Το 1959, ο Αγγλος επιστήμονας και μυθιστοριογράφος Τσαρλς Πέρσι Σνόου (1905-1980) έδωσε μία διάλεξη στο Κέιμπριτζ, η οποία δημοσιεύτηκε το ίδιο έτος σε ένα μικρό βιβλιαράκι με τίτλο «Οι δύο κουλτούρες και η επιστημονική επανάσταση» (ελλ. έκδ.: Οι δύο κουλτούρες, μτφρ. Μαριάννα Τζαντζή, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995), και η οποία έμελλε να αναγνωριστεί, σύμφωνα τουλάχιστον με το λονδρέζικο Λογοτεχνικό Ενθετο των Τάιμς, ως ένα από τα εκατό επιδραστικότερα μεταπολεμικά έργα στον δυτικό δημόσιο διάλογο.
Σε αυτό, ο Σνόου διαπιστώνει με λύπη του ότι ένας μέσος μορφωμένος άνθρωπος επαίρεται συνήθως τόσο για την κλασικοφιλολογική του εγγραμματοσύνη όσο και για τη φυσικοεπιστημονική του ασχετοσύνη: «μα πόσος σπουδαίος αυτός ο Ντοστογιέφσκι!», «μα καλά, οι ιοί και τα βακτήρια δεν είναι το ίδιο πράγμα;». Γιατί η επιστήμη και η τεχνική θεωρούνται συχνά μέρος του προβλήματος, ενώ οι τέχνες και τα γράμματα μέρος της λύσης;
Γιατί οι θετικές επιστήμες εκλαμβάνονται συχνά ως φύσει συντηρητικές, ενώ οι κοινωνικές ως φύσει προοδευτικές; Γιατί η Τεχνική Εκπαίδευση στη χώρα μας αποτελεί περίπτωση φτωχού συγγενή; Γιατί δεν παροτρύνω τα παιδιά μου να γίνουν ηλεκτρολόγοι; Πόσο συχνά βρίσκει κάποιος επιστημονικά βιβλία στη βιβλιοθήκη ενός φιλόλογου; Γιατί οι θεωρίες δικαιοσύνης θεωρούνται πρωτευόντως προϊόντα αφηρημένης σκέψης και δευτερευόντως πρακτικής υλικοτεχνικής εφαρμογής;
Ο Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο –άτομο, ας μου επιτραπεί, αναγεννησιακής πανεπιστημοσύνης– είναι προνομιακά ενήμερος, τόσο επιστημονικά όσο και βιωματικά, για να επανεπεξεργαστεί επάξια τον προβληματισμό του Σνόου στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Θεωρητικές και θετικές επιστήμες: οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2022, 136 σ.). Ο συγγραφέας, ως μετριοπαθής και γεφυροποιός χαρακτήρας, ισχυρίζεται ότι οι θεωρητικές και οι θετικές επιστήμες δεν είναι μεν διαζευγμένες, αλλά η ευφάνταστη συμβίωσή τους παραμένει κρίσιμο ζητούμενο. Ακριβέστερα μάλλον ελπίζει στη δημιουργία μιας κρίσιμης μάζας «ευχάριστων εξαιρέσεων» που να διαψεύσουν τον κανόνα του Σνόου.
Μία από τις πλέον αξιομνημόνευτες υπήρξε αυτή του Ρώσου θεολόγου, φιλόσοφου και μαθηματικού Παύλου Φλορένσκι. Αξιοποιώντας τη «θεωρία των συνόλων» του διάσημου μαθηματικού Γκέοργκ Κάντορ, και ειδικότερα την έννοια της «ασυνέχειας», οδηγήθηκε στην προτεραιοποίηση της ελεύθερης βούλησης και του ανεξάρτητου ατομικισμού. Μιλάμε για τον «da Vinci της Ρωσίας» στα «χρυσά χρόνια» της «σχολής Μαθηματικών της Μόσχας», στη μετάβαση δηλαδή από την τσαρική στην κομουνιστική περίοδο.
Με την ευκαιρία αυτή, ας θυμηθούμε ότι και η ίδια η Αριστερά ρηγματώνεται από τις δικές της «επιμέρους κουλτούρες». Από τη μία, οι σοσιαλδημοκράτες ως άλλοι «πρακτικοί» (problem-solvers) αλλοίωσαν τη μαρξική θεωρία προς χάριν της επίλυσης των προβλημάτων των εργαζόμενων και, από την άλλη, οι κομουνιστές ως άλλοι «θεωρητικοί» (theory-builders) ενέμειναν στο αλάθητο της θεωρίας για να φιμώσουν τη σύνθετη πραγματικότητα.
Από τη μία, οι ουτοπικοί σοσιαλιστές που ήθελαν την κοινωνική αλλαγή θέμα ελεύθερης ηθικής προαίρεσης και, από την άλλη, οι επιστημονικοί που εκβίασαν τη συμμόρφωση του ανθρώπου με τους άτεγκτους, υποτίθεται, Νόμους της Ιστορίας: βουλησιαρχία εναντίον καθοριστικότητας. Το τραγικό τέλος του πολυμαθούς Φλορένσκι στη διάρκεια του πολι(τι)κού παγετώνα των γκούλαγκ είναι αποκαλυπτικό.
Επειδή, επιπρόσθετα, «άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη», οι ιδεολογίες και οι θρησκείες έχουν πολλά να διδαχθούν από τις αυστηρές –μα και φιλελεύθερες συνάμα– επιστήμες. Ο Στέφανος Τραχανάς στον Πρόλογό του διερωτάται: «Πόσοι από εμάς έχουν σκεφτεί, παραδείγματος χάριν, ότι ο θεμελιώδης αντιδογματισμός της φυσικής επιστήμης, το πνεύμα της αμφιβολίας και ο διαρκής αναθεωρητισμός που τη διακρίνουν... αποτελούν πολύτιμο μέρος του ηθικού πολιτισμού της ανθρωπότητας;» (σ. 16, η έμφαση είναι του ίδιου).
Στο κεφάλαιο «Η μεγάλη “εικόνα” των αλληλεπιδράσεων στο πλαίσιο των πολιτισμών», ο Ευαγγελόπουλος προβληματίζεται για τον βαθμό επηρεασμού της επιστήμης από τον πολιτισμό εντός του οποίου αναφύεται. Χωρίς να παραγνωρίζει την ενδεχομενικότητα και την πολιτισμική γείωση των επιστημονικών επιτευγμάτων, κλίνει περισσότερο προς την άποψη ότι «σε βάθος χρόνου, το “σώμα” σχεδόν κάθε θετικής επιστήμης –και πάντως, σίγουρα, της πιο “αυστηρής” από αυτές, της φυσικής– “αποκαθαίρεται” από κάθε ίχνος πολιτισμικής επιρροής που στο παρελθόν αυτή δέχτηκε» (σ. 23). Ετσι, αναδεικνύεται περίτρανα η οικουμενικότητα και η συμπεριληπτικότητα της «μίας, αγίας και καθολικής» Επιστήμης.
Στο κεφάλαιο ωστόσο αυτό μου έλειψε η γνώμη του συγγραφέα τόσο για τη βεμπεριανή διάκριση μεταξύ μιας «θεωρητικής» Μεσογείου και μιας «τεχνικής» βορειοδυτικής Ευρώπης –διάκριση εν μέρει αντιπροσωπευτική της αμεταρρύθμιστης και της μεταρρυθμισμένης χριστιανοσύνης αντίστοιχα– όσο και για τη διαφαινόμενη αδιατάρακτη επιστημονικοτεχνολογική πρωτοκαθεδρία της Δύσης έναντι της Ανατολής. Η δυσπιστία του για τα μεγάλα πολιτισμικά (ουσιοκρατικά;) αφηγήματα ίσως να ευθύνεται για αυτό.
*Ανεξάρτητος ερευνητής
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας