυναίκας του και ο δε ως προς τα ψέματα των συμπατριωτών του.
Στο ίδιο ποίημα φαίνεται να χρωστά την έμπνευση (ένα παλαιοπωλείο) αλλά και την πίστη στη μοίρα (ό,τι είναι γραμμένο να γίνει, θα γίνει) και το διήγημα «Ο προφήτης», όπου ένα χωριό εξαφανίζεται όπως ήταν η προφητεία.
Καββαδιανής προέλευσης είναι και το αρχιπέλαγος Φουάν, όπου υπάρχει το θρυλικό νησί Ζετσούμπο (κάτι σαν Κολόμπο;). Οποιος βρεθεί εκεί δεν μπορεί να ξεφύγει, κι ο αφηγητής, σε μια ένδειξη ιδεαλιστικού ή αφελούς ηρωισμού, παίρνει τη θέση του Ουστούν, που είχε βγάλει ένα ολέθριο εισιτήριο για εκεί.
Η έννοια του «σωσία», του αντικαταστάτη εν προκειμένω, παίζει με τις ταυτότητες, με τις μοίρες και με τις τύχες των ανθρώπων, καθώς εύκολα ο ένας παίρνει τη θέση του άλλου.
Ο Ν. Καζαντζάκης ξεμυτίζει εξ αρχής πίσω από τον νιτσεϊκής έμπνευσης θάνατο του Θεού και εμφανίζεται πιο ορατός στη «Συγχώρεση», όπου ο ετοιμοθάνατος, αντιστρέφοντας τους ρόλους, συγχωρεί τον Θεό.
Είναι η περίπτωση που βρίσκουμε και στην «Ασκητική», όπου ο άνθρωπος είναι ο Salvator Dei, ο σωτήρας του Θεού, κι όχι το ανάποδο.
Αλλά και στο «Ο βράχος και το βουνό» ο Σίσυφος είναι ελεύθερος, αφού δεν ελπίζει τίποτα, αλλά συνεχίζει το ατελέσφορο έργο του ξανά και ξανά, χωρίς καμιά ελπίδα να σταθεροποιήσει κάποια στιγμή τον τεράστιο βράχο στην κορυφή του βουνού.
Ο καζαντζακικός ήρωας εξακολουθεί -μπροστά στην αποτυχία ή στον θάνατο- να αγωνίζεται και να αγωνιά για τη μοίρα του ανθρώπου και του Θεού.
Τα κείμενα του Β. Χουλιαρά συνομιλούν με το θείο, όχι με την πίστη στην αγαθή παρουσία του (χριστιανικού) Θεού, αλλά με την ορατή αμφιβολία για το αν όσα ξέρουμε γι’ Αυτόν είναι ακλόνητα και τελεσίδικα.
Τα διηγήματα της Β. Κλεφτογιάννη συνομιλούν με τη Θεσσαλονίκη, όχι με τη φανατική προσκόλληση στην ωραιότητά της, αλλά με την υπόρρητη πίκρα ότι όσα ξέρουμε γι’ αυτήν χάνονται ή αλλάζουν αμείλικτα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας