Παρατηρώ το εξώφυλλο δίσκου δημοφιλούς τραγουδοποιού· έντεχνου και σοβαρού. Καίτοι βαδίζει στα δεύτερα -ήντα, τα ψαρά μαλλιά του πέφτουν σχεδόν ώς τους ώμους. Εχει να ξυρίσει μουστάκι και γένια τουλάχιστον μια βδομάδα. Φορά άσπρο t-shirt με ουδέτερη στάμπα κάτω απ’ την πορτοκαλί, ξεκούμπωτη ζακέτα κι από πάνω κοτλέ κρεμεζί σακάκι με τα μανίκια σηκωμένα στο ύψος των αγκώνων. Στο ξεφτισμένο blue jean παντελόνι του διακρίνονται σκισίματα στους μηρούς και τα γόνατα, ενώ λείπουν απ’ τα εφηβικά All Star τα κορδόνια. Ανεπιτήδευτη trendy αμφίεση, επιμελώς ατημέλητη και χρυσοπληρωμένη.
Ο Τάκης Μπίνης μού μιλούσε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 για τη διαδρομή του στο τραγούδι και τη ζωή. Παραπονιόταν ότι τον ενοχλεί αφάνταστα να βλέπει τους νέους στο πάλκο με σπορ ενδυμασία, όπως την ανέφερε υποτιμητικά. «Είναι ιερός χώρος» επαναλάμβανε. «Εξυψώνεσαι εκεί πάνω. Οταν ανεβαίνεις πρέπει να σέβεσαι τον κόσμο που πληρώνει να σ’ ακούσει αλλά και τον εαυτό σου· να ‘σαι πάντα ντυμένος στην τρίχα».
Ζυγισμένες κουβέντες, πρόσβαρες· απόσταγμα μιας ζόρικης ζωής. Γεννιέται στη Σαλονίκη μόλις πάτησαν το πόδι τους διωγμένοι οι Σμυρνιοί, πρόσφυγες γονείς του. Θητεύει πιτσιρικάς στα αναμορφωτήρια του Μεταξά, επειδή αρνείται να ενταχθεί στην ΕΟΝ. Απ’ το ’39 παίζει μπουζούκι και τραγουδά στου «Kέρκυρα», του «Kαφαντάρη», του «Mακρή» και σ’ άλλα περιθωριακά στέκια του Bαρδάρη, όπου γνωρίζεται με τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη. Συλλαμβάνεται απ’ τους Γερμανούς για σαμποτάζ και βασανίζεται φρικτά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Δραπετεύει κι όπου φύγει φύγει. Φθάνει στη Χαλκίδα πεζή κι από κει με καΐκι στον Πειραιά. Εμφανίζεται σε κακόφημα κουτούκια και τεκέδες της Τρούμπας παρέα με τους Γιάννη Kυριαζή, Φώτη Mιχαλόπουλο, Oδυσσέα Πετσάλη και τον μετέπειτα επιστήθιο φίλο του, μυθικό μπουζουξή, Δημήτρη Στεργίου, τον γνωστό Mπέμπη.
Εισβάλλει στη δισκογραφία το ’46, άδοντας μεγάλους λαϊκούς συνθέτες. Η συνεργασία του με τον Χατζηχρήστο αφήνει εποχή, όπως και με τον Χιώτη, με τον οποίο δένονται στενά. Ψυχραίνονται το ’53 για το τετράχορδο. Το ’58 αναζητεί μια καλύτερη τύχη στην Αμερική. Επιστρέφει το ’83 και συμμετέχει στο «Ρεμπέτικο» του Σταύρου Ξαρχάκου. Το «Δίχτυ», «Στου Θωμά το μαγαζί» και «Της Αμύνης τα παιδιά» μένουν στην ιστορία και του χαρίζουν μια δεύτερη σπουδαία καριέρα.
Στα 65 χρόνια της προσφοράς του ελάχιστες μέρες δεν κάθισε στο πάλκο. «Γιατί έλειψες είκοσι πέντε χρόνια; Αλλοι έκαναν σύντομες περαντζάδες στο εξωτερικό» τον ρωτούσα. «Στην Αθήνα του ’50 για να ράψεις ένα κοστούμι ήθελες δυο μηνιάτικα. Στη Νέα Υόρκη με τη χαρτούρα μόνο μιας βραδιάς αγόραζες τρία» αποκρινόταν. Για τους ρεμπέτες το ντύσιμο είναι αναλλοίωτη αξία στον χρόνο· η ψυχή τους. Εν προκειμένω αποτελεί κάτι σαν νόμισμα. Φορούσαν μυτερά παπούτσια, παντελόνι με τσάκιση που να κόβει, σακάκι, κατά προτίμηση μαύρου χρώματος, και πουκάμισο συνήθως χωρίς γραβάτα. Δεν ακολουθούσαν τους κοινωνικούς κανόνες. Παλιότερα τους κυνηγούσαν για τα αφόρετα μανίκια, όπως κάποιους σήμερα για τους λαιμοδέτες.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας