«Οταν ο Τόλης ανεβαίνει στην πίστα, την καταπίνει ολόκληρη», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας για τον Βοσκόπουλο. Ηταν άραγε αυτό το άρρητο, παράξενο και όχι κοινό χάρισμα, που ο Τόλης Βοσκόπουλος λατρεύτηκε τόσο από τον απλό κόσμο, αλλά και από το εγχώριο...«τζετ σετ» μίας ολόκληρης εποχής; Ηταν το γεγονός ότι ξεκινώντας τη διαδρομή του από την Κοκκινιά του ’40, ως μόνος γιος της πολύτεκνης οικογένειας ενός μανάβη, ενσάρκωσε τελικά μία εκδοχή του «ελληνικού ονείρου» κάνοντας, τα επόμενα χρόνια, πολλαπλούς κύκλους επιτυχιών, από το σινεμά στην πίστα, από τα ταπεινά δυτικά προάστια στα «πολυτελή» νότια, από την αφάνεια στα πρωτοσέλιδα;
Ηταν η χαρακτηριστική φωνή του, λίγο ένρινη, πολύ κατάλληλη για το πέρασμα στο ελαφρολαϊκό; Ηταν το γεγονός ότι ήταν... ευρύχωρος, γενναιόδωρος, ιππότης παλαιάς κοπής με τις γυναίκες που τις αποθέωνε, λουσμένος στην ακριβή κολόνια και απαστράπτων στα καλοραμμένα κοστούμια; Ηταν ότι ήταν ιδιοσυγκρασιακός, πρωταγωνιστής, όχι μόνο σε ταινίες και «ανεπανάληπτα» ξενύχτια στις πίστες, αλλά και σε φήμες, σε απόλυτα ερωτικά πάθη, σε διαζύγια, σε σκάνδαλα, σε περιπέτειες, σε «κουμπαριές» και φιλίες με βροντερά ονόματα; Ηταν ότι ήταν ο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος στη νυχτερινή ζωή μιας οικονομικής πραγματικότητας και μιας ταξικής συνείδησης που άλλαζε, κυρίως λόγω αυτού που κόμισε το ΠΑΣΟΚ και πριν από τη δεκαετία του ’80 στην ελληνική κοινωνία, την αποφόρτιση κι αποενοχοποίηση δηλαδή της μεσαίας και μικρομεσαίας τάξης που μπορούσε επιτέλους να χαλάσει κι ένα μισθό στα μπουζούκια;
Ηταν προφανώς όλα αυτά μαζί. Το ταλέντο και η συγκυρία. Η ιδιοσυγκρασία και οι δυνατότητες. Η υπερβολή και η ευγένεια. Γι’ αυτό ακόμα και κάποιοι, λιγότεροι, που δεν τρελαίνονταν ίσως τόσο με τη φωνή του ή με αυτή την τόσο πληθωρική, έως και «τεατράλε» ώρες-ώρες, προσωπικότητα, λυπήθηκαν πολύ χθες με την είδηση του θανάτου του Τόλη Βοσκόπουλου, στα 81 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς. Ε, ναι! Εκτός από τα τραγούδια, καθένας και κάτι δικό του αποχαιρετά μαζί με τον «Τόλη». Κι όλοι μαζί τον θέλαμε λίγο ακόμα εδώ να προλάβει τη μετα-πανδημική επανεκκίνηση της νύχτας, να ξετυλίγεται μέχρι τη γωνία η ουρά αναμονής για την είσοδο στο τελευταίο στέκι που τραγούδησε -και μάλιστα καθημερινές- στην οδό Τσόχα, να παραταθεί η ψευδαίσθηση της «ευδαιμονίας» των περασμένων δεκαετιών και των «ανδρών παλαιάς κοπής που σου ανοίγουν την πόρτα του αυτοκινήτου και σου χαρίζουν λουλούδια». Αυτό μας εξομολογήθηκε ότι ξεχώριζε πρώτα-πρώτα παλαιά του συνεργάτιδα από τη δισκογραφία. «Πόσο “ιππότης” και γενναιόδωρος ήταν με τις γυναίκες. Με όλες, όχι μόνο με αυτές που ερωτεύτηκε. Δεν μπορώ να μην το σκεφτώ κι αυτό την εποχή του MeToo, αλλά και των τόσων γυναικοκτονιών», λέει.
«Λαϊκός άνθρωπος. Κι αριστοκράτης, μαζί. Με τον χαμό του κλείνει οριστικά το κεφάλαιο μπουζούκια και νύχτα-με τον παλιό τρόπο», επισημαίνει ο Θανάσης Συλιβός, εκδότης του «Μετρονόμου» κι άνθρωπος που έχει μελετήσει (και) το λαϊκό τραγούδι.
Αυτοί ωστόσο που τον γνώρισαν καλύτερα, στη σκηνή και στα παρασκήνια ήταν οι πιο στενοί του συνεργάτες. Οι μουσικοί. Κι από αυτούς ο κορυφαίος «παίκτης» του μπουζουκιού, ο Μανώλης Καραντίνης, συνοδοιπόρος του στα μουσικά πράγματα πάνω από μία 20ετία. «Εγώ», εξομολογείται πολύ συγκινημένος ο Καραντίνης, «λόγω του Τόλη, έγινα ό,τι έγινα. Τον είδα πρώτη φορά στην τηλεόραση, στα 6 μου χρόνια κι αποφάσισα πώς αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Να παίζω λαϊκά. Αργότερα δούλευα σε συνεργείο και ό,τι έβγαζα το έδινα για ν’ αγοράζω τους δίσκους του. Τον γνώρισα πολύ αργότερα, το 1999, όταν ηχογραφούσαμε το δίσκο “Η νύχτα γέμισε με φως”. Δεν πίστευα στην τύχη μου, να παίζω με τον Βοσκόπουλο. Εκτοτε αποκτήσαμε σχέση πατέρα-γιού. Τον ακολούθησα μέχρι τέλους, στο “Baraonda”, στην παράσταση “Μαριχουάνα Στοπ“, στο Αλσος. Μεγάλωσαν οικογένειες με τον Τόλη. Κι αυτός βοηθούσε οικονομικά κόσμο και κοσμάκη. Αλλά και πόσους τραγουδιστές βοήθησε. Κι ούτε να “φάει” τη δουλειά κανενός. Κύριος, large... Αρχοντας με τα όλα του. Γι’ αυτό είχα λυπηθεί και μ΄εκείνη την ιστορία με τα πρόστιμα που είχε φάει για φοροδιαφυγή. Να σου πω και κάτι ακόμα; Εγώ δεν μπορώ να κάνω παρέα με όσους δεν ακούν Βοσκόπουλο, Αγγελόπουλο, Καζαντζίδη, Διονυσίου, Μπιθικώτση, Νταλάρα. Μεγάλα κεφάλαια για τον απλό κόσμο».
Και κάπως έτσι, σχεδόν ασυναίσθητα, πολύ αυθόρμητα και πολύ συγκινημένα, ο Καραντίνης εξηγεί με δυο κουβέντες ποιον αποχαιρετά από χθες ο απλός, λαϊκός κόσμος.
Ο Τόλης του μελοδράματος, ο «Πρίγκιπας» του ελαφρολαϊκού τραγουδιού, το μεγάλο λαϊκό είδωλο της δεκαετίας του 1970, ένας από τους πιο εμπορικούς τραγουδιστές που πέρασαν από την ελληνική δισκογραφία, ο καλλιτέχνης που δοξάστηκε όσο λίγοι και άφησε εποχή για το ερμηνευτικό στιλ, την ένρινη εκφορά, τη θεατράλε συναισθηματική λαϊκότητα, την επαφή με την πίστα, τον τρόπο που απέφευγε την υπερβολική έκθεση στα ΜΜΕ, την απλότητα, την ευγένεια, την αβρότητα αλλά και τη στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε τις προσωπικές θύελλες.
ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ο «Πρίγκιπας» του ελαφρολαϊκού
Λίγες μέρες πριν τα 81α γενέθλιά του πέθανε από ανακοπή καρδιάς ο Τόλης Βοσκόπουλος, ενώ νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο ΓΝΑ με αναπνευστικά προβλήματα. «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», «Δυο καρδιές», «Μα εγώ αγαπώ μία», «Αγωνία», «Και εσύ θα φύγεις», «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι», «Οι άντρες δε μιλούν πολύ», «Αϊντε στην υγειά της», «Λάθος δρόμο πήραμε καρδιά», «Σαν της γαρδένιας τον ανθό», «Οποια και να ’σαι», «Συγχωρήστε το απόψε το παιδί», «Δυο καρδιές», «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά», «Ανεπανάληπτος», «Πριν χαθεί το όνειρό μας», «Μπορεί», «Ψύλλοι στα αφτιά μου», «Του χωρισμού η ώρα», «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά», «Αποκοιμήθηκα» και εκατοντάδες άλλα τραγούδια σφραγίστηκαν για πάντα από τη δημιουργική ή ερμηνευτική του σφραγίδα.
Ο Τόλιος –αυτό ήταν το υποκοριστικό του για τους συγγενείς και τη γειτονιά– γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1940 στην Κοκκινιά του Πειραιά από Μικρασιάτες γονείς κι όπως μας διηγήθηκε, πριν από τρία χρόνια, στη συνέντευξη Τύπου για τη συναυλία του Ηρωδείου:
«Οι γονείς μου ήρθαν στην Ελλάδα με τους διωγμούς. Ημουν το 20ό παιδί μιας οικογένειας που ώς τη γέννησή μου είχε 19 κορίτσια. Ο πατέρας μου, αν και πρόσφυγας, κατάφερε να γίνει αφεντικό. Η επιχείρησή του είχε μια ταμπέλα με το όνομά του, την οποία καμάρωνε και κοιτούσε με τις ώρες, ακόμα κι όταν έκλειναν τα μαγαζιά. Ηταν σαν να μην ήθελε να τη σβήσει ποτέ. Θεωρούσε το μανάβικο το μεγαλύτερο επίτευγμά του... Καθώς όμως στη Λαχαναγορά δεν είχαν θέση εκείνη την εποχή οι γυναίκες, αγωνιούσε να κάνει τον γιο, για να τον βάλει στη δουλειά. Και κυρίως, για να κολλήσει στην ταμπέλα το “Υιός” δίπλα στο επώνυμό του. Για να τα καταφέρει έφτασε να κάνει 19 κορίτσια. Ηταν τόσο μεγάλη η επιθυμία του για αγόρι, που την ημέρα που γεννήθηκα τύπωσε κάρτες που έγραφαν: “Χαράλαμπος Ιωάννου Βοσκόπουλος και Υιός”, ενώ άλλαξε φυσικά αμέσως και την ταμπέλα».
Αδιανόητο, λοιπόν, για έναν πιτσιρίκο που μεγάλωνε στη Λαχαναγορά για να παρακολουθεί εμπορικές διαπραγματεύσεις και συγχρόνως φοιτούσε στη γαλλική σχολή St Paul στον Πειραιά για να «οχυρωθεί» στα γράμματα να ξεστομίσει στην οικογένεια ότι ποθούσε την τέχνη.
«Ενα βράδυ, στην Κοκκινιά που μέναμε, ήρθε να δώσει παράσταση ένα μπουλούκι. Ημουν 15 ετών, δεν άντεξα άλλο, πήγα μαζί. Τρελάθηκα! Είπα “Παναγία μου, αυτό θέλω να κάνω κι εγώ, αλλά πώς να το πω στον πατέρα μου;”. Σκεφτείτε τώρα τι σήμαινε για έναν λαχαναγορίτη, που έκανε 20 παιδιά για να κρατήσει το όνομά του στο μανάβικο, να ακούει από το αγόρι του “θέλω να γίνω θεατρίνος”. Πήγα να του το ανακοινώσω έχοντας ετοιμάσει τον λαιμό μου, γιατί ήμουν βέβαιος ότι θα με σφάξει. Ομως εκείνος ήταν τόσο λεβέντης που με πήρε από το χέρι και πήγε να με γράψει στο Εθνικό Ωδείο. Φεύγοντας από εκεί, περιμένοντας το λεωφορείο της επιστροφής –πού λεφτά γι’ αυτοκίνητα εκείνη την εποχή;– ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος που σπανίως μιλούσε, με ρώτησε: “Ξέρεις γιατί σε έγραψα στο ωδείο; Για να μην πεις κάποια μέρα ότι σε εμπόδισα να γίνεις αυτό που ονειρεύτηκες”. Σας ορκίζομαι: ακόμη και σήμερα, κάθε φορά που βγαίνω στη σκηνή, κοιτώ ψηλά και του λέω “Κοίτα με τώρα!”», μας είχε πει επίσης στην ίδια συνέντευξη Τύπου.
Χάρη σε εκείνη την «εκσυγχρονιστική» για την εποχή πατρική γενναιοδωρία ξεκίνησαν για τον Τόλη Βοσκόπουλο έξι δεκαετίες δόξας, καριέρας (πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1958), κι ένα μοναδικό σερί από επιτεύγματα. Το 1963 έκανε ντεμπούτο στον κινηματογράφο, λίγο μετά μπήκε στη δισκογραφία με το τραγούδι «Βήμα-βήμα», ενώ, το 1968 ο Γιώργος Ζαμπέτας τού χαρίζει το πρώτο του μεγάλο σουξέ, την «Αγωνία» και το δισκογραφικό του κοντέρ αρχίζει να μετρά εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους. Την ίδια εποχή, στα φημισμένα κοσμικά ξενυχτάδικα «Κουίντα» και «Igloo» ο Τόλης έχτιζε τον μύθο του πρίγκιπα της πίστας, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις μνημειώδεις βραδιές στη «Νεράιδα» και τα μεγάλα κέντρα όπου ο κόσμος έκανε μέχρι τις αρχές του 1980 ουρές για να τον ακούσει.
Ιδιο το σκηνικό και στο θέατρο –την αξεπέραστη αγάπη του, όπως έλεγε– όπου το καλοκαίρι του 1970 (Θέατρο Μπουρνέλη) πρωταγωνίστησε με τη Ζωή Λάσκαρη στο «Μαριχουάνα Stop» του Γιάννη Δαλιανίδη (την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τη Φίνος Φιλμ) και στο θεατρικό έργο «Εραστές του ονείρου» (1972, Θέατρο Βέμπο). Εκλεισε για αρκετά χρόνια την πόρτα στο θέατρο με μια τελευταία εμφάνιση το 1978 στο μιούζικαλ «Τραγούδα, θεατρίνε» με τη Μαρία Αλιφέρη και επανήλθε το 1998 με το μιούζικαλ «Ηρθες σαν όνειρο» και συμπρωταγωνίστρια την Αντζελα Γκερέκου.
Οσο για το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, πραγματοποιήθηκε το 1960 στην ταινία «Τρεις κούκλες και εγώ» πλάι στους Ντίνο Ηλιόπουλο, Μάρω Κοντού, Μάρθα Καραγιάννη. Τρία χρόνια αργότερα, λαμπερός και χαριτωμένος συμμετέχει στο ιστορικό μιούζικαλ του Δαλιανίδη «Κάτι να καίει» ως μέλος του μοντέρνου συγκροτήματος του Κώστα Βουτσά. Ακολουθούν οι ταινίες «Ο θαλασσόλυκος, «Ηταν όλοι τους κορόιδα», «Τ’ αδέρφια», «Αγωνία», «Μια γυναίκα, μια αγάπη, μια ζωή», «Σε ικετεύω», και τόσες άλλες, αλλά αδιαμφισβήτητα οι κορυφαίες κινηματογραφικές του εμφανίσεις είναι στα «Μαριχουάνα Stop» και «Αδέρφια μου, αλήτες πουλιά».
Πλούσιο ήταν και το συνθετικό του έργο αφού τραγούδια του ερμήνευσαν η Μαρινέλλα (τραγούδησαν μαζί τα «Εγώ κι εσύ», «Τι ζητάμε», «Σ’ αγαπώ» κ.ά.), ο συνοδοιπόρος του στην πίστα Στράτος Διονυσίου (μεταξύ αυτών το «Αποκοιμήθηκα» του 1976), η Δούκισσα («Αναμνήσεις», «Σαν της γαρδένιας τον ανθό», «Του χωρισμού η ώρα»), ο Γιάννης Βογιατζής (με το δικό του «Αδέλφια μου, αλήτες πουλιά» κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το 1971).
Ο Τόλης Βοσκόπουλος παντρεύτηκε τέσσερις φορές: τη Στέλλα Στρατηγού (1960 -1965), τη Μαρινέλλα (1973-1981), την Τζούλια Παπαδημητρίου (1990-1996) και τη νυν πρόεδρο του ΕΟΤ Αντζελα Γκερέκου, με την οποία απέκτησαν (2001) την κόρη τους Μαρία.
■ H κηδεία του θα γίνει στο Α’ Νεκροταφείο αύριο, Τετάρτη, στις 15.00.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Κάθε τραγούδι κι ένας ρόλος
Ο Τόλης Βοσκόπουλος υπήρξε από τους πιο αγαπημένους ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού με μεγάλο εύρος τραγουδιών γραμμένα από κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς. Μιλάμε για εκείνα τα τραγούδια που τον καθιέρωσαν και τα οποία θα μείνουν και θα ακούγονται για πάντα. Ζαμπέτας, Ακης Πάνου, Μίμης Πλέσσας, Γιώργος Κατσαρός, Κώστας Βίρβος, Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι μερικοί από αυτούς που έγραψαν πάνω στη φωνή του κι εκείνος τους γύρισε πίσω τα τραγούδια τους ολοκληρωμένα με τη μοναδική ερμηνεία του.
Το μεγάλο ατού του Βοσκόπουλου δεν ήταν η φωνή του παρόλο που ήταν ιδιαίτερη και με δικό της ξεχωριστό χρώμα. Εκείνο που τον καθιέρωσε ήταν η ερμηνεία του, την οποία κανένας άλλος δεν μπορούσε και δεν μπορεί να επαναλάβει. Γι’ αυτό και ό,τι τραγούδησε, όσες φορές κι αν ξανατραγουδηθεί από άλλους, ποτέ δεν θα συγκινήσει όσο συγκινούσε και συγκινεί η δική του πρώτη εκτέλεση.
Εχοντας ξεκινήσει την καριέρα του ως ηθοποιός παρέμεινε ηθοποιός και ως ερμηνευτής, μετατρέποντας κάθε τραγούδι που είπε σε ένα μοναδικό ρόλο. Ετσι δημιούργησε μια ολόκληρη σχολή ερμηνείας του τραγουδιού που δεν είχε και δεν θα έχει ποτέ της συνέχεια, καθώς δεν υπάρχει άλλος δάσκαλος να την διδάξει και μαθητής που να μπορεί να την διδαχθεί.
Ηταν ο αγαπημένος των γυναικών όχι λόγω της πολυτάραχης ερωτικής ζωής του αλλά λόγω των τραγουδιών του. Η γυναίκα στα τραγούδια του είναι θεά ό,τι κι αν κάνει σε έναν άνδρα. Μοναδική για τον άνδρα όσο είναι μαζί της. Κι ο άνδρας που περιγράφεται σ’ αυτά είναι εκείνος που θα ήθελε κάθε γυναίκα: τρυφερός, δοτικός ώς την τελευταία ικμάδα του εαυτού του, υπεύθυνος, απόλυτα αφοσιωμένος, έτοιμος για τη μεγαλύτερη θυσία, ιππότης. Ο Τόλης είχε τους δικούς του κώδικες ζωής. Αποδεκτοί ή όχι από εμάς τους υπόλοιπους εκείνος τους υπηρέτησε με συνέπεια ώς το τέλος. Κι αυτός ήταν ο λόγος που επισκέφθηκε το 1989, στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, τον Δ. Τσοβόλα. Είδε στη στάση του αυτό που εκείνος ονόμαζε άνδρα και αρσενικό. Καμία πολιτική χροιά δεν είχε εκείνη η πράξη του.
Με το φευγιό του, ο Βοσκόπουλος αφήνει πίσω του μια ολόκληρη εποχή- με πολλούς και μεγάλους δημιουργούς και ερμηνευτές- που σφράγισε τον λαϊκό μας πολιτισμό. Το δικό του κεφάλαιο είναι από τα πιο ιδιαίτερα και πιο σημαντικά. Θα ξαναγυρίσουμε πολλές φορές πίσω για να το διαβάσουμε. Κι εμείς και οι επόμενες γενιές.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Βοσκόπουλος μιας ζωής
Δεν ήταν από τους τραγουδιστές που θαύμαζα – πολύ περισσότερο που είχε αναδειχθεί στα χρόνια της δικτατορίας. Αναγνωρίζω όμως ότι εκπροσωπούσε μια εποχή -πιο σωστά ένα αντιπροσωπευτικό κομμάτι της εποχής εκείνης- με κυρίαρχα τα ερωτικά τραγούδια, που, πάντως, προϋπήρχαν της δικτατορίας, επειδή αυτά επέτρεπε η τότε «καθεστηκυία τάξη». Αρκετά άλλωστε από τα εν λόγω αντέχουν ώς τις μέρες μας – καθώς υπήρξαν σημείο αναφοράς για πολλούς ερωτευμένους. Και ακόμα, η εμφάνιση, η καλή και φιγουράτη ένδυση, η ανώδυνη ψυχαγωγία, η ανεμελιά.
Η καριέρα του Τόλη Βοσκόπουλου, ωστόσο, δεν τελείωσε με τη δικτατορία (με την οποία δεν νομίζω ότι είχε ταυτιστεί), καθώς διατηρούσε ένα ευρύ κοινό που τον θαύμαζε. Συνεχίστηκε με εμφανίσεις σε κέντρα, στο θέατρο, στην οθόνη, συνεργασίες με σημαντικούς ομότεχνους – συνθέτες, τραγουδιστές, ενώ συνθέτης υπήρξε κι ο ίδιος. Και δεν έπαψε να εμφανίζεται, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα, ακόμα και όταν η φωνή του -και πολύ περισσότερο η υγεία του- δεν το επέτρεπαν.
Στον βαθμό που γνωρίζω, δεν απεχθανόταν τη δημοσιότητα, αλλά και δεν την προκαλούσε – πολύ περισσότερο το σκάνδαλο. Οσοι τον γνώριζαν περισσότερο, τον περιγράφουν ως έναν καλοσυνάτο και γενναιόδωρο άνθρωπο –ενίοτε θύμα λαθεμένων επιλογών–, έναν άρχοντα. Η εκδημία του αποτελεί απώλεια, κυρίως για όσους τον έζησαν.
ΔΗΜ. ΓΚΙΩΝΗΣ
Δηλώσεις πολιτικών για την απώλεια
Συλλυπητήριο μήνυμα για την απώλεια του Τόλη Βοσκόπουλου έστειλε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη: «Σε μια πλούσια, δημιουργική καριέρα πολλών δεκαετιών, ο Τόλης Βοσκόπουλος ευτύχησε να εκτιμηθεί από τους συναδέλφους του και να λατρευτεί από το κοινό. Υπήρξε ένα γνήσιο λαϊκό είδωλο, ένας ταλαντούχος, ευφυής ερμηνευτής, που δημιούργησε ένα διαφορετικό, ιδιαίτερο είδος ψυχαγωγίας στην πίστα».
Τον αποχαιρέτησε και ο υφυπουργός Νικόλας Γιατρομανωλάκης: «Ο θάνατος του Τόλη Βοσκόπουλου σηματοδοτεί ένα τέλος εποχής. Αυτός ο ξεχωριστός καλλιτέχνης που λατρεύτηκε από το κοινό όσο λίγοι, από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες για πάνω από 50 χρόνια σφράγισε το ελληνικό τραγούδι. Η ιδιαίτερη παρουσία του και η ερμηνευτική του δεινότητα σε συνδυασμό με τη φωνή και το ταλέντο του τον έκαναν να ξεχωρίσει αμέσως και να καθιερωθεί ως μοναδικός».
Δήλωση έκανε και η τομεάρχης Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου: «Ο θάνατός του σφραγίζει το τέλος μιας σημαντικής εποχής για το ελληνικό τραγούδι, στην οποία συνυπήρχαν και μεγαλούργησαν αξεπέραστοι και ευρείας απήχησης ερμηνευτές και καλλιτέχνες». Ανακοίνωση έβγαλε και το γραφείο Τύπου του ΚΚΕ: «Γεννημένος στις 26 Ιουλίου 1940 στην Κοκκινιά, ο Τόλης Βοσκόπουλος άφησε με την παρουσία του και τις χαρακτηριστικές ερμηνείες του, αρχικά στον κινηματογράφο και από το 1968 και μετά στο τραγούδι, το δικό του «ανεπανάληπτο» ίχνος. Συνεργάστηκε με μεγάλους συνθέτες, ερμήνευσε αξέχαστες επιτυχίες και κέρδισε τη λατρεία του κόσμου, τον οποίο πάντα σεβόταν, όπως όλοι οι αυθεντικοί λαϊκοί καλλιτέχνες».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας