Καλοκαίρι στην Ελλάδα δεν σημαίνει ένα, αλλά πολλά πράγματα. Και το σινεμά τα έχει αποτυπώσει όλα.
Το κέφι, τον ήλιο, τον ερωτισμό, τη μελαγχολία, το πάθος, το σκοτάδι, την έκρηξη.
Καμιά φορά, όλα μαζί, όπως στον «Δεκαπενταύγουστο», που σκηνοθέτησε το 2001 ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, την πιο αντιπροσωπευτικά καλοκαιρινή ελληνική ταινία.
Αυτήν όπου η Αθήνα αδειάζει, η Μεγαλόχαρη αναλογίζεται αν θα κάνει το θαύμα της κι οι άνθρωποι, μπερδεμένοι στα μυστικά τους, στις ένοχες επιθυμίες τους, στην απόγνωσή τους, ελπίζουν σε λίγες μέρες διαλείμματος για ν’ αλλάξουν τα πάντα. Σ’ ένα καλοκαίρι.
Αλλά το ελληνικό καλοκαίρι, όπως ξεδιπλώνεται στο σινεμά, αλλάζει από ταινία σε ταινία βάρος, ύφος, διάθεση, συναίσθημα.
Τα μόνα που μένουν σταθερά, είναι η ζέστη και μια άγρια ομορφιά.
Αυτό, το Σαββατοκύριακο του Δεκαπενταύγουστου μοιραζόμαστε κινηματογραφικές αναμνήσεις από περασμένα καλοκαίρια και κάνουμε σχέδια διακοπών από την πραγματικότητα.
► Το ηδονοβλεπτικό
«Οι Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου (1981)
Ούτως ή άλλως μια από τις ωραιότερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, εκτυλίσσεται στην Αθήνα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στην καυτή καρδιά του Αυγούστου.
Ο Χάρης, νεαρός φοιτητής σε διακοπές, μένει κλεισμένος στο διαμέρισμά του γιατί «ο ήλιος τον ενοχλεί» και, με το τηλεσκόπιό του, εκτός από τα άστρα, χαζεύει την παντρεμένη Στέλλα στο διαμέρισμα της απέναντι πολυκατοικίας.
Μια πόλη σε ύπνωση, που ζωντανεύει τη νύχτα, στους δρόμους με τις μηχανές και στα ουφάδικα, ένας έρωτας που νομοτελειακά θα τελειώσει μόλις πραγματωθεί.
Η Μπέτυ Λιβανού κι ο Αρης Ρέτσος τόσο όμορφοι που σου κόβουν την ανάσα πιο πολύ κι απ’ τον καύσωνα και η Αθήνα έτσι όπως μάθαμε να την αγαπάμε.
► Το παθιασμένο
«Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1955)
Ενας μοιραίος έρωτας δεν μπορεί παρά να γεννηθεί καλοκαίρι.
Πάνω στην άμμο, σ’ έναν απ’ ευθείας φόρο τιμής στον Μπερτ Λάνκαστερ και την Ντέμπορα Κερ του «From Here to Eternity», ο Γιώργος Φούντας κι η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίλτος κι η Στέλλα, θα κυλιστούν στην άμμο και θ’ αφήσουν το κύμα να παρασύρει φραγμούς, «πρέπει» και ασήμαντους όρκους πίστης.
Κι αν εκείνη βλέπει την ανεξαρτησία της να τυφλώνεται από το φως («Δεν θα’ θελα να μας καίει τέτοιος ήλιος…»), εκείνος έχει έτοιμη την αντρίκια απάντηση: «Καίγε ρε ήλιε, ώσπου να μας κάψεις!»
Λίγο αργότερα θα βγει το μαχαίρι.
► Της χαμένης αθωότητας
«Το δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη (1986)
«Το δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη (1986). Η ταινία που σε κάνει να νοσταλγείς τα παιδικά καλοκαίρια και τις ναΐφ περιπέτειες, ακόμα κι αυτές που δεν έζησες γιατί προηγήθηκαν του κυνισμού σου.
Στη Χίο του ’60 δυο αγόρια διασχίζουν το κατώφλι της ενηλικίωσης, ξέροντας καλά ότι η ωριμότητα βγαίνει από τα μικρά τραύματα, όπως η μαστίχα από τα μαστιχόδεντρα που κεντιούνται.
Η ζέστη, η ανεμελιά, οι μυρωδιές και τα χρώματα του ελληνικού καλοκαιριού, ανάμεσα στην ξεραΐλα και τη γονιμότητα, βρίσκουν σπίτι σ’ ένα δάσος που βουίζει τζιτζίκια.
► Της δυσβάσταχτης ομορφιάς
«Beautiful People» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2001)
H «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ στη Μύκονο, φωτογραφημένη από τον Αρη Σταύρου.
Η Ρέα Τουτουντζή κι ο Νίκος Κουρής απέναντι στον Γιάννη Βόγλη, αφόρητα κενοί κι απελπιστικά όμορφοι στο πιο λαμπερό νησί του Αιγαίου.
Ολη η μαεστρία του Νίκου Παναγιωτόπουλου στο να μεταμορφώνει το τίποτα σε κάτι, είναι απλωμένη σ’ αυτήν την ταινία, γοητευτική, εξουθενωτική και επιφανειακή όσο τα κοσμικά καλοκαίρια στα Ματογιάννια, μια υπέροχη μπουρμπουλήθρα σε κομψό ποτήρι.
► Του ανεκπλήρωτου
«Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2016)
Αν όλη σου τη ζωή είσαι loser, αυτό το καλοκαίρι δεν θα φέρει τη μεγάλη αλλαγή.
Ο γιατρούλης Κωστής του αριστουργηματικού Μάκη Παπαδημητρίου τυφλώνεται από την ομορφιά και την ελευθερία που αναπνέει η Αννα της Ελλης Τρίγκου.
Μια παρόρμηση παίρνει τον σκοτεινό κατήφορο, ενώ η κάμερα βολτάρει στην Αντίπαρο, από το κάμπινγκ στο Boogaloo κι από τις Αλυκές στη La Luna.
Το ελληνικό καλοκαίρι όπως πραγματικά είναι, καυτό, εκτυφλωτικό, ζαλιστικό και ποτέ τόσο ευτυχισμένο όσο ονειρεύεσαι.
► Του βουκολικού ρομάντζου
«Κορίτσια στον ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη (1968)
Δεν είναι μόνο το «Στάσου, μύγδαλα!» που, ποιος το περίμενε, χάραξε τη δική του πορεία στην ελληνική ποπ κουλτούρα για δυο-τρεις γενιές.
Δεν είναι μόνο ότι σ’ αυτό το, κατά τα άλλα απόλυτα τουριστικό, φιλμ συναντιούνται ο Ιάκωβος Καμπανέλλης στο σενάριο κι ο Σταύρος Ξαρχάκος στη μουσική (και στο «Ενα πρωινό, η Παναγιά μου…»).
Δεν είναι μόνο ότι η θεαματική μορφή του Γιάννη Βόγλη, που ξεχειλίζει αρρενωπότητα, ποτέ δεν αποτυπώθηκε καλύτερα στην οθόνη, ούτε ότι χάρη σ’ αυτήν την ταινία το ελληνικό σινεμά καρπώθηκε την Αν Λόμπεργκ, ούτε ότι αυτός ο αντίξοος έρωτας στην Ανδρο, του βοσκού και της τουρίστριας, γεννήθηκε τον καιρό που, λίγο πιο πέρα, αλώνιζε η χούντα.
Είναι επιπλέον ότι το καλοκαίρι είναι μια αντίδραση ελαφρότητας στο όποιο ρεαλιστικό δράμα, ένα ζεστό αεράκι πριν επανέλθει η μελαγχολία – κι η Αναμπελ ξαναγυρίσει στην Αγγλία.
► Της πανσελήνου
«Ησυχες Μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη (1991)
Τρεις ιστορίες που γίνονται μία: γιατί η Αθήνα τον Αύγουστο έχει τόση, απόλυτη ησυχία, που μοιάζει σαν να ζούμε όλοι μαζί, ο ένας στο σπίτι, στο μπαλκόνι, στο αυτοκίνητο του άλλου.
Ενα μάτσο άνθρωποι ψάχνουν την ανθρωπιά τους στους άδειους δρόμους, γίνονται άθελά τους ήρωες μιας αφαιρετικής ζωής και προσπαθούν ν’ αγαπήσουν τη μοναξιά τους, πράγμα ευκολότερο αν τη μουσική έχει γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Θανάσης Βέγγος, η Χρυσούλα Διαβάτη, η Αλέκα Παΐζη, η Θέμις Μπαζάκα, η Ειρήνη Ιγγλέση, ο Αλέκος Ουδινότης μοιάζουν να είναι οι μοναδικοί κάτοικοι αυτής της αυγουστιάτικης Αθήνας μ’ ένα φεγγάρι πιο όμορφο κι από το άλλο, το τροπικό.
► Το οικείο
«Πριν τα Μεσάνυχτα» του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ (2013)
Ενας Αμερικανός σκηνοθέτης βλέπει το ελληνικό καλοκαίρι όπως… κι εμείς: χωρίς δράμα, χωρίς ένταση, με το χρόνο να κυλά αργά, γλυκά και τη μέρα να καθορίζεται από το ήλιο και τη βόλτα του.
Η Σελίν και ο Τζέσι, η Ζιλί Ντελπί κι ο Ιθαν Χοκ, παραθερίζουν στη Μεσσηνία και, κάπου εκεί, ανάμεσα στις ελιές, πάνω στις κροκάλες των μονοπατιών, βλέπουν τη σχέση τους ν’ αποσυντίθεται και να ανασυντίθεται στο χρόνο που κρατά ο διάλογος ενός ζευγαριού: μια ζωή.
Παράλληλα, οικοδεσπότες και μουσαφίρηδες θα συμβάλλουν για να γίνουν τα γεμιστά, το μεγάλο τραπέζι θα γεμίσει διαφορετικές γενιές σε μια παρέα, το ουζάκι θα σερβιριστεί δίπλα στο κύμα.
Τουριστικό; Καθόλου: απλές, παγιωμένες, τόσο ευπρόσδεκτες ρουτίνες.
► Του ζεϊμπέκικου
«Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού (1971)
Η εμβληματική καλοκαιρινή τραγωδία χορεύει στον ρυθμό, που έστησε ο Μάνος Λοΐζος.
Ο λοχίας και η πόρνη (ο Γιώργος Κουτούζης και η Μαρία Βασιλείου), θα τολμήσουν τον έρωτά τους κατακαλόκαιρο και θα ξυπνήσουν τον συντηρητισμό και τις προκαταλήψεις στο σκληρό χωριό της Θράκης.
Τα πάθη της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας εκτίθενται κάτω από τον ήλιο και το ζευγάρι γίνεται έμβλημα μιας χώρας που παλεύει να διώξει το παλιό και ν’ απελευθερωθεί.
Και το παλεύει ακόμα, χειμώνα-καλοκαίρι.
► Του ερ-κοντίσιον
«Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη (2002)
Η κόλαση της ελληνικής μικροαστικής οικογένειας δεν θα έβρισκε ευκαιρία να εκραγεί, αν τα μέλη της δεν ήταν αναγκασμένα να συγκατοικούν και να βράζουν σ’ ένα τσιμεντένιο διαμέρισμα εν μέσω καύσωνα.
Η πρώτη ταινία του Οικονομίδη, που λάνσαρε και τη «σχολή» του, εκτυλίσσεται καλοκαίρι αλλά είναι, φυσικά, απόλυτα αντι-καλοκαιρινή.
Καλύτερη κι αξέχαστη απόδειξη, ο διάλογος της αρχής για το air-condition, μεταξύ του Δημήτρη – Ερρίκου Λίτση και του Γιώργου – Κώστα Ξυκομηνού, όσο δροσίζονται με περιοδικά για βεντάλιες κι ο φραπές περιμένει στο πλάι:
◼ Φτιάξτο το μπουρδέλο σου, να πούμε, φτιάξτο! Με περιοδικά κι εφημερίδες κάνετε αέρα εδώ μέσα;
● Θα το φτιάξω όποτε γουστάρω ‘γω! Τα Χριστούγεννα. Το Πάσχα. Το Πάσχα με τον Αγιοβασίλη. Εσύ τι θέλεις;
◼ Τι να θέλω ρε; Μούσκεμα έχω γίνει. Λέω προχτές στην Εύα και στον Μιχαλάκη, πάμε ρε στα παιδιά να πιούμε μια μπίρα; Και μου λένε, πού να πάμε ρε, που να πάμε εκεί μέσα, λέει; Στο θάλαμο να σκάσουμε;
● Καλά σου λένε, να μην έρθετε να πιείτε μπίρα εδώ πέρα!
◼ Ε πες το μας στα ίσα ρε άμα δε μας θες σπίτι σου, όχι να μας βασανίζεις! Πες το μας ρε!
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας