Bacurau (Βραζιλία, Γαλλία, 2019, 131’)
★★½☆☆
● Σκηνοθεσία: Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, Ζουλιάνο Ντορνέλες
● Ηθοποιοί: Μπάρμπαρα Κόλεν, Ούντο Κίερ, Σόνια Μπράγκα
Στη Βραζιλία ενός αόριστου μέλλοντος, «σε λίγα χρόνια από τώρα», η Τερέζα επιστρέφει στο χωριό της καταγωγής της για να τιμήσει τη γιαγιά της που πέθανε. Μόνο που εκεί, στην ιδιόμορφη μητριαρχική κοινότητα στα βάθη της τεράστιας, μυστικιστικής λες χώρας, την κοινότητα που για άγνωστους λόγους μόλις εξαφανίστηκε από το google maps, μια συμμορία λευκών Αμερικανών «κυνηγών» είναι αποφασισμένη να εξαλείψει τον πληθυσμό έτσι, για το γούστο.
Ο Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου (σκηνοθέτης του ατμοσφαιρικού «Aquarius») συνεργάζεται με τον ώς τώρα σκηνογράφο του Ζουλιάνο Ντορνέλες σε μια ταινία (Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Κανών 2019) με ανεβασμένα ντεσιμπέλ όχι μόνο εικαστικά, αλλά… κάθε είδους: πολιτικά, ιδεολογικά, κοινωνικά, φυλετικά.
Ενα φιλμ που συνδέει το γουέστερν με το b-movie και τη, ναι, διαστημική φαντασία μ’ ένα σενάριο γεμάτο εξωφρενικές ανατροπές, που θέλει, είναι προφανές, να μιλήσει για τη Βραζιλία του Μπολσονάρο και την αποικιοκρατική παρείσφρηση της Αμερικής. Το κάνει όμως τόσο πληθωρικά, ξεστρατίζοντας φλύαρα και τακτικά, που τελικά δεν καταφέρνει ν’ ακουστεί δυνατά για τίποτα, παρά παρασύρει τον θεατή σ’ ένα παιχνίδι τού τι, ακόμα πιο ακραίο, θα σκεφτεί χάνοντας την ουσία, κερδίζοντας στον εντυπωσιασμό.
Ο Ανθρωπος του Θεού (Ελλάδα, 2021, 109’)
★½☆☆☆
● σκηνοθεσία: Γελένα Πόποβιτς
● ηθοποιοί: Αρης Σερβετάλης, Αλεξάντερ Πετρόφ, Μίκι Ρουρκ, Χρήστος Λούλης, Καριοφυλλιά Καραμπέτη, Νικήτας Τσακίρογλου, Γιάννης Στάνκογλου, Τάνια Τρύπη, Μαρθίλια Σβάρνα, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Γιάννης Αναστασάκης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Βασίλης Κουκαλάνι
Οδοιπορικό στη ζωή και την προσφορά του Αγίου Νεκταρίου: αφετηρία στα χρόνια του ως μητροπολίτη Πενταπόλεως, περιφρονημένου από τους κληρικούς της Αλεξάνδρειας, από τη μια προκειμένου να μη γίνει ποτέ Πατριάρχης, από την άλλη επειδή ήταν φιλόπτωχος, φιλάνθρωπος και φιλάραβας. Κατάληξη, μετά το πέρασμά του από την Αθήνα και την Εύβοια, στην Αίγινα, στη μονή γυναικών που έχτισε με τα χέρια του, εκεί όπου άφησε την τελευταία πνοή του, ακόμα κατηγορούμενος και μαζί αγαπητός.
Σε μια ταινία με βασική χρηματοδότηση από τη Μονή Βατοπεδίου δεν τίθεται θέμα πραγματικής διερεύνησης, παρά μόνο έκθεσης της ζωής, του έργου και της προσωπικότητας του Αγίου Νεκταρίου, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως θαυματουργός άγιος από την αρχή του φιλμ. Παρ' όλα αυτά η ταινία της Σέρβας Γελένα Πόποβιτς, μ’ ένα all-star ελληνικό καστ και τον Μίκι Ρουρκ ως αμερικανικό εμβόλιο, δεν είναι υπερφίαλη, δεν είναι μεγαλομανής, είναι απλώς εντελώς επίπεδη και ιδιαίτερα κακοπαιγμένη. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό: όλοι οι ηθοποιοί μιλούν στ’ αγγλικά, προφανώς για να γίνει πιο ευπώλητο το φιλμ στο εξωτερικό, οι περισσότεροι σε επίπεδο κάτω του Lower, με αποτέλεσμα και να μην μπορούν να ερμηνεύσουν, αλλά και να χρειάζονται, έτσι κι αλλιώς, υπότιτλους για το διεθνές κοινό: κι αν ο Μίκι Ρουρκ είναι ο μόνος αυθεντικός αγγλόφωνος, η άρθρωσή του είναι από μόνη της δυσνόητη. Ο Αρης Σερβετάλης διασώζεται οριακά χάρη στο εκφραστικό του βλέμμα και μια λες εκ των έσω αγνότητα που γεμίζει τις σκηνές του.
Οσο απλή και λιτή ήταν η ζωή του Αγίου Νεκταρίου, τόσα «στολίδια» είναι φορτωμένη η ταινία – εκτός από το καστ, η γοητευτική όσο και generic μουσική του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, η φωνή της Λίσα Γκέραρντ, το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό σε μια πιστή απόδοση της εποχής και της κληρικής ή μοναστικής ζωής, αν εξαιρέσεις ότι όλοι, πάντα, είναι πεντακάθαροι και σιδερωμένοι, η φωτογραφία σε επίμονα αποχρωματισμένους, «σεβάσμιους» τόνους. Η κάμερα διστακτική να πλησιάσει κοντά το πρόσωπο του αγίου, η σκηνοθετική προσέγγιση διττή: περιγραφική, σταθερή όταν αποτυπώνει τη δράση, σε μια ανεξήγητη «έξαρση» με την κάμερα στο χέρι να γυρνοβολάει όταν ακούμε τους εσωτερικούς μονολόγους του αγίου.
Παρότι η Πόποβιτς κάνει τις νύξεις της για τη διαφθορά της Εκκλησίας ή για κεφαλαιώδη ζητήματα σαν τη σύγκρουση της πίστης με τη λογική, δεν εμβαθύνει ούτε στο ελάχιστο σ’ αυτά. Σε μια (κινηματογραφική) βιογραφία μιας τόσο συγκεκριμένης, εμβληματικής θρησκευτικής προσωπικότητας ίσως προκύπτουν δύο ερωτήματα: Τιμά η ταινία τον άνθρωπο που απεικονίζει; Και έχει ενδιαφέρον για τον μη πιστό θεατή; Ναι για το πρώτο, αν και χωρίς ίχνος αμφισβήτησης ή αναγνώρισης μιας εσωτερικής σύγκρουσης. Και όχι για το δεύτερο.
Ταξίδι μέσα από τη μνήμη (Reminiscence, ΗΠΑ, 2021, 116’)
★★½☆☆
● σκηνοθεσία: Λίσα Τζόι
● ηθοποιοί: Χιου Τζάκμαν, Ρεμπέκα Φέργκιουσον, Τάντι Νιούτον
Στο φουτουριστικό Μαϊάμι η στάθμη του νερού έχει ανέβει τόσο ώστε να παγιδεύσει τη μισή πόλη στον βυθό και την καθημερινότητα στη νύχτα, αφού το πρωί ο ήλιος καίει αφόρητα. Οι κάτοικοι νοσταλγούν το παρελθόν και το συναντούν, με το σωστό αντίτιμο χάρη στον Νικ Μπάνιστερ, τη βοηθό του Γουάτς και τη μηχανή τους, που μπορεί να οδηγήσει το μυαλό σε όποια στιγμή στον χρόνο θέλει να ξαναζήσει με όλες τις αισθήσεις. Η πανέμορφη, μυστηριώδης Μέι, τραγουδίστρια σε νάιτ κλαμπ, θα ζητήσει κάτι απλό, μια αναδρομή στον χρόνο για να βρει τα κλειδιά της – όμως η εμμονή που θ’ αποκτήσει ο Νικ μαζί της κάθε άλλο παρά απλή είναι.
Κινηματογραφικό σκηνοθετικό ντεμπούτο για τη Λίσα Τζόι, τη showrunner του τηλεοπτικού «Westworld», ένα δυστοπικό νεο-νουάρ με αφήγηση από τον κεντρικό ήρωα που τόσο μιμείται το «Blade Runner», από το βιομηχανικό / αρ νουβό ντεκόρ ώς τον μπλε φωτισμό, τις επιγραφές από νέον, την ανατρεπτική φαμ φατάλ, που απλώς χάνει στη σύγκριση. Το οικολογικό καμπανάκι δεν είναι παρά ένα σεναριακό πρόσχημα, σ’ ένα φιλμ όπου μόνο η φωτογένεια του πρωταγωνιστικού ζευγαριού και τα μεταξωτά φορέματα της Μέι καταφέρνουν να κάνουν το… ταξίδι μέσα από τη μνήμη.
Candyman (Καναδάς, ΗΠΑ, 2021, 91’)
● σκηνοθεσία: Νία ΝταΚόστα
● ηθοποιοί: Γιάγια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ, Τεγιόνα Πάρις, Νέιθαν Στιούαρτ-Τζάρεντ
Ο Αντονι ΜακΚόι, καλλιτέχνης σε αναζήτηση έμπνευσης, μετακομίζει μαζί με τη σύντροφό του σε μια υποβαθμισμένη περιοχή στο Σικάγο που βρίσκεται υπό ανάπλαση. Εκεί θα ανακαλύψει και το έναυσμα για να δημιουργήσει: τον τοπικό αστικό μύθο του Candyman, που μπορεί να μην είναι μόνο μύθος και που σίγουρα έχει κάποια βαθύτερη σύνδεση με τον Αντονι. Με τον Τζόρνταν Πιλ («Get Out», «Us») στη σεναριακή υπογραφή, μ’ ένα κατά πλειοψηφία αφροαμερικανικό πρωταγωνιστικό καστ, ο «Candyman» του Κλάιβ Μπάρκερ, που μεταφέρθηκε το 1992 στο σινεμά, αποκτά το «πνευματικό σίκουέλ» του, ένα καθαρόαιμο θρίλερ με αντιρατσιστική επίγευση και τον ανερχόμενο Γιάγια Αμπντούλ-Ματίν ΙΙ στο επίκεντρο.
Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες (Le tour du monde en 80 jours, Γαλλία, Βέλγιο, 2021, 82’)
★★½☆☆
● σκηνοθεσία: Σαμιέλ Τουρνέ
Ο Πασπαρτού είναι ένα νεαρό μαϊμουδάκι, ελαφρώς μαμόθρεφτο, που ονειρεύεται να δει τον κόσμο. Οταν γνωρίσει τον Φιλέα, τον φαφλατά βάτραχο που θα στοιχηματίσει ότι μπορεί να κάνει τον γύρο του κόσμου σε 80 μέρες, η περιπέτειά τους ξεκινά. Το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν σε (ακόμα) μια κινηματογραφική εκδοχή με απλοϊκό σχέδιο και αναμενόμενα αστεία, διασκεδαστική μόνο για τις μικρές ηλικίες στις οποίες απευθύνεται.
Επανεκδόσεις
● «Ο άνθρωπος ελέφαντας» του Ντέιβιντ Λιντς (1980, αστεράκια: 5).
Στο βικτοριανό Λονδίνο ένας χειρουργός πασχίζει να σώσει έναν βαριά παραμορφωμένο άντρα, τον οποίο οι εκμεταλλευτές του περιφέρουν στο τσίρκο σαν τέρας της φύσης. Πίσω από τη φρικώδη όψη του ωστόσο αποκαλύπτεται ένα πρόσωπο καλοσύνης και νοημοσύνης. Κανείς δεν περίμενε ένα ουμανιστικό μελόδραμα τέτοιου συναισθηματικού βάθους από τον Ντέιβιντ Λιντς μετά το ακραία σουρεαλιστικό ντεμπούτο του («Eraserhead»). Η κομψή σκηνοθεσία ισορροπεί ανάμεσα στη διακριτική προσέγγιση του αξιοπερίεργου και σε ξεσπάσματα ευαισθησίας. Απέναντι στον κεντρικό ρόλο-άθλο του Τζον Χερτ, ο Αντονι Χόπκινς λάμπει σε μια σωματική ερμηνεία συγκρατημένης μελαγχολίας και άδολης ευγένειας, καθώς ενθουσιάζεται από το αντικείμενο της επιστημονικής μελέτης αλλά και σοκάρεται από τον ανθρώπινο χλευασμό απέναντι στη δυσμορφία. Ερμηνεύει με στωικότητα έναν επιστήμονα που το ιατρικό του ενδιαφέρον άλλοτε μάχεται και άλλοτε συμπλέει με την ανθρώπινη ενσυναίσθηση. Ο Λιντς παρασύρει τον θεατή να προσπεράσει το μακάβριο και τον σκοταδιστικό διάκοσμο, ώστε να ακούσει τη σπαρακτική κραυγή ενός ανθρώπου που απλώς ζητάει τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια.
● «Τρία χρώματα: Η λευκή ταινία» του Κριστόφ Κισλόφσκι (1994, αστεράκια: 4).
Σ’ ένα γαλλικό δικαστήριο εκτυλίσσεται ένα δράμα: ο Πολωνός Καρόλ Καρόλ παίρνει διαζύγιο από τη Γαλλίδα γυναίκα του, τη λεπτεπίλεπτη, πανέμορφη Ντομινίκ επειδή, με δική του ευθύνη, «ο γάμος δεν ολοκληρώθηκε». Ο Καρόλ, κομμωτής στο επάγγελμα, βρίσκεται στη Γαλλία χωρίς σπίτι, χρήματα, ταυτότητα. Θα ταξιδέψει πίσω στην πατρίδα του μέσα σε μια βαλίτσα και εκεί θα χτίσει μια νέα ζωή, ανατρεπτική και εύπορη, εργαλείο για να διεκδικήσει την «ισότητα» (το δεύτερο «χρώμα» στην τριλογία του Κισλόφσκι βασισμένο στις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης) που θεωρεί ότι δικαιούται. Η λιγότερο αβανταδόρικη από τις τρεις ταινίες εξελίσσεται μέσα στα χρόνια ίσως στην πιο εύστοχη του Κισλόφσκι, σίγουρα στην πιο πικρή, παρότι παίρνει τη μορφή της μαύρης κωμωδίας. Ενα υπερβατικό ρομάντζο, η άνοδος του αυτοδημιούργητου (κι όχι απαραίτητα νόμιμου) ήρωα, ένας ιστός εκδίκησης κι ένα σπαρακτικό και παραδόξως καθαρτικό φινάλε μιλούν τόσο για την αυγή του νέου εκείνου αιώνα όσο και για το ακριβώς σήμερα.
● «M*A*S*H» του Ρόμπερτ Ολτμαν (1970, αστεράκια: 4).
Οι Αμερικανοί γιατροί και νοσηλευτές μιας στρατιωτικής μονάδας τοποθετημένης στην Κορέα στη διάρκεια του πολέμου περνούν τις μέρες τους στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο, αλλά κυρίως αράζοντας στο στρατόπεδο και στο… καψιμί, προσπαθώντας να πολεμήσουν την παράνοια του πολέμου με τη δική τους τρέλα. Μια εκρηκτική σάτιρα, με διαλόγους σε ρυθμό οπλοπολυβόλου και κομμάτια σωματικής κωμωδίας ή και χοντροκομμένης παρωδίας, ήταν το όπλο του Ολτμαν όχι απλώς για να γίνει διάσημος στα πρώτα του βήματα, αλλά και να συστήσει μια πλειάδα αριστουργηματικών ηθοποιών και να καυτηριάσει την τραγωδία του πολέμου του Βιετνάμ. Η ταινία έγινε γρήγορα κλασική, τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, με Οσκαρ Διασκευασμένου Σεναρίου (από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Χούκερ), γέννησε μια επίσης πολύ πετυχημένη τηλεοπτική σειρά, αλλά και παγιδεύτηκε στα ήθη της εποχής της – πενήντα χρόνια αργότερα βλέπεται με στιγμές έκπληξης και ενθουσιασμού, αλλά και απορίας για το αντιφεμινιστικό της θράσος, κυρίως ως, ομολογουμένως σπιντάτο, ντοκουμέντο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας