«Μπρούτζινος γύφτος –τράλαλα!– δίνει κλοτσιά στον ήλιο!»
K.Γ. Καρυωτάκης
Το μικρόβιο του ρατσισμού
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ταυτότητας του τρομερού Άλλου που αποτελούν διαχρονικά οι Ρομά στη νεοελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή κοινωνία, ο Χρήστος Κάτσικας και η Εύα Πολίτου διαπίστωναν, στα τέλη του 20 ου αιώνα, ότι: «το κράτος κατασκεύασε τους τσιγγάνους ως ανιθαγενείς, η εκκλησία ως απίστους, η πρόνοια ως άπορους, το σχολείο ως αναλφάβητους, η δημόσια υγεία ως αρρώστους και η αστυνομία ως παράνομους» (Τσιγγάνοι, μειονοτικοί, παλιννοστούντες και αλλοδαποί στην ελληνική εκπαίδευση : εκτός "τάξης" το "διαφορετικό" 1999, 78). Λίγες δεκαετίες μετά το Porajmos, το αποσιωπημένο ως επί το πλείστον τσιγγάνικο Ολοκαύτωμα, ενώ έχει παραχθεί ένας σημαντικός, σε ποιότητα και όγκο, αντιρρητικός λόγος ενάντια στην ρατσιστική αντι-επιστήμη, ενώ έχουν θεσπιστεί μια σειρά από εθνικές και υπερεθνικές πολιτικές για την καταπολέμηση όχι μόνο της κοινωνικής περιθωριοποίησης των τσιγγάνων αλλά και του αντιτσιγγανικού ρατσισμού, στην Ευρώπη του 21 ου αιώνα αναβιώνει το «τσιγγάνικο ζήτημα», με τους ίδιους, παλαιότατους όρους, θέτοντας υπό αίρεση την υποτιθέμενη πρόοδο, τη βασισμένη στην αποτρόπαιη εμπειρία, που έχουν σημειώσει οι ευρωπαϊκές κοινωνίες σε επίπεδο δομών αλλά και συνείδησης. Υποτιθέμενη, λόγω της αναποτελεσματικότητας αλλά και της λογικής εντέλει των όποιων πολιτικών – που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ευρωπαϊκά προγράμματα ένταξης των Ρομά· υποτιθέμενη λόγω της ευκολίας με την οποία εδραιώνονται ξανά φασιστικά προτάγματα σε ποικίλα επίπεδα, επιβεβαιώνοντας τη διαπίστωση του επιζήσαντα του Μαουτχάουζεν Ιάκωβου Καμπανέλλη για τον ναζισμό, σε ένα κείμενο που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (Αυγή, 25.11.2012): «Ο ναζισμός δεν ήταν ιδέα ενός και μόνου διεστραμμένου εγκεφάλου. Ήταν η συμπύκνωση της νοσηρής πολιτικής αντίληψης εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων, φορέων του μικροβίου του ρατσισμού, του εθνικισμού, της μισαλλοδοξίας, της τελικής λύσης όλων των προβλημάτων με τη βία, τη φωτιά και το τσεκούρι. Ο ναζισμός δεν άρχισε με τον Χίτλερ, γι’ αυτό και δεν τον πήρε μαζί του, δεν εμφανίστηκε μόνο στη Γερμανία, γι’ αυτό και δεν επανεμφανίζεται μόνο εκεί. Αλλά παντού όπου ουσιαστικά κοινωνικά προβλήματα τον τρέφουν».
Αυτές τις νοσηρές αντιλήψεις, όπως συγκροτούνται, αναπτύσσονται και επιβιώνουν, αλλά μαζί και τις άλλες, που τις αντιπαλεύουν και μας δείχνουν τον δρόμο, μας βοηθάει να θυμηθούμε και να κατανοήσουμε η λογοτεχνία, όπως τις ανασυστήνει, σε διάλογο με τον κόσμο, στην τάξη του δικού της λόγου.
Αποκλεισμός και συμπερίληψη: έθνος και λαός
Το ακόλουθο κείμενο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ανασύρθηκε προς υπεράσπιση του ρατσισμού σε μια σειρά ιστότοπους, με την ευκαιρία της ψήφισης του αντιρατσιστικού νόμου (η υπογράμμιση δική μας):
«Άδεται ότι, άν ποτε επί πλοίου, εν μακραίς και υπερωκεανίοις θαλασσοπορίαις, ενσκήψη επιδημία, εκ δε των νοσούντων υπάρχη τις θανατηφόρως προσβεβλημένος, λάβρος, απαθής, αποτρόπαιος, εν αποστάσει τινί όπισθεν της πρύμνης, εμφανίζεται ο καρχαρίας, αλάνθαστος οιωνός του επικειμένου πένθους, μνήμα περιπλανώμενον, αδηφάγον, προσμένων να καταβροχθίση το πτώμα άμα παραδιδόμενον εις τα κύματα. Τοιούτος κατά τον μέγαν και φοβερόν διάπλουν του Ελληνισμού τυγχάνει ο Γύφτος. Υπήρξε το όργανον της στρεβλώσεως, ο βρόχος της αγχόνης, ο πολυμήχανος εφευρέτης των βασάνων εν ταις χερσί των κατακτητών και το έργον αυτού εξεπλήρωσεν εκθύμως, πιστώς, εντρυφών και αγαλλόμενος οσάκις εις τους όνυχας αυτού παρεδίδετο το σφάγιον. Αγνοώ αν η επικατάρατος αύτη φυλή, αρχαία ως ο Κάιν, κατά τας πολυειδείς φάσεις του μυστηριώδους βίου της, περιήλθέ ποτε εις την εξαχρείωσιν εις ην έφθασε διοδεύουσα την Ελληνικήν χώραν, προαιώνιος ακόλουθος της καταστροφής και του ολέθρου. Υπάρχουσιν έτι παρ' ημίν οι απαίσιοι ούτοι σκώληκες, αδιαπαύστως περιπλανώμενοι, πελιδνοί, δυσώδεις, ως αγέλαι ακατανομάστων κτηνών, οικτρά καταγώγια ρυπαρωτάτων διαδοχικών ασθενειών [...] Άθεοι, απάτορες, ακοινώνητοι, ουδέποτε μεριμνώντες περί της επιούσης, αγνοούντες πόθεν έρχονται ή πού πορεύονται, εν τη αποκτηνώσει αυτών ασεβώς εναγκαλιζόμενοι αντί της συζύγου την θυγατέρα· οσάκις προσέρχονται είς τινα εκ των ημετέρων πόλεων συνήθως διαμένουσι σκηνίται εκτός του περιβόλου, ωσανεί συναισθανόμενοι την απέχθειαν ην αείποτε διεγείρει η παρουσία των, ή μη αποτολμώντες να ίδωσι κατά μέτωπον την κοινωνίαν ην εβασάνισαν. Τοιούτου ανθρωπομόρφου τέρατος δεν ηθέλησα να παραλείψω την απεικόνισιν […]»
Εμβληματικό κείμενο του ελληνικού αντιτσιγγανισμού στον 19 ο αιώνα, το απόσπασμα προέρχεται από τα εκτενή προλεγόμενα του Βαλαωρίτη στο ποίημά του Αθανάσης Διάκος (1867, 47-49) και επεξηγεί την επιλογή του να συμπεριλάβει στους βασανιστές του Διάκου έναν Γύφτο. Εννοιοποιώντας τους γύφτους ως ξένη φυλή που μάχεται εκ των έσω, εκ παραλλήλου με τους ξένους κατακτητές, το ηρωικό ελληνικό έθνος, ο παθιασμένος αυτός λόγος επινοεί τον Άλλον ως το απόλυτο κακό και τον κατασκευάζει, με όρους βιοπολιτικής, ως τέρας εκτός του πολιτισμού και της ανθρωπινότητας, προκειμένου το υποκείμενο που τον αρθρώνει ή τον αποδέχεται να αυτοπροσδιοριστεί ως ελίτ, να πραγματώσει την (υπό αίρεση) ιδιότητά του ως νομίμου κατόχου της πατρίδας, αποφεύγοντας την (προβληματική) πραγματικότητα και την αφόρητη ευθύνη της διαχείρισής της. Το παραπάνω σχήμα προσαρμόζει προφανώς, mutatis mutandis και μερικώς, τη σαρτρική εξήγησή του αντισημιτισμού στους γύφτους – οι οποίοι είχαν άλλωστε, ως γνωστόν, συνεργαστεί με τους μιαρούς Εβραίους στη σταύρωση του Χριστού… – και δείχνει πώς ο Άλλος κατασκευάζεται μέσα από τα μάτια αυτού που τον επινοεί, επειδή ακριβώς τον έχει απόλυτη ανάγκη για να υπάρξει ως το – εξαίρετο – αντίθετό του. Πολύ διαφορετική είναι η οπτική του Κωστή Παλαμά, ο οποίος εννοιοποιεί και θεματοποιεί στον Δωδεκάλογο του γύφτου (1907) τον γύφτο με όρους κατά Agamben «περιληπτικού αποκλεισμού», όπως εύστοχα σημειώνει ο Benedikt Wolf (“Αντιτσιγγανισμός στην ελληνική λογοτεχνία. Μια γενεαλογική απόπειρα”, Κονδυλοφόρος 12, 2013): ο γύφτος, όντας αποκλεισμένος από το εθνικό σώμα, είναι ωστόσο ο μόνος που μπορεί να οραματιστεί το μέλλον του, πέρα από τους στείρους διχασμούς της αρχαιοελληνικής και χριστιανικής παράδοσης. κι ονειρεύτηκα να ζήσω στο πλευρό τους.
μα ώς κι αυτοί μου κράξαν: «Γύφτε, τράβα!»
Ας με διώξαν. Τους δοξάζω. Εγώ είμαι
γλώσσα της ωραίας αλήθειας,
δε με σέρνει εκδίκηση λαοπλάνα
Ο γύφτος εδώ ορίζεται και πάλι εκτός πολιτισμού και εθνικού σώματος, αλλά με θετικούς όρους ‘ευγενούς αγρίου’, ελεύθερου φυσικού ανθρώπου. Στον πρόλογό του, ο Παλαμάς παραθέτει το σημασιολογικό πεδίο της έννοιας ‘γύφτος’, αναφέροντας πλάι στα άλλα προσδιοριστικά και «τ’ άγρια, τ’ αναρχικά, τ’ ανυπόταχτα, πάντα στον ολάνοιχτο αέρα, πάντα κάτω από τον ουρανό». Εξυψώνει αδιαμφισβήτητα τον γύφτο όχι μόνο με τη θέση που του προσδίδει στην εθνική διαδρομή, αλλά και συνδέοντας την ίδια την ποίησή του με τη γύφτικη δημιουργία, ειδικά τη μουσική –θυμίζοντάς μας και το υπέροχο απόσπασμα του μοιρολογιού που συνθέτει για τον πατέρα ο Αθίγγανος στο «Αμάρτημα της μητρός μου». Παρέκβαση: πολλά χρόνια αργότερα, σε ένα κείμενο για τα μπλεγμένα αίματα και τα κοινά πάθη των ανθρώπων, ο Σωτήρης Δημητρίου επανέρχεται στη γύφτικη μουσική ως γλώσσα που ενώνει (Τους τα λέει Θεός, 2002). Αλλά και αναδεικνύει την αντοχή των σχημάτων κατασκευής της ετερότητας στον χρόνο, το ρίζωμά τους στο πλαίσιο του ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού. Έλληνες, Βορειοηπειρώτες, Αλβανοί και Βλάχοι μάστορες χτίζουν ένα σπίτι σε μια άγρια ερημιά των συνόρων, αλλά τους σταματάει η κακοκαιρία και μαζεμένοι με τσίπουρα γύρω από τη φωτιά ιστορούν τα βάσανά τους. Περαστικοί γύφτοι μουσικοί από την Αλβανία, κάθονται μαζί τους, τραγουδάν και ευφραίνουν τη συντροφιά, όταν ένας Κερκυραίος γυρίζει και ρωτάει τον βιολιστή: «Γιατί σταυρώσατε τον Χριστό, ρε;» και απαγγέλλει το σχετικό απόσπασμα από το δημώδες άσμα. Τον ξαναρωτάει, ο γύφτος απαντάει ότι δεν το έκαναν αυτοί κι ότι είναι καλοί άνθρωποι κι ο Χότζας απαγόρευε να τους φωνάζουν γύφτους και τους στήριξε να βελτιώσουν τη ζωή τους και τα λοιπά. Ο Κερκυραίος τον σιχτιρίζει και κόβει την κουβέντα. Για να επιστρέψουμε στη συμπερίληψη και τον αποκλεισμό, Ο γυφτοδάσκαλος του Μεσολογγίτη εκπαιδευτικού και θαυμαστή του Παλαμά Αντώνη Τραυλαντώνη, ένα διήγημα γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα που συμπεριλαμβανόταν στα Νεοελληνικά αναγνώσματα του γυμνασίου επί δεκαετίες, δίνει μια άλλη εικόνα περιληπτικού αποκλεισμού, που όμως παρουσιάζεται με όρους συμπερίληψης. Σε ένα ‘γυφτοχώρι’ της Ανατολικής Μακεδονίας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους όχι μόνο ο δάσκαλος αλλά και οι γονείς (όλοι γύφτοι) ποινικοποιούν τη γλώσσα και παράδοση τους. Απαγορεύουν ακόμη και να ακουστεί η παραμικρή γύφτικη λέξη:
Τὰ ρώτησα:
– Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ξέρετε ἄλλη γλῶσσα;
– Ξέρομε, ἀπάντησε μονάχα ἡ Θεσσαλονίκη.
Ὁ δάσκαλος πήγε κοντὰ της σιγὰ-σιγὰ.
– Καὶ πῶς τὸ λένε τὸ ψωμὶ σ’ αὐτὴ τὴ γλῶσσα;
– Μαρὸ˙ εἶπε ἡ Θεσσαλονίκη.
– Σιωπὴ! Εἶπε μὲ ὀργὴ ὁ δάσκαλος˙ καὶ ἡ ρίγα του μ’ ἕναν ξηρό κρότο στὸ
θρανίο συμπλήρωσε τὴν παιδαγωγικὴ τοῦ Γυφτοδασκάλου.
[…]
Ὁ δάσκαλος τὴ χάϊδεψε ὅταν τελείωσε καὶ τῆς εἶπε:
– Γιὰ τελευταία φορὰ θὰ σοῦ συγχωρήσω τὸ μεγάλο ἔγκλημα, ποὺ ἔκαμες σήμερα, Θεσσαλονίκη.
– Ἄν τὸ ξανακάνω, δάσκαλε, νὰ μὲ σκοτώσῃς.
– Δὲν ἔχω ἀνάγκη, φτάνει νὰ τὸ πῶ τῆς Μαρίας.
– Ἡ Μαρία, ποὺ τὴ φοβέρισες, ποιὰ εἶναι; ρωτήσαμε.
– Ἡ μάννα της˙ ἔτσι ἦταν καὶ κείνη ζωηρὴ˙ μὰ τώρα ἔγινε ἡ καλύτερη νοικοκυρὰ.
[…]
– Αὐτή, μᾶς εἶπε ὁ δάσκαλος, εἶναι ἡ Μαρία, ποὺ ἀκούσατε, ἡ μητέρα τῆς Θεσσαλονίκης.
– Ἄ! νὰ σοῦ ζήσῃ, κυρα – Μαρία, εἶναι τόσο ἔξυπνο κοριτσάκι καὶ τόσο ὄμορφο, εἶπε κάποιος ἀπὸ μᾶς.
– Κάλλιο νὰ μὴ μοῦ ζὴσῃ! εἶπεν ἡ κυρα – Μαρία, καὶ τὰ κατάμαυρα μάτια της ἄστραψαν ἄγρια˙ ἂν δὲν μάθῃ γνῶσι, κάλλιο νὰ μὴ μοῦ ζήσῃ· ἢ λέτε, πὼς δὲν τἄμαθα ἐγὼ τὰ παλιόλογα, ποὺ εἶπε στὸ σχολεῖο μέσα; Ἀλλὰ ποῦ εἶναί την; Τὸ κατάλαβε καὶ τράβηξε κάτω στὸ χωράφι, στὸν πατέρα της˙ μὰ κάποτε θάρθῃ καὶ θὰ λογαριαστοῦμε. Καὶ δάγκασε μὲ μανία τὸ δάχτυλό της ἡ Μαρία.
– Μὰ τί εἶπε; ρωτὴσαμε μὲ ἀπορία.
– Αὐτό, ποὺ σᾶς εἶπε, μᾶς ἐξήγησε ὁ δάσκαλος, πὼς λένε τὸ ψωμί˙ἐδῶ δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ τὴν ἀκοῦν τὰ παιδιὰ ἀπὸ
τοὺς γέρους.
– Ποιούς γέρους, δάσκαλε; ρώτησε μὲ θυμὸ ἡ γριά, ἡ μάννα τῆς Μαρίας˙ δὲν ξέρεις τί λὲς τοῦ λόγου σου καὶ νὰ μὲ συμπαθᾷς˙ ποιός μιλᾷ σπίτι μας ἄλλη ἀπὸ τὴ γλῶσσά μας!
– Μὰ δὲ σοῦ εἶπα, χριστιανή μου, στὸ σπίτι σας, μὰ νά, οἱ πολὺ γέροι τὴ θυμοῦνται, βλέπεις, ἀκόμα…
Η απάρνηση της ταυτότητας, ως γλώσσας και κουλτούρας αποτελεί πλήρως εσωτερικευμένο όρο της συμπερίληψης στο εθνικό σώμα. Όμως το πρότυπο του δασκάλου που αποτελεί ο γυφτοδάσκαλος και η ρητή επιλογή των γύφτων να διαγράψουν προγραμματικά την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα δεν πείθει τους συντοπίτες τους να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο τους ούτε διαφοροποιεί τη ματιά τους προς αυτούς και τον λόγο που τους ορίζει. Σίγουρα η συγκεκριμένη συνθήκη κάτι μας θυμίζει. Από διαφορετική εντελώς οπτική γωνία, ο Μενέλαος Λουντέμης, στο πρώτο διήγημα της συλλογής του Αυτοί που φέρανε την καταχνιά θα περιγράψει τη συστράτευση των γύφτων στην αντίσταση κατά των Γερμανών, με έμφαση στην αιτιολόγηση της απόφασής τους, στη βάση της συνοίκησης και της κοινής εμπειρίας και παρά τον αποκλεισμό. Στο συγκεκριμένο διήγημα, οι γύφτοι, ως υποκείμενα του λόγου, μιλάνε για τον εαυτό τους στη γλώσσα τους και εξηγούν γιατί, χωρίς να απεμπολούν την ταυτότητά τους και χωρίς να ωραιοποιούν τη ζωή και τη θέση τους στην ελληνική κοινωνία, αποφασίζουν συνειδητά να υπερασπιστούν τον τόπο ως πατρίδα, μαζί με τους Έλληνες, μπροστά στο υπέρτατο κακό, το οποίο ορίζει μια νέα αδελφοσύνη:
Eδώ δεν είχαμε πια λύκους. Δε μας διαγούμιζαν τσακάλια… Eδώ πούσι μάς κουβάλαγαν, χαμό φέρνανε. Eδώ σιδερένιες πατούσες θα ζουλάγανε τα στήθια μας. Kαι τι… όχι να πεις μια, να πεις δυο. Mιλιούνια πατούσες από μαντέμι που, «κιχ» να κάνεις, λιώμα σ’ το κάνουνε το πλεμόνι σου. Aμάν. Mπρε! εμείς τους αγαπάμε τους Γραικούς. Aς πά’ να μας κυνηγάνε με τις σόπες – δικά μας είναι τα παΐδια, μπα! Oι Aλαμάνοι τι μπερδεύουνται στα νι- τερέσα μας;
Μια αδελφοσύνη εθνική, αλλά και ταξική, όπως θα την περιγράψει μια δεκαετία αργότερα ο Λουντέμης στο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα (1956), με αναφορά στο πρόσωπο του καλοκάγαθου, στοργικού Μπίθρου. Στο πρόσωπο του κατάμαυρου Μπίθρου, ο Μέλιος θα βρει έναν φίλο πρόθυμο να μοιραστεί τη φτώχεια του με κάθε κατατρεγμένο, αλλά και έτοιμο να πάρει τους δρόμους, κάθε φορά που τον διώχνουν από το προσωρινό τσαρδί του. Ο Μέλιος τον χάνει έτσι για καιρό. Ξανασυναντιούνται στο τέλος πια του βιβλίου κι ο Μέλιος του εκφράζει την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του: του εξηγεί γιατί τον θεωρεί τον πιο πλούσιο άνθρωπο του κόσμου, που αν είχε και υλικά πλούτη εκτός από τη μεγάλη του καρδιά, θα ’πρεπε να πάρουνε μια τριχιά, να την αμολήσουνε στον ουρανό και να γκρεμίσουν το θεό. Κα τότε ο Μπίθρος «πέφτει ανάσκελα… και βαστάει την κοιλιά του… και δίνει κλοτσιές στον ουρανό με τ’ άπλυτα πόδια του… […] και λέει και κλαίει». Απέναντι στον γύφτο, του Καρυωτάκη που, μπρούτζινος κι αυτός, δίνει κλοτσιές στον ήλιο. Ενώ στον Παλαμά ο γύφτος είναι ο εκφραστής της αλήθειας και οι γύφτοι στον Λουντέμη σύμβολα κατατρεγμού αλλά και αυτοβουλίας, κανένας τους δεν έχει στον νου του κακό για τους Έλληνες, οι οποίοι όμως δεν συντονίζονται ως προς την αντιμετώπισή τους – άλλοι τους αγκαλιάζουν, άλλοι τους ανέχονται κι άλλοι τους φτύνουν.
Την κοινωνική, ταξική αλληλεγγύη για την οποία κάνει λόγο ο Λουντέμης, θα την ορίσει την ίδια περίοδο ο Δημήτρης Χατζής, στο διήγημα Ο Σιούλας ο ταμπάκος (Νέα Ελλάδα 1953· Επιθεώρηση Τέχνης 1963), ως αλληλεγγύη των φτωχών ανθρώπων που τους ενώνει το δίκιο. Όταν η ανάγκη θα οδηγήσει τον ταμπάκο στο γύφτο, για να πουλήσει το αγαπημένο του τουφέκι, ο γύφτος θα αρνηθεί να το πάρει: «Χρόνια τρώω το ψωμί σας, όλο με τους φουκαράδες... Δώστ'ο σ' άλλον. Δεν τα μολεύω τα χέρια μου...». Κι ο Σιούλας, αφού τον ευχαριστεί και του λέει ότι είναι καλός άνθρωπος, το παίρνει και ξεκινά για το σπίτι του (η υπογράμμιση δική μας):
Το κράταγε μέσα στη χούφτα του και μια γλύκα περνούσε σ' όλη του την ψυχή, ως το κορμί του την ένιωθε, σα μια ζέστα. Όχι που θα το πήγαινε
σπίτι. Πιο πολύ γι' αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων —πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που 'πε κι ο γύφτος, πρώτη
γνωριμία του εαυτού του— δεν είσαι άδικος, εσύ Σιούλα...
Και στον Λουντέμη και στον Χατζή, αν και με διαφορετικούς όρους, η ετερότητα λειτουργεί αποκαλυπτικά ως προς την ταυτότητα, σε μια συλλογική, χειραφετητική προοπτική που αποκλείει τους αποκλεισμούς. Στην προοπτική αυτή, ο άλλος δεν εξιδανικεύεται αλλά ούτε και ακυρώνεται, δεν χάνει την ταυτότητά του. Η ετερότητα ενσωματώνεται ως έχει, διατηρώντας την αυτονομία της, σε μια (λαϊκή) ενότητα εν διαφορά, η οποία επαναπροσδιορίζει την έννοια και τους όρους της συμπερίληψης: το σημαντικό δεν είναι όσα ξεχωρίζουν και χωρίζουν, αλλά όσα ενώνουν τους ανθρώπους, στη βάση όμως της συνείδησης ενός κοινού παρόντος και μέλλοντος.
Ρευστός ρατσισμός, δύσκολος αυτοπροσδιορισμός
Με αφορμή ένα σύγχρονο έργο για τους Ρομά, τη συλλογή διηγημάτων του Βασίλη Χριστόπουλου Ρομανό Τσορουπέ (Ένεκεν, 2022), ο καθηγητής κοινωνιογλωσσολογίας Αργύρης Αρχάκης, που συντονίζει ένα σχετικό ερευνητικό έργο, θέτει το ζήτημα των επιθυμητών και ευκταίων τρόπων αναφοράς κι αναπαράστασης των μειονοτικών ανθρώπων, καθώς «ο ρατσισμός, ρευστός και μασκαρεμένος, κατορθώνει και εμφιλοχωρεί σε κείμενα που σε επίπεδο προθέσεων προσδιορίζονται ως αντιρατσιστικά» («Μια συλλογή διηγημάτων από τη ζωή των Ρομά», Χάρτης, 57, 2023). Πολλά λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να ενταχθούν, λιγότερο ή περισσότερο, σε αυτή την κατηγορία, καθώς αναπαράγουν και εδραιώνουν στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους Ρομά, μέσα από την εξιδανίκευση και εξωτικοποίησή τους, που τους τοποθετεί εκτός του (οικείου) πολιτισμού. Πρόκειται για μια ευρωπαϊκής απήχησης ρομαντική αντίληψη των τσιγγάνων, η οποία εστιάζει στη γοητεία της πλανεύτρας και πολυπλανεμένης γύφτικης ζωής, όπως την χαρακτηρίζει ο Παλαμάς στο πρόλογο του Δωδεκάλογου. Η αντίληψη αυτή δημιουργείται στις απαρχές της βιομηχανικής κοινωνίας και του καπιταλισμού, όταν το εγκατεστημένο αστικό υποκείμενο αντιμετωπίζει τον τσιγγάνο ως περιπλανώμενο, ελεύθερο, ‘φυσικό’ άνθρωπο, έξω από κάθε συγκεκριμένη αντίληψη των ιστορικών και υλικών όρων που διαμορφώνουν την τσιγγάνικη ταυτότητα. Αυτός ο ιδεατός τσιγγάνος/γύφτος έχει ιδιαίτερη σχέση με τον χώρο και τον χρόνο, με τη φύση και το υπερφυσικό στοιχείο, που αποτυπώνεται ακόμη και στα παραμύθια του: δεν ξεκινούν με το «μια φορά κι έναν καιρό ήτανε…», αλλά με το «μια φορά κι έναν καιρό ήτανε και δεν ήτανε». Κι εκφράζει έναν παρελθόντα, αν όχι αρχέγονο, και οριστικά χαμένο τρόπο ζωής – τον οποίο το αστικό υποκείμενο νοσταλγεί – και μαζί φοβάται. Συνεχίζει όμως, όπως και όλα τα άλλα σχήματα, να αναπαράγεται διαχρονικά σε διάφορα επίπεδα (ας θυμηθούμε τις σχετικά πρόσφατες τηλεοπτικές σειρές), παρά τη μόνιμη εγκατάσταση πολλών κοινοτήτων Ρομά, την αυστηρή, πλέον, εποπτεία της κινητικότητάς τους, την εξέλιξη της κουλτούρας τους στον χρόνο. Κομβική θέση στις ρομαντικές τσιγγάνικες αναπαραστάσεις κατέχει η γυναίκα, η οποία, και με μητριαρχικές ενδεχομένως αναφορές ελευθεριότητας και δύναμης, προκαλεί τον πόθο και μαζί τον τρόμο. Στο Βοτάνι της αγάπης του Γεώργιου Δροσίνη (1888), βαθιά επηρεασμένο από τους Τσιγγάνους του Πούσκιν, σε σημείο που η ηρωίδα να έχει κι αυτή το όνομα Ζεμφύρα ή στα τσιγγάνικα τραγούδια του Παλαμά, αλλά και του Βάρναλη, μεταξύ άλλων, οι τσιγγάνες, περιγράφονται ως πανέμορφες γητεύτρες, διαφορετικές, αλλά με κοινά χαρακτηριστικά, «δοξεύτρα ματιά» (Κ. Παλαμάς, «Η γύφτισσα»), μαργιόλικα μάτια και λάγνος χορός (Κ. Βάρναλης, «Τσιγγάνικο»), ακατανίκητες και επικίνδυνες. Για όσο όμως
η ομορφιά τους διαρκεί, μας θυμίζει ο Γρυπάρης στη «Ζουχραέ», απεικονίζοντας με όρους ρεαλιστικούς την έκπτωσή τους και συνακόλουθα τη θέση τους στον πραγματικό κόσμο (Σκαραβαίοι και Τερρακότες):
Αλλοί στην κοσμολόγητη τη Ζουχραέ τσιγγάνα!
Εγώ ’μαι ’γώ; που μια βραδιά μες σάγιο μοναστήρι
με λιβανίζαν με χρυσό παπάδες θυμιατήρι
μπρος την εικόνα του Χριστού, μπρος στου Χριστού τη μάνα;
Κλείσετε μάτια μάργελα, σβηστείτε μάτια πλάνα,
που στην υγειά σας έπινε απ’ τ’ άγιο το ποτήρι
ο γούμενος, και το χορό σηκώνονταν να σύρει
όταν ακόμα εσήμαινεν η αυγινή καμπάνα.
Τώρα… με κράζουν τα μωρά γριά καλαμοβύζω
όταν στους δρόμους σα σκυλί να βρω τροφή γυρίζω,
γιατί τα χνώτα μου βρωμάν σαν της ταφής το χώμα.
Πρώτα… βαμμένα με κηνά τα ωραία μου δαχτύλια,
τώρα, στο κρύο μελανά κι από συνήθεια ακόμα,
κρούσταλλα, ξύλα, τα χτυπώ σαν καρυδένια ζίλλια!
Σε πολλά κείμενα του ρομαντικού τσιγγανισμού, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται το συγκεκριμένο ρεύμα, η διαφορά εξηγεί και φυσικοποιεί την απόρριψη των τσιγγάνων από την κοινωνία. Κοινωνικές πρακτικές όπως ο ‘ψυχαγωγικός’ λιθοβολισμός, ειδικά των γυναικών, στον οποίο επιδίδονται κατά κανόνα παιδιά, είναι καταδικαστέες μόνο στο βαθμό που γίνονται επικίνδυνες, όπως φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα της Γυφτοπούλας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1884):
Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο
εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις
το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής, αμιλλώμενοι τις να
φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το
μέτωπον. Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην, εκάθησεν εις το μέσον της οδού,
κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να
επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και
ήρχισαν να επιρρίπτουν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος.
Το διαχρονικό αυτό μοτίβο του πετροβολήματος, που το συναντούμε επίσης στο Βοτάνι της αγάπης, ο Λουντέμης το πραγματεύεται στο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα από τη σκοπιά του (καλοκάγαθου) θύματος: ο Μπίθρος δικαιολογεί τα παιδιά που πετάνε πέτρες και κοροϊδεύουν τη γυναίκα του, λέγοντας ότι ‘μωροπαίζουν’ επειδή «σεκλέτια έχουνε στα σπίτια τους». Μπορεί έτσι κανείς να πει ότι ο βαθμός της φυσικοποίησης του ρατσισμού διαμορφώνει και την εικόνα του εαυτού ως θύματος. Το γεγονός δε ότι οι θύτες είναι παιδιά δείχνει τη διαγενεακή μεταβίβαση του ρατσισμού, η διαβάθμιση του οποίου μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει στην κατεύθυνση της υιοθέτησης ριζικών μορφών βίας. Μια μορφή μυθοποίησης, συνδυασμένη με έναν ρεαλισμό, καταγγελτικό και/ή λυρικό που την εξισορροπεί λιγότερο ή περισσότερο, απαντά και στη νεότερη λογοτεχνία. Ο Σωτήρης Δημητρίου, που επανέρχεται διαρκώς στο έργο του στους τσιγγάνους ως περιθωριοποιημένους άλλους, περιγράφει μια όμορφη μικρομάνα τσιγγάνα, που βυζαίνει και ταχταρίζει το μωρό της μέσα στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ, εξοργίζοντας τους επιβάτες και μαγεύοντας τον αφηγητή («Αγριοκερασιά», Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη), αλλά και έναν δωδεκάχρονο, εξαθλιωμένο και αξιολύπητο ναρκομανή μαγκάκο («Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη», Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη, 1989). Τον Δημητρίου τον συγκινεί η ιδιαίτερη σχέση των τσιγγάνων με την ελευθερία και τη φύση και η θέρμη της κοινοτικής ζωής που τους χαρακτηρίζει. Τις αντιμετωπίζει με όρους νοσταλγίας χαμένου παραδείσου, φωτίζοντας ωστόσο συστηματικά και με απόλυτη ενσυναίσθηση την πραγματική συνθήκη της δύσκολης ζωής και του ρατσισμού. Ο τσιγγάνος στρατιώτης με το παρατσούκλι Τζιμ, στο «Ποταμάκι με τους γυρίνους»,
υφίσταται ένα πολύωρο καψόνι, που τσακίζει την υπερηφάνεια του. Το διήγημα τελειώνει σα χάδι προς τον πονεμένο άλλο, που έχει εντούτοις, παρ’ όλα τα βάσανά του, το προνόμιο να ανήκει σε μια κοινότητα (Η βραδυπορία του καλού, 2002):
Τρέξτε, δάκρυα, να θολώσετε εκείνο το γάργαρο ποταμάκι στον θεσσαλικό κάμπο.
Τρέξε, παιδί, τρέξε, αεράκι, αλώνισε τη γη. Σε καρτερεί το βράδυ η μάνα σου,
σαν ζυγούρι να χωθείς στα φουστάνια της και να ’ναι ένα γύρω οι
μπαρμπάδες και οι παππούδες, ένα σώμα πυκνό, αδιαπέραστο, γιομάτο σκοτεινά άστρα.
Ο Τζιμ είναι πάντα καθαρός και καλοβαλμένος, σε αντίθεση με τον ασυμμάζευτο, σβαρνιάρη, ανεπιδέξιο γύφτο μουλαρά του Μάριου Χάκκα, τον Παρασκευά (επίσης παρωνύμιο) («Φυλετική αφύπνιση», Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού, 1966). Όπως ο Τζιμ δεν μπορεί να ξεχάσει στο θεσσαλικό κάμπο με τις ανοιξιάτικες παπαρούνες και το ποταμάκι με τους γυρίνους, έτσι και το μυαλό του Παρασκευά «τρέχει πέρα στους κάμπους». Ο Παρασκευάς πλένει παρά ταύτα για δυο τσιγάρα τις σκελέες των άλλων στρατιωτών και, κυρίως, δεν παραδέχεται ότι είναι γύφτος και τσαντίζεται όταν τον προσφωνούν έτσι. Ως τη στιγμή που θα δει στο σινεμά τον Ροβινσώνα Κρούσο, θα ταυτιστεί με ένα «μελαχρινό παλικαράκι», που ήταν «φτυστός γύφτος» και πολύ λεβέντης και θα διεκδικήσει δημόσια την ταυτότητα και την αξιοπρέπειά του. Στο τωλ την ώρα της αναφοράς κι ενώ κανείς δεν τον προκάλεσε, βγήκε κορδωμένος στο διάδρομο μπροστά από τα κρεβάτια, ξερόβηξε κι είπε:
-Είμαι γύφτος, όμως δεν ξαναπλένω ξένα σώβρακα.
Το τι έγινε μέσα στην καζάρμα, δε λέγεται. Ντόρος, χειροκροτήματα, φωνές και γέλια. Ο Παρασκευάς έστρωσε ήσυχα το κρεβάτι τους κι έπεσε να ονειρευτεί τον εαυτό του πάνω σ’ έναν ελέφαντα πηγαίνοντας να ελευθερώσει μια μελαχρινή κοπέλα. Μπορεί το θέμα του ετεροπροσδιορισμού, του αυτοπροσδιορισμού και της ένταξης να μας φέρνει στον νου το Γυφτοδάσκαλο, αλλά εδώ η τελική επιλογή είναι η διεκδίκηση της διαφοράς. Ως σήμερα, πάντως, όπως διαβάζουμε και στα διηγήματα του Βασίλη Χριστόπουλου, η ίδια η κοινότητα των Ρομά συγκροτείται (και) μέσα από τα βλέμμα και τον λόγο των άλλων και αναπαράγει μοιραία ποικίλα ετεροπροσδιοριστικά στερεότυπα, αλλά και καταπιεστικές δομές. Ο Παρασκευάς του Χάκκα απαντούσε όταν τον έλεγαν γύφτο και σχολίαζαν το χρώμα του ότι ο αδελφός του ήταν άσπρος. Η Ραφαέλα του Χριστόπουλου υποφέρει γιατί έχει γεννηθεί πολύ σκούρα, ζηλεύει τις λευκές τσιγγάνες που μόνο αυτές μπορούν να βρουν τους καλύτερους άντρες, τσιγγάνους και μπαλαμιούς, και προσπαθεί, με κάθε κόστος, να λευκάνει το δέρμα της, αφού η λευκότητα είναι η ύψιστη έκφανση του κάλλους. Αυτά είχα στο μυαλό μ’ τότενες και ήμνα σε μεγάλη ’πελπισία που στη ζωή μ’ θα πρέπει να κυνηγάω μόνο δεύτεροι και τρίτοι, κι αν βρω κανένα. Και οι πρώτοι να κυνηγάνε λευκές. Ιγώ να του κάθομαι και να μην το ’ποφασίζει, κι η λευκή να τους έχει σειρά και να περκαλάν. Με έπνιγε αυτήνη η αδικία και δεν ήξερα ποιος φταίει, κατά πού να μουτζώσω. Κατάλαβες τι είχα πάθει; Τι δεν έπιασες; Τι σού ’πα και δεν το κατάλαβες; Αυτό που λέω είναι πως στη φυλή μέσα, όλοι έτσι νομίζουνε. Δεν υπάρχει όμορφη μαύρη. Ναι, ξέρω, κάποιοι τα λένε κι αλλιώς, το άκουα που το λέανε. Αλλά τότε έλεα το λένε να ρίχνουν στάχτη στα μάτια μας. Να μας παρηγοράνε που γεννηθήκαμ’ ντιπ μαύρες. Όμορφες είναι μόνο οι λευκές, πάει και τέλειωσε. Μέσα στη φυλή το μαύρο δέρμα είναι «ασχήμια». Σε κοροϊδεύουνε, σε περγελάνε, δεν έχεις πού να κρυφτείς.
Ο Ζαφείρης έχει τη γυναίκα του, τη Διονυσία, περισσότερο χτήμα παρά βασίλειό του, για να θυμηθούμε και πάλι τον γύφτο του Καρυωτάκη. Αναγκεμένος, την ‘εκχωρεί’ επ’ αμοιβή σε έναν παράνομο Ιρανό μετανάστη, να κάνει μαζί του παιδί ώστε να πάρει κάρτα διαμονής. Μόνο που μέσα από τη διαδικασία αυτή και την ερωτική της συνεύρεση με τον Ιρανό, η Διονυσία ανακαλύπτει το σώμα και την αυτονομία της – όπως και η Ραφαέλα συμφιλιώνεται τελικά με το χρώμα και τα κιλά της. Στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις των Ρομά, δεν είναι πάντα εύκολο να τραβήξει κανείς μια γραμμή εκεί που σταματάει η εξιδανίκευση και αρχίζει ο σεβασμός στη διαφορά και η κατανόησή της. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι πάντα το ίδιο σημαντικό να τραβηχτεί αυτή η γραμμή. Ούτε τα έργα που αναφέραμε είναι τα μόνο που μιλάνε για γύφτους, για τσιγγάνους και σήμερα πια για Ρομά. Υπάρχουν και άλλα και όχι μόνο για ενήλικες και μπορούν να συζητηθούν από διαφορετικές σκοπιές. Η ανάγνωσή και η συζήτησή τους όμως από τη σκοπιά του σεβασμού της διαφοράς, της συνομιλίας και της συμπόρευσης, μας βοηθά πάντα, και ειδικά σε μια κρίσιμη χρονική στιγμή όπως η σημερινή, να αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το πόσο δύσκολος και πολυμέτωπος είναι ο αγώνας της χειραφέτησης που έχουμε να δώσουμε, όλοι μαζί, για ένα καλύτερο μέλλον.
*καθηγήτρια ΕΚΠΑ, κριτικός λογοτεχνίας
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας