Δεν πρόκειται περί δημοκρατίας όταν από τους πολίτες απαιτείται ένα μόνο πράγμα: η ψήφος
Ζ. Σαραμάγκου
Είδαμε σε προηγούμενο άρθρο («Νησίδες», 11-12/11/2023) ότι η απάθεια-αδιαφορία των πολιτών αναφορικά με την πολιτική και ειδικότερα με την εκλογική συμμετοχή δεν μπορεί ώς έναν βαθμό να μη σχετίζεται με την κρίση της σχέσης των πολιτών με την του συγκεκριμένου τύπου (εκλογοκεντρική και εκτελεστικοκεντρική) πολιτική. Μια πολιτική δηλαδή διεύρυνσης του χάσματος-απόστασης των πολιτών από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Με άλλα λόγια, ακόμα και με όρους αντιπροσώπευσης, αυτός ο τύπος της (κεντρικής/συγκεντρωτικής) πολιτικής (κρατικής και ευρωενωσικής) τις τελευταίες δεκαετίες δεν αντιπροσωπεύει πλέον την κοινωνία. Το δε Κοινοβούλιο «όπως μια συνέλευση μετόχων, περιορίζεται σ’ έναν χώρο επιβεβαίωσης ποσοστών και πλειοψηφιών» (Γ. Μαργαρίτης, 2003). Στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει η απαξίωση γενικότερα της πολιτικής και του αποχαρακτηρισμού του ανθρώπου ως «ζώου πολιτικού», με την αποχή δηλαδή να μη συνιστά απλώς μια δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος (Α. Ελεφάντης, 2004).
Αλλά και η ίδια η πολιτική έχει ως «πρόσληψη» μεταλλαχθεί. Η πολιτική δεν προσλαμβάνεται (και δεν υλοποιείται) πλέον μέσω των κομμάτων, παρατάξεων, θεσμών, συνδικάτων κ.λπ. Για την Ch. Mouffe (1993) το πολιτικό διαχέεται σε όλο το φάσμα της κοινωνίας και της ζωής και τα πολιτικά υποκείμενα βρίσκονται σε μια «πολλαπλότητα κοινωνικών θέσεων» και επιθυμιών. Θα λέγαμε προεκτείνοντας ότι εκτός από τον «εκλογικό πολίτη» υπάρχει, κατά τη διάκριση (παραφρασμένη) του P. Rosanvallon (2008) και ο «κοινωνικός πολίτης», ο οποίος δραστηριοποιείται έξω από αυτές τις εκλογικές διαδικασίες ως μέλος πολλών κοινοτήτων και συλλογικών μορφών ταύτισης (Ch. Mouffe, όπ.παρ.). Δεν υπάρχει συνεπώς ένα ενιαίο σώμα πολιτών ως αδιαίρετο σύνολο. Παράλληλα όπως επισημαίνει ο Κ. Κράουτς («Εφημερίδα των Συντακτών» 23-25/12/2023) έχουν εξασθενίσει οι παραδοσιακές ταυτότητες των τάξεων και γενικότερα οι κοινωνικές πηγές της πολιτικής ταυτότητας.
Από την άλλη επίσης, η σημερινή μετα-πολιτική (η οποία βέβαια είναι… πολιτική) δίνει, όλο και περισσότερο, έμφαση στο (και ταυτίζεται με το) εκλογικό πρόσωπο/προσωπείο του ηγέτη που θα συντρίψει στον τελικό (εκλογικό) γύρο τον αντίπαλο. Σημασία κάθε φορά έχει η (ματαιωμένη) αλλαγή… Στον πυρήνα της μετα-πολιτικής βρίσκονται το θέαμα και η επικοινωνία και η συνοδεύουσα αυτή προπαγάνδα «με τέτοιο τρόπο που η μετάφραση των παρουσιαζόμενων γεγονότων από τον αποδέκτη της επικοινωνίας να φαίνεται σαν η πιο πιθανή, για να μην πούμε η πραγματική» (Ζ.Π. Φιτουσί, «Εφημερίδα των Συντακτών» 29-30/5/2021). Και τούτο ταυτόχρονα με μια κατασκευασμένη εικόνα η οποία δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα (με τρόπο που τελικά στη μετα-πολιτική πραγματικότητα «πραγματικός» κόσμος δεν υπάρχει).
Υπό αυτές τις συνθήκες ο ψηφοφόρος καλείται, ανάμεσα σε πολωμένα στρατόπεδα, να επιλέξει μονομάχο χειραγωγούμενος, σ’ έναν βαθμό ή και πλήρως και ποικιλοτρόπως, μέσα από τις επικοινωνιακές αρένες που συχνά συγκαλύπτουν την κενότητα του αρχηγού. Επιτελείται δε τούτο με επιφανειακό πολιτικό λόγο/λαϊκιστικό (ο λαϊκισμός είναι «αρνητικός» σε αυτού του τύπου την πολιτική), συνοδευόμενο από παράσταση ύφους, «χαριτωμενιών» και στιλ και «απευθείας επαφή με τον λαό, τη βάση». Το επιλεγέν πρόσωπο-αρχηγός-μονομάχος μπορεί να είναι «παλιό» και «γνωστό» ή «επαγγελματίας της πολιτικής» ή και μη επαγγελματίας (τεχνοκράτης, και τα τελευταία χρόνια άλλος, προβεβλημένος και συνήθως έχων, όπως προαναφέρθηκε, λαϊκιστικά χαρακτηριστικά).
Τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα σ’ ένα πλαίσιο αποξένωσης και «αποσύνδεσης» στο οποίο οδηγεί -ως εγγενής τάση- ένα ολοκληρωτικό και μη ελέγξιμο πλέον ολιγαρχικό μεγα-σύστημα εντατικοποίησης, διαρκούς και ολοένα αυξανόμενης επιτάχυνσης, φόβου, διαρκούς ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Αβεβαιότητας όχι μόνο οικονομικής (ένεκα αφόρητης εισοδηματικής ανισότητας και αβάσταχτου χρέους) αλλά και τεχνο/χρηματοοικονομικής και ψηφιακής πολυπλοκότητας με χαρακτηριστικά νέας γραφειοκρατίας και νεοφεουδαρχικής εξουσίας αποκοινωνιοποιημένης/απανθρωποποιημένης. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα η κοινωνία εμφανίζεται απορημένη, «παραιτημένη»-«αποστρατευμένη», αλλά και αποχαυνωμένη, θρυμματισμένη. Μια κοινωνία έγκλειστη, άκρως εξατομικευμένη, ανερμάτιστη και διαρκώς ανικανοποίητη σ’ ένα αβάσταχτο διαρκές και «ατομικό» παρόν (παροντισμός) (M. Fisher, 2015) και «αδηφάγο καταναλωτισμό» των πάντων αλλά και σε διαρκή σύγχυση, με υπερχειλίζουσα τη θυμική/συναισθηματική αντίδραση. Ισως και σε αυτό να οφείλεται η αποχή αλλά και η «ακατανόητη», «απρόσμενη», «αναξιόπιστη», «συγκυριακού χαρακτήρα» και «καταγγελτική» τις τελευταίες δεκαετίες εκλογική στάση των πολιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές φορές ψηφίζουν, τελικά, αντίθετα προς τις ιδέες τους που φαίνεται να υποστηρίζουν δημοσκοπικά. Και γενικότερα παρατηρείται μια αντιφατική στάση ανάμεσα σε θωρητικο-πολιτικο-ιδεολογικά θέματα (ελευθερία, ισότητα) και στην πρακτική τελική εφαρμογή τους (βλ. Γ. Σιακαντάρης, εφ. «Εποχή» 9-10/12/2023).
Και, τέλος, σ’ αυτό το πλαίσιο κάνει την εμφάνισή του ένας νέος τύπου ανθρώπου που «καλείται» ν’ ασχοληθεί, να συμμετάσχει (σε εκλογικό απλώς επίπεδο) σε αυτού του τύπου τη θεαματική και επικοινωνιακή, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετα-πολιτική. Πολιτική την οποία στην ουσία παράγουν επιλεγμένοι τεχνοκράτες, σύμβουλοι, αλλά και λομπίστες κ.λπ., και με τη δημοκρατία να λειτουργεί απλώς (αν και πάλι όχι πάντα…) τυπικά-θεσμικά αλλά χωρίς «δήμο» και με ολιγαρχικά και ελιτίστικα χαρακτηριστικά, ολοένα απομακρυνόμενη έτσι από τον πυρηνικό της ορισμό και συμβαδίζοντας με τον αντιορθολογισμό και τον «πολιτισμό» του ύστερου καπιταλισμού.
Προβάλλει άρα και πάλι επιτακτική η ανάγκη για ριζική-δομική θεσμική αλλαγή/επανεκκίνηση, για ένα νέο παράδειγμα πολιτικής, ακόμα και με επανίδρυση της δημοκρατίας. Δημοκρατίας με κύρια χαρακτηριστικά πλέον την ουσιαστική και πλήρη αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση σε όλα τα επίπεδα με βάση τον βιοχωροτόπο και άξονα τον αυτοδύναμο και ανοιχτό «δήμο», ως αντιεραρχική και αδιαμεσολάβητη συγκρότηση πολιτικού σώματος. Σώματος δηλαδή με «συλλογική βούληση» σε ανοιχτές συνελεύσεις και συμβούλια πολιτών με κλήρωση σε βιοχωροτοπικό κατ’ αρχάς επίπεδο, με αμεσοσυμμετοχική λήψη των αποφάσεων και με συλλογική ηγεσία και ανακλητότητα.
Η «επαναχωροτοπικοποίηση»-«επαναδημοποίηση» θα συνιστά την αφετηρία όλων των πολιτικών και οικονομικών δραστηριοτήτων με νέες κοινωνικές-παραγωγικές αλλά και δια-χωροτοπικές και διαδημοτικές συνομοσπονδιακές σχέσεις, και/με αμοιβαιότητα (αμοιβαία και ισοδίκαιη ανταλλαγή). Στην οικονομία κάθε βιοχωροτόπου αντιστοιχεί, σε αντίθεση με το κλασικό συγκριτικό πλεονέκτημα, ένα μη συγκρίσιμο πλεονέκτημα, δηλαδή ένα μοναδικό πλεονέκτημα διότι κάθε βιοχωροτόπος είναι μοναδικός (J.-Fr. Draperi, 2011). Τα παραπάνω προϋποθέτουν βέβαια (ξέχωρα από τις εκ των κάτω αυτόνομες πρωτοβουλίες των πολιτών) και τη δομική αλλαγή και λειτουργία του κράτους με βάση τη δημο-κρατική αρχή της επικουρικότητας στην πλήρη και ουσιαστική της εφαρμογή (αυτοκυβέρνηση των «κοινωνικών πολιτών») ούτως ώστε αυτό, σε μια σύνθετη κυριαρχία, να μην ασκεί την «απόλυτη πολιτική» χωρίς δηλαδή τους πολίτες της κοινωνίας. Η τελευταία, ομοσπονδιακής καταγωγής (σχέσεις/αρμοδιότητες της υψηλής -κεντρικής και χαμηλής- περιφερειακής και τοπικής διοίκησης), συμβάλλει στη μεγαλύτερη ευδαιμονία και ευημερία των πολιτών. Και τούτο διότι είναι συνδεδεμένη αφ’ ενός με την καλύτερη ανάπτυξη των συλλογικών πόρων και των κοινών αγαθών και αφ’ ετέρου με τη συλλογική εκούσια και ελεύθερη (αυτο)οργάνωση/αυτοκυβέρνηση και δημιουργική-απελευθερωτική πρωτοβουλία και χειραφέτηση των πολιτών, σε πνεύμα αλληλέγγυας και συμποσιακής συμβιωτικότητας (covivialité) (I.Illitch, στο ομότιτλο βιβλίο του, 1973).
Ετσι ο βιοχωροτόπος με άξονα τον δήμο, κοινότητα κ.λπ., με νέους «κοινούς», συνεργατικούς και αμεσοσυμμετοχικούς οριζόντιους και ομοσπονδιακούς θεσμούς εκ των κάτω προς τα πάνω, αλλά και αυτοοργανωμένους δικτυωμένους πολίτες -«κοινωνικοί πολίτες»-, δεν θα «διατίθεται»-προσφέρεται ως εύκολη λεία για πολιτικά πρόσωπα όπως αυτά που προαναφέρθηκαν.
Απαιτείται προς τούτο μια γενικευμένη και συλλογική συνειδητοποίηση μιας τέτοιας ανάγκης και αλλαγή των φαντασιακών και των συμβόλων. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να κατατείνει στην πολύπλευρη και πολύμορφη αμφισβήτηση, απ-αξίωση και αποδόμηση των κυρίαρχων εννοιών και σημασιών του ισχύοντος ολοκληρωτικού και ολιγαρχικού πλέον καθεστώτος, έτσι ώστε να αποτρέπεται ή να αμφισβητείται η «υποδοχή» και αποδοχή του ως «κανονικού» και «φυσικού». Τα μικρο/αντιπαραδείγματα-«μικροφράγματα» στο υπερχειλίζον ποτάμι υπάρχουν σε μικρο-βιοχωροτοπική κλίμακα με διάφορες μορφές, όχι ως «νοσταλγίες του μέλλοντος» αλλά ως «ζωντανές και εγκόσμιες ουτοπίες», ως δράσεις ελευθερίας και αυτονομίας που πρέπει να χαρακτηρίζει κυτταρικά κάθε πραγματική πολιτική πράξη, τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και στο καθαρά πολιτικό («αυτοδιοικητικό»).
*Ομ. καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας