Καταξιωμένος και αγαπητός, από τη μια καλή παράσταση στην άλλη, σκηνοθετεί τώρα στο θέατρο «Πόρτα», την τύχη του οποίου ανέλαβε από την Ξένια Καλογεροπούλου, το «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ. Σε ένα λούνα παρκ της Βουδαπέστης οι άνθρωποι τσακίζονται, αλλά στέκονται στα πόδια τους.
Λίλιομ στην ουγγαρέζικη αργκό είναι το «λουλούδι», η «μάρκα», η «μούρη», ο άνθρωπος του υποκόσμου. Ο Λίλιομ στο έργο του Φέρεντς Μόλναρ είναι ένας γοητευτικός αλήτης, βίαιος, απρόβλεπτος, αλαζόνας. Στον λαμπερό, εύθραυστο κόσμο του λούνα παρκ της Βουδαπέστης είναι το αστέρι, ο κράχτης. Μέχρι που εμφανίζεται ένα κορίτσι και όλα αλλάζουν.
Το «Λίλιομ», το πιο γνωστό έργο του Ούγγρου δραματουργού Φέρεντς Μόλναρ, σκηνοθετεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο θέατρο «Πόρτα». Ενα από τα δημοφιλέστερα θεατρικά έργα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική, μεταφέρθηκε πολλές φορές στον κινηματογράφο (η πιο διάσημη μεταφορά το 1934 από τον Φριτς Λανγκ). Συνθέτες όπως ο Πουτσίνι ή ο Γκέρσουιν θέλησαν να το μελοποιήσουν, αλλά ο Μόλναρ αρνιόταν. Τελικά έδωσε την άδειά του το 1945 στους Ρότζερς και Χάμερσταϊν, που διασκεύασαν το έργο στο γνωστό μιούζικαλ «Carousel».
Τους ρόλους του έργου έχουν ερμηνεύσει σπουδαίοι ηθοποιοί, όπως οι Σαρλ Μπουαγέ, Αϊβορ Νοβέλο, Τσαρλς Λότον, Ινγκριντ Μπέργκμαν, Ελία Καζάν και οι δικοί μας Ελλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χορν.
Το έργο, αν και δημοφιλές σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, ξεχάστηκε για χρόνια στον υπόλοιπο κόσμο. Ξαφνικά επανήλθε. Στο Αμβούργο παρουσιάστηκε από τον Μάικλ Ταλχάιμερ αλλά και το μπαλέτο του Τζον Νοϊμάγερ σε μουσική του Μισέλ Λεγκράν φέτος στο παρισινό Théâtre de la Colline και στη Ν. Υόρκη, σαράντα χρόνια από το πρώτο του ανέβασμα.
Ενα λούνα παρκ το σκηνικό -διαθέτει μέχρι και συγκρουόμενα- με όλη τη μαγεία και την ευτέλειά του. Λαμπερό όταν είναι φωτισμένο, φτωχό και ασήμαντο όταν σβήνουν τα φώτα. Στο καρουζέλ, άνθρωποι και μονόκεροι φτιάχνουν ένα παιχνίδι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ουγγαρέζικα και δυτικοευρωπαϊκά ακούσματα η μουσική, με κυρίαρχο το τραγούδι στη σκηνή της αυτοκτονίας, που σέρνει πίσω του μια κατάμαυρη ιστορία και που ακούγεται εν είδει παράβασης.
Το 1936, ο Ουγγροεβραίος συνθέτης Ρέζο Σέρες έγραψε ένα κομμάτι αφιερώνοντάς το στην αγαπημένη του που αυτοκτόνησε. Εγινε επιτυχία από την Μπίλι Χολιντέι. Ηταν τόσο θλιβερό, που έγινε μόδα πεσιμισμού δημιουργώντας κύμα μαζικών αυτοκτονιών. Δίπλα στους αυτόχειρες έβρισκαν σημειώματα με τους στίχους ή το πικάπ να το παίζει. Το τραγούδι απαγορεύτηκε, κυρίως στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να μη ρίχνει το ηθικό των στρατιωτών. Ο συνθέτης, κουρασμένος από τις κατηγορίες, αυτοκτόνησε το 1968 πηδώντας από το παράθυρο του διαμερίσματός του. Το 1997 ο Μπίλι Μακένζι, τραγουδιστής της σκοτσέζικης μπάντας The Associates (είχαν τραγουδήσει το επίμαχο τραγούδι), αυτοκτόνησε...
«Ενώ το έργο είναι αριστούργημα σπάνιας τεχνικής και μαστοριάς στη γραφή του, δεν ανεβαίνει. Ισως επειδή μαγαρίστηκε στο αμερικανικό ανέβασμα ως μιούζικαλ - ακόμα και η ταινία του Φριτς Λανγκ ήταν μια επιπόλαιη ανάγνωση. Στην Ελλάδα κατανοώ τους λόγους. Εργο τέτοιου συναισθηματισμού προφανώς δεν χωρούσε στον κυνισμό των τελευταίων δεκαετιών… Συμπυκνώνει εξπρεσιονισμό, μελόδραμα, γκροτέσκο, νοσταλγία, κυνισμό, λαϊκό θέατρο. Το πολιτικό σχόλιο γίνεται με λεπτό, σατιρικό τρόπο, χωρίς να χάνεται ο λυρισμός, το χιούμορ. Οι ήρωες ζουν στην ένδεια. Στον άλλο κόσμο, το πρώτο πρόσωπο που συναντά ο νεκρός στο τμήμα αυτοκτονιών είναι κάποιος που αυτοκτόνησε λόγω χρεών. Γραμμένο το 1909, λίγο πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι πρωτοπορία και συγχρόνως προδίδει την παραδοσιακή τέχνη του πώς χτίζεται ένα έργο».
• Αντιφατική προσωπικότητα ο συγγραφέας. Πλούσιος αστός, εκχριστιανισμένος Εβραίος, με πρώην σύζυγο οπαδό του ναζισμού, έφυγε το 1936 από την Ουγγαρία στην Αμερική.
Ο Μόλναρ διαλύθηκε, δεν άντεξε να διαχειριστεί τη μεγάλη επιτυχία, κυρίως στην Αμερική. Του ζήτησαν το έργο ακόμα και για όπερα, αλλά ως εγωπαθής αστός αρνήθηκε φοβούμενος ότι θα έλεγαν: «Η όπερα του Πουτσίνι»… Αναρωτιέμαι ποιο στοιχείο θα κυριαρχήσει στην παράσταση, το κωμικό ή το δραματικό. Το έντονα λαϊκό στοιχείο θυμίζει Κουστουρίτσα και συγχρόνως φέρει την ευγένεια της ματιάς ενός μαέστρου της γραφής. Είναι συγκλονιστικά καίριος στο να ανατρέπει τις ατμόσφαιρες κόβοντάς σου την ανάσα, από το ζεστό στο κρύο και τούμπαλιν. Εκείνος το ονομάζει ονειρόδραμα ή παραμυθόδραμα, αλλά πατά γερά στη γη κουβαλώντας πολλά ποιητικά στοιχεία. Δυσκολεύεσαι να το κατατάξεις σε κάποια σχολή, ακόμα και στον ποιητικό ρεαλισμό. Κι αυτό δημιουργεί αμηχανία. Από πιο θεατρικά πράγματα που έχω δουλέψει ποτέ.
• Ποιος είναι ο Λίλιομ;
Είναι ο κράχτης του λούνα παρκ, που συνδέεται με τη μεγαλύτερή του σε ηλικία ιδιοκτήτρια. Ενα λαϊκό παιδί που κινείται στα όρια του υποκόσμου. Είναι μονίμως στο όνειρο, στο παραπέρα, νιώθει ανεπαρκής, θέλει πάντα κάτι άλλο. Ισως αποτελεί την πιο καθαρή ένδειξη αυτού που αργότερα βλέπουμε ξεκάθαρα στους άντρες: ένας άντρας-αγόρι που δεν μπορεί να μεγαλώσει. Αυτό είναι πια όλοι οι άντρες… Ο συγγραφέας μ’ έναν τρόπο «τσεχοφικό» δικαιολογεί όλους τους ήρωες. Η κατάκτηση της ωριμότητάς τους γίνεται ετεροχρονισμένα.
• Πώς πάει το νέο ξεκίνημα του «Πόρτα»;
Αντιμετωπίσαμε το θέατρο ως δημόσιο χώρο, ανοιχτό, ελεύθερο, με διοίκηση διάφανη, καθαρή. H δουλειά μας έχει νόημα όταν μοιραζόμαστε αισθήματα, χαρές και πίκρες. Θυμάμαι τον Γιάννη Χουβαρδά στο «Αμόρε». Μας έδινε καθαρό πλαίσιο, με τεράστια όμως ελευθερία. Χωρίς ντιρεκτίβες, κριτική για το πώς έγινε ή δεν έγινε. Συνειδητοποιώ πόσο αυστηρά έκρινα μέσα μου τη θέση του για ορισμένα πράγματα που τώρα, στα ζόρια του «Πόρτα», τη βρίσκω απόλυτα σωστή, αναγκαία.
• Η σοφία της ενηλικίωσης;
Οπως γίνεται και με τους γονείς μας. Ερχεται η στιγμή της αυτοκριτικής για την κριτική μας σ’ αυτούς. Αρνιόμαστε τη φθορά, τον συγχρωτισμό, τους συμβιβασμούς, λες και είναι κάτι κακό. Αλλά δεν συνυπάρχεις αλλιώς. Δεν κοντράρεις, προσανατολίζεσαι στα κοινά σημεία για να συνδημιουργήσεις. Μήπως η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι προϊόν ενός συμβιβασμού; Η θυσία, η συναίνεση -όχι με τη χριστιανική έννοια- είναι αναγκαιότητα. Ν’ αφήσεις ένα κομμάτι σου για κάποιον άλλον.
• Σε εσάς λειτουργεί;
Οταν συγκεντρώνομαι στο πώς θα βοηθήσω τον ηθοποιό να ξεπεράσει το πρόβλημα, την αγωνία του, ξεχνάω τα δικά μου. Δεν ζητώ πολλά από τον εαυτό μου. Κάποτε ζητούσα τα τέρατα κι ήταν αφόρητα βασανιστικό. Πέρασα μια πολύ μεγάλη περίοδο θυμού προς τους πάντες και τα πάντα. Μπορεί να μη φαινόταν, αλλά συνέβαινε. Κάτι με πάγωνε συναισθηματικά ενώ προς τα έξω κρατούσα άμυνες. Ευτυχώς υπήρχε η δουλειά για να εκτονώνω όλο αυτό το ανεπίδοτο συναίσθημα, αυτό που δεν μπορούσα να εκφράσω παρά μόνο σε τρεις επιλεγμένους ανθρώπους τους οποίους κρατούσα υπό τον απόλυτο έλεγχό μου. Τώρα πια δεν κάνω σχέδια, τα όνειρά μου βλέπουν κάτι σαν ορίζοντα, Βορρά ή Νότο. Ξέρω ότι και στον Βόρειο Πόλο να φτάσω, γύρω από μένα θα περιστρέφομαι. Συνειδητοποιώντας ότι πορεύεσαι προς στην έξοδο δεν μηρυκάζεις την αδυναμία σου. Οι κόμποι, αν δεν λύνονται, σίγουρα χαλαρώνουν. Μειώνεις τα γκάζια, φρενάρεις λίγο και χαίρεσαι τη διαδρομή. Βρήκα επιτέλους την απόλαυση της βραδύτητας των πραγμάτων. Δεν ζητάς πολλά από τους άλλους. Κι όταν σου δίνουν, ό,τι μπορεί ο καθένας, χαίρεσαι διπλά.
• Κι όταν η επικοινωνία γίνεται αδύνατη;
Στο «Πόρτα» βλέπω παιδιά που νοιάζονται για το «μαζί», όχι το «εγώ». Παίρνουν πρωτοβουλίες, αποκτούν συλλογική συναίσθηση μέσα στο πλαίσιο που τους δίνεται. Αφιέρωσα τη μετάφραση του «Λίλιομ» σε όσους φοβούνται ν’ αγαπήσουν, να κουβαλήσουν τον πόνο τού αγαπάω. Δυστυχώς ανήκουμε στη γενιά εκείνων που αποφάσισαν να μείνουν για πάντα παιδιά. Η παντελής έλλειψη πολιτικής παιδείας τα τελευταία 40 χρόνια έχει δημιουργήσει ανθρώπους βαθιά απολίτικους. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε σε απλό διάλογο. Το βλέπω σε κάποιους νέους με ναρκισσιστικά τραύματα.
• Τι θέλουν;
Θαύματα. Να τους θαυμάζουν, αντί να τους αγαπούν, να είναι πλήρως αποδεκτοί και να επιβεβαιώνουν την ιδιοφυΐα τους. Δεν νοιάζονται να επικοινωνήσουν, αλλά να ακουστούν. Ο,τι θέλουν και οι πολιτικοί. Μου έχουν θυμώσει άνθρωποι γιατί δεν κατάφερα να τους μεταμορφώσω. Η ευαισθησία του καλλιτέχνη, αν το θυμίζει συνεχώς στον εαυτό του, φαίνεται όταν δεν αποκόπτεται ψυχικά, αλλά παλεύει για την επικοινωνία. Σημασία δεν έχει το τι θα πω, αλλά τι θ’ ακούσω. Δεν υπάρχουν αλώβητοι στη ζωή. Οι ήρωες του έργου τσακίζονται, στέκονται στα πόδια και προχωρούν με τα τραύματά τους. Ο πολιτισμός περασμένων δεκαετιών τύπου «να είμαι αξιοπρεπής, μη δείξω ότι πειράχτηκα, ότι πόνεσα» οδηγεί σε ψυχικές νόσους, αδιέξοδα. Οι άνθρωποι θα ανοίξουν, όσοι παραμένουν κλειστοί κάποτε θα σπάσουν, θα χρειαστεί να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Οι νέοι έμαθαν τον έρωτα και το σεξ από την ιντερνετική πορνογραφία. Αλλά η ερωτική σχέση μέσα από ένα application παραείναι εύκολη, δηλαδή άσχετη, αντιερωτική.
O κόσμος εξακολουθεί να επενδύει σε σωτήρες
• Χωρίς επιχορηγήσεις αντέχει το θέατρο;
Ισως είχε ενδιαφέρον η χορηγία. Μακάρι να υπήρχαν άνθρωποι που θα γνώριζαν ποιος πρέπει να επιχορηγηθεί. Ο Λούκος παιδεύεται να χειριστεί την κατάσταση. Βοηθάει όσο μπορεί. Μας έδωσε υλικά για την «Πόρτα», η Λυρική πήρε το βεστιάριό μας, ξενοικιάσαμε επιτέλους τον χώρο. Για μένα ο κίνδυνος δεν έρχεται ούτε από το κράτος ούτε από τον φασισμό όσο από την πλήρη κατάργηση οποιασδήποτε αξίας. Ο κυνισμός επικράτησε. Να επιστρέψουμε στον διαφωτισμό. Ο Χουβαρδάς με ορθολογισμό και ευθύνη κράτησε το Εθνικό σε εποχή κρίσης. Ο λαϊκισμός τώρα παίρνει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, διαβρωμένου ήδη από την τηλεόραση. Σκέφτομαι την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου ή της Μαυραγάνη το «Από πρώτο χέρι», ένα υπέροχο ξεμπλοκάρισμα του συναισθήματος, πόσο μας συνεπήρε. Η δίψα για την καλώς εννοούμενη λαϊκότητα υπάρχει, απλώς είναι καλυμμένη.
• Πολιτικά πώς προσδιορίζεστε;
Ως ακυρωμένος… Εχω πολύ μεγάλη ανάγκη για το ξανακοίταγα μιας αριστερής διάθεσης, αλλά η σημερινή μορφή της δεν με καλύπτει. Πιστεύω ότι η δημοκρατία είναι θέμα κοινοτήτων. Κάτι που λειτουργεί στο θέατρο. Σιγά σιγά μαλακώνεις τον κόσμο. Είναι βραδυφλεγής η διαδικασία αλλαγής. Σκέψου όμως το βραδυφλεγές που επεκτείνεται με γεωμετρική πρόοδο. Το θέμα είναι η δική μας πράξη -δεν εννοώ την ψήφο ή την πολιτικολογία του ταξί, αλλά τη συνείδηση. Δεν με τρομάζει η επόμενη μέρα, αλλά η μεθεπόμενη. Ο κόσμος εξακολουθεί να επενδύει σε σωτήρες. Φοβάμαι τις ανεύθυνες τάσεις, το παιδί που αρνείται να μεγαλώσει και θέλει να αποδείξει στον μπαμπά του ότι μπορεί. Αισθάνομαι ότι ζούμε σ’ ένα είδος μεσαίωνα και πρέπει να κρύψουμε κάποια πράγματα στα μοναστήρια μην πέσουν στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης...
• Θα επηρεαστεί το θέατρο από τις εκλογές;
Δεν έχουμε ιδέα πια τι επηρεάζει το κοινό. Υπάρχουν έντυπα που σου τηλεφωνούν εντελώς απροκάλυπτα λέγοντας: Θέλω τόσα για να σε βάλω στον οδηγό θεάτρου. Ενα νταβατζιλίκι, που για να σταματήσει πρέπει να πάψουμε εμείς την παραδοχή ότι εκδιδόμαστε. Πριν από δύο χρόνια ανεβάσαμε ένα σκοτεινό λαϊκό ρωσικό παραμύθι με θέμα τον θάνατο. Δάσκαλοι, γονείς έγιναν έξαλλοι με την αμηχανία που τους προκαλούσε το θέμα. Φέτος με το «Το μυστήριο της πολιτείας Χάμελιν», ακόμα ένα σκοτεινό παραμύθι, επεξεργάστηκα την περσινή εμπειρία. Κάναμε τρία φινάλε που επιλέγουν τα παιδιά και οι δάσκαλοι. Ε, λοιπόν, το τρίτο, το χάπι εντ, δεν έχει παιχτεί μέχρι τώρα ούτε μία φορά.
Αυτή ήταν η απάντησή μου. Δεν θα με πάτε εκεί που θέλετε εσείς, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν σας ακούω. Με καθορίζει η γνώμη σας, αλλά δεν μου επιβάλλεται. Προσωπικά προσπαθώ να είμαι ανοιχτός προς τους νέους. Βλέπεις δασκάλους και τους λατρεύεις κι άλλους που λες: «Αλίμονο στα παιδιά που διδάσκουν». Ενας ηθοποιός βουρκωμένος στην πρόβα κάνει την ψυχή μου να αναθαρρεύει. Είχε να μου συμβεί χρόνια. Μακάρι να πάνε καλά οι παραστάσεις, αλλά ακόμα και στο απευκταίο, να μην τα καταφέρουμε με την «Πόρτα», το κέρδος μου θα είναι μεγάλο.
Θέατρο Πόρτα (Λ. Μεσογείων 59, Αμπελόκηποι, τηλ.: 210-7711333). «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ.
Απόδοση–σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος. Σκηνικά–κοστούμια: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου.
Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής. Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου.
Ερμηνεύουν: Αννα Καλαϊτζίδου, Γιάννης Κλίνης, Εμιλυ Κολιανδρή, Φιλαρέτη Κομνηνού, Ηλίας Μουλάς, Κίττυ Παϊταζόγλου, Σωκράτης Πατσίκας, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Γιώργος Χρυσοστόμου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας