ΤΖΟΝ ΑΝΤΑΜΣ «CITY NOIR»
Μέχρι χθες τα αυστηρά μέτρα για την αντιμετώπιση της επιδημίας του κορονοϊού υπέβαλλαν όλους μας σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία εγκλεισμού και απομόνωσης. Οι περιορισμοί στην κυκλοφορία και το κλείσιμο όλων των χώρων μαζικής συγκέντρωσης –σχολεία, κέντρα άθλησης και διασκέδασης, πολιτιστικοί χώροι, εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ, πολυκαταστήματα κ.λπ.– είχαν αδειάσει τις πόλεις και το δομημένο περιβάλλον από ζωή, σταματώντας κάθε κίνηση.
Επί ένα δίμηνο, εκεί όπου πριν κυριαρχούσαν ο αδιάκοπος χείμαρρος των αυτοκινήτων και η βιαστική ροή ανθρώπων, αντικρίζαμε ήσυχες λεωφόρους και έρημα πεζοδρόμια σαν να ’ταν Δεκαπενταύγουστος. Πολύβουα ηχητικά τοπία είχαν μετατραπεί σε σιωπηρά, σαν ακατοίκητα κελύφη.
Στους άδειους δρόμους της Αθήνας συναντούσες κυρίως ανθρώπους που βόλταραν σκυλιά και βιαστικούς ντελιβεράδες, ενώ στην απόλυτη σιωπή της νύχτας, ανάμεσα στις πολυκατοικίες αποθρασημένα κοτσύφια αντάλλασσαν ανοιξιάτικα ερωτικά καλέσματα. Στους παλιότερους, αυτή η απότομη «στάση» της σύγχρονης ζωής θύμισε κάτι από την ξεχασμένη Αθήνα του ΄50 και του ΄60.
Τότε το μποτιλιάρισμα στους εν πολλοίς άστρωτους δρόμους ήταν άγνωστο, ο ουρανός ήταν πάντα γαλανός, η ατμόσφαιρα έλαμπε διάφανη, την άνοιξη οι άχτιστες αλάνες μεταμορφώνονταν σε ανθισμένα λιβάδια, στα σπίτια διώχναμε τις μύγες για να κάτσουμε να φάμε και τα ήσυχα βράδια ακούγαμε γκιόνηδες και κουκουβάγιες. Σίγουρα όλα αυτά ηχούν πολύ μελό. Ομως, αθέλητα, κάποιοι τα θυμηθήκαμε και μάλιστα με συγκίνηση.
Στις διεθνείς ειδήσεις διαβάζουμε πως, όσο οι άνθρωποι λούφαζαν στις τσιμεντένιες φωλιές τους, η άγρια ζωή έσπευσε να (ανα)καταλάβει το κενό ζωτικού χώρου στις ερημωμένες μεγαλουπόλεις της καραντίνας: αγέλες από αγριογούρουνα περιφέρονταν στη Χάιφα και στο Παρίσι, πούμα στο Σαντιάγκο, αγριοκάτσικα στην Ουαλία, κογιότ στο Σαν Φρανσίσκο, δελφίνια εμφανίστηκαν στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Βομβάης, αρκούδες σε δρόμους της Ιταλίας και της Καστοριάς, κοπάδια ελαφιών στις ΗΠΑ και στο Λονδίνο, αγέλες λαγών στα πάρκα του Μιλάνου… Γιατί, άραγε, μας τάραξε τόσο η εμπειρία των σιωπηρών πόλεων;
Από τον Μεσοπόλεμο η συνωστισμένα κατοικημένη πόλη του (εκ)μοντερνισμού αποτελεί «φυσικό» βιότοπο του σύγχρονου ανθρώπου. Οταν, λοιπόν, αυτός ο χώρος βουβαίνεται απότομα χάνοντας με βίαιο τρόπο κυρίαρχα ειδοποιά χαρακτηριστικά του, μοιραία η εμπειρία βιώνεται ως απειλητική. Απεικονίσεις αυτής της δυσοίωνης ποιητικής των έρημων πόλεων έχουν αποδώσει εμβληματικά στη ζωγραφική του 20ού αιώνα ο Ιταλός σουρεαλιστής Τζόρτζιο ντε Κίρικο και ο Αμερικανός Εντουαρντ Χόπερ.
Οι αινιγματικά έρημες ιταλικές πιάτσες του πρώτου, λουσμένες στο ζεστό απογευματινό φως και τα άδεια μελαγχολικά αστικά τοπία του δεύτερου, κατοικημένα από ανώνυμους μοναχικούς ανθρώπους έχουν αγγίξει το πλατύ κοινό, ριζώνοντας στο συλλογικό ασυνείδητο ως εμβληματικές εικόνες της υποβόσκουσας αγωνίας που προκαλούν στη σύγχρονη ψυχή η ανεξέλεγκτη μεγέθυνση της ζούγκλας του αστικοποιημένου χώρου και η επιτάχυνση της Ιστορίας στην ύστερη νεωτερικότητα.
Στη μουσική την ανήσυχη ποιητική της έρημης –λέγε ερημωμένης– πόλης έχουν εκφράσει με μοναδική ευστοχία δύο Αμερικανοί συνθέτες: o Ααρον Κόπλαντ στο κομμάτι «Η ήσυχη πόλη» (1939/41) και, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο, ο μινιμαλιστής Τζον Ανταμς στην τριμερή συμφωνική σουίτα «City Noir» (2009/13).
Συνθέτες διαφορετικών γενεών –ο πρώτος γεννημένος το 1900, ο δεύτερος το 1947– με διαφορετικές καταβολές, αναφορές και μουσικοαισθητικές καταθέσεις, συλλαμβάνουν αμφότεροι τέλεια την αίσθηση της αιωρούμενης, βασανιστικά διφορούμενης χαρμολύπης του έρημου αστικού χώρου που περιγράφει επακριβώς η λέξη «noir». Γνωστός κυρίως από το ομώνυμο ύφος κινηματογράφου, ο όρος –όπως και το «blue» στην τζαζ– μόνον περιφραστικά μπορεί να εξηγηθεί.
Στο σύντομο κομμάτι του Κόπλαντ το ρευστό, λυρικό σόλο της τρομπέτας σφραγίζει τη νυχτερινή μοναξιά της πόλης με ένα μη επιδεκτικό αντιρρήσεων σιωπητήριο.
Στη σουίτα του Ανταμς τον ίδιο ρόλο αναλαμβάνει το σόλο του σαξόφωνου, κομίζοντας στην α λα Μπεργκ λυρική ανάπαυλα κάτι από τον πένθιμο αισθησιασμό της τζαζ, μεταγραμμένο, ωστόσο, σε άλλο επίπεδο. Η σύντομη σύνθεση του Κόπλαντ εντοπίζεται εύκολα σε πλειάδα ηχογραφήσεων.
Τη σουίτα του Ανταμς βρίσκει κανείς μόνο στην αμερικανική Nonesuch, ηχογραφημένη το 2014 από τη Συμφωνική του Σεντ Λιούις υπό τον Ντέιβιντ Ρόμπερτσον μαζί με το επίσης θαυμάσιο «Κοντσέρτο για σαξόφωνο» [Nonesuch 7559795644].
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας