Στο πλαίσιο του συνταγματικού διαλόγου που έχει ανοίξει, φιλοξενήθηκαν οι προτάσεις του κ. Φορτσάκη (τέως Πρύτανη του ΕΚΠΑ και νυν βουλευτή επικρατείας με τη ΝΔ) στην «Καθημερινή της Κυριακής» (24/7/2016), οι οποίες εστιάζουν στο ζήτημα της αναθεώρησης των συνταγματικών διατάξεων για τη δικαιοσύνη (άρ. 87επ. Συντ.).
Οι θέσεις που παραθέτει ο κ. Φορτσάκης φιλοδοξούν να απαντήσουν στη διαχρονική παθογένεια που μαστίζει το ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα και πλήττει καίρια την αρχή του κράτους δικαίου στη χώρα μας, την τεράστια καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, την προφανή υπέρβαση του ευλόγου χρόνου για την ωρίμανση μιας δικαιοδοτικής κρίσης. Πρόκειται για φαινόμενο που αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας, επιτείνει την κοινωνικοοικονομική αβεβαιότητα, θέτει εν αμφιβόλω την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δικαιοκρατικούς θεσμούς κι έχει οδηγήσει σε επανειλημμένες καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση του άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη δίκαιη δίκη).
Ωστόσο, η απάντηση που επιχειρεί να δώσει με την παρέμβασή του ο κ. Φορτσάκης έχει στο επίκεντρό της την άρρηκτη σύνδεση της δικαστικής εξουσίας αποκλειστικά με την οικονομική ζωή. Υπό το πρίσμα των σκέψεών του, η δικαιοσύνη παύει να είναι ένας αυτόνομος θεσμός και καταπίπτει σε απλό εργαλείο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, τόνωσης της ανταγωνιστικότητας και βελτίωσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται, διά της συνταγματικής αναθεώρησης, η μετάθεση μεγάλου μέρους της δικαιοδοτικής ύλης από τα τακτικά δικαστήρια σε εξωκρατικούς φορείς επίλυσης διαφορών (υποχρεωτική διαμεσολάβηση, διαιτησία). Έτσι, όμως, επέρχεται αλλοίωση του κανονιστικού περιεχομένου της δικαστικής λειτουργίας, όπως αυτό προκύπτει από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρ. 26 παρ. 3 Συντ.). Επιπλέον, το δικαιοδοτικό σύστημα, το οποίο ανήκει στο στενό πυρήνα άσκησης της δημόσιας εξουσίας, ιδιωτικοποιείται και από τον κρατικό λειτουργό-δικαστή περνάει στην επικράτεια του manager-διαμεσολαβητή. Πρόκειται για ένα περαιτέρω βήμα σε σχέση ακόμα και με τον γκουρού της «Σχολής του Σικάγο», Milton Friedman, στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του οποίου η ασφάλεια, οι δρόμοι και τα δικαστήρια έπρεπε να παραμείνουν υπό δημόσιο έλεγχο.
Επίσης, η ενδεχόμενη επέκταση των ιδιωτικών μορφών επίλυσης διαφορών (π.χ. διαιτησία) στις φορολογικές διαφορές θα απογυμνώσει το κράτος από μια εκ των βασικότερων λειτουργιών και αποτελεσματικότερων πτυχών της κυριαρχίας του, την βεβαίωση, επιβολή και είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι ο φόρος αποτελεί αποκλειστικά μέσο προσέλκυσης επενδύσεων (οικονομική ανάπτυξη με καπιταλιστικούς όρους) παραγνωρίζει την πολύτιμη συνεισφορά των φορολογικών εσόδων στη χρηματοδότηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων αποστολών του κοινωνικού κράτους πρόνοιας και στην αναδιανομή των πόρων από τα ευπορότερα στα ασθενέστερα στρώματα. Όπως άλλωστε κατοχυρώνεται μέσω του άρ. 4 παρ. 5 Συντ, (ισότητα στα δημόσια βάρη), «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Στον ορίζοντα των προτάσεων που διατυπώνει ο κ. Φορτσάκης διαφαίνεται η αντιμετώπιση του Δημοσίου αποκλειστικά ως fiscus (ιδιώτη) και όχι ως φορέα άσκησης κυριαρχίας. Έτσι, προκειμένου να καταπολεμηθούν τα δυσανάλογα και εν πολλοίς παράλογα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου (ως προς το ύψος των τόκων, την παραγραφή των αξιώσεων, την αναστολή προθεσμιών κ.λ.π.), φτάνουμε στο άλλο άκρο, δηλαδή την εξίσωση του Δημοσίου με απλό ιδιώτη ως προς την ουσιαστική και δικονομική του μεταχείριση.
Συνεπώς, πιστοποιείται και θεσμικά η μετάβαση από το κεϋνσιανό παρεμβατικό κράτος πρόνοιας στο «κράτος-νυκτοφύλακα» (laissez faire στις σχέσεις του με την αγορά) και στο κράτος-επιχείρηση ως προς τα εσωτερικά ζητήματα διοικητικής οργάνωσης και δημοσιονομικής διαχείρισης.
Ο βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ εισηγείται την πρόσληψη συμβασιούχων σε ρόλο βοηθών δικαστών για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, ιδίως στο σκέλος της προετοιμασίας της επίλυσης μιας υπόθεσης «σε συνεργασία και υπό τον έλεγχο δικαστών». Με αυτό τον τρόπο, ο αμερόληπτος δικαστής, εξοπλισμένος με τα εχέγγυα της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας (άρ. 87 Συντ.) και την ασφάλεια της ισοβιότητας (άρ. 88 παρ. 1 Συντ.), μετατρέπεται σε επιτηρητή εργαζομένων με ριζικά διαφορετικό εργασιακό καθεστώς (δικαστές δύο ταχυτήτων). Η κάμψη της συνταγματικά κατοχυρωμένης ισοβιότητας του δικαστή, τουλάχιστον όσον αφορά τους βοηθούς δικαστών, δεν εναρμονίζεται επαρκώς με το λειτουργικό ρόλο του δικαστή στην πολιτειακή τάξη βάσει της θεμελιώδους αρχής της διάκρισης των λειτουργιών.
Η πρόταση για άρση της απαγόρευσης ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς ή για δυνατότητα παράλληλης συμμετοχής τους σε διεργασίες του ιδιωτικού τομέα προβάλλεται ως απαραίτητη παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη για λόγους απόκτησης εμπειριών από τους δικαστές. Ωστόσο, η άμεση σύνδεση του δικαστή με την αγορά ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων θα λειτουργούσε κατά πάσα πιθανότητα ως εστία πρόκλησης περαιτέρω διαπλοκής κι ακόμα πιο σφιχτού εναγκαλισμού της κρατικής εξουσίας (στη δικαιοδοτική της πτυχή) με πανίσχυρα ιδιωτικά συμφέροντα.
Η ένταξη των δικαστικών λειτουργών στο ενιαίο μισθολόγιο και η σταδιακή κατάργηση του προνομιακού καθεστώτος των ειδικών μισθολογίων (με τη σχετική αρμοδιότητα του Μισθοδικείου), μολονότι ηθικοπολιτικά ορθή και επιθυμητή από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, παραγνωρίζει το συνταγματικά αποτυπωμένο κρίσιμο ρόλο που οφείλει να διαδραματίζει ο δικαστής για την εμπέδωση των θεσμών κατά την επίλυση μιας βιοτικής διαφοράς με τους (ουσιαστικούς και δικονομικούς) όρους ενός άξιου υπακοής φιλελεύθερου, δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου.
Ο κ. Φορτσάκης επιθυμεί να αναθέσει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (άρ. 100 Συντ.) ρόλο Συνταγματικού Δικαστηρίου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρείται αναθεώρηση του διάχυτου, παρεμπίπτοντος, συγκεκριμένου και δηλωτικού δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, όπως κατοχυρώνεται στο άρ. 93 παρ. 4 Συντ.. Έτσι, όμως, ο δικαστής της ουσίας, ανεξαρτήτως δικαιοδοσίας και ιεραρχικής βαθμίδας, αποστερείται μια κρίσιμη αρμοδιότητά του, τον ad hoc έλεγχο (αντι)συνταγματικότητας των νόμων ως βασικό θεσμικό εργαλείο για την έκδοση μιας ορθής δικαιοδοτικής απόφασης. Και τίθεται το ερώτημα μήπως η εκδοχή του άρ. 93 παρ. 4 Συντ., η οποία επικρατεί από το 1975 μέχρι σήμερα, ανήκει στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος ως στοιχείο της μορφής του πολιτεύματος της χώρας είτε αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας που διασφαλίζει επαρκώς το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άποψη Μανιτάκη βασισμένη στο άρ. 20 παρ. 1 Συντ.);
Για λόγους συντομίας, ο βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ εισηγείται την αντικατάσταση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρ. 93 παρ. 3 Συντ.) με τη συνοπτική αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή με απλή παράθεση των εφαρμοστέων διατάξεων. Η συγκεκριμένη πρόταση θα οδηγούσε σε δικαστική αυθαιρεσία, θα εκμηδένιζε κάθε κριτήριο ουσιαστικής αξιολόγησης του δικανικού συλλογισμού και θα ακύρωνε κατ’ ουσίαν το λειτουργικό προορισμό της αιτιολογίας ως επαρκούς και εμπεριστατωμένου τρόπου ad hoc ερμηνείας και εφαρμογής μιας γενικής κι αφηρημένης νομοθετικής διάταξης.
Η ανάθεση της επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων στον ΠτΔ, χωρίς κυβερνητική παρεμβολή, μεταφέρει τη συγκεντρωτική και πατερναλιστική διαδικασία στελέχωσης της ιεραρχικά υψηλότερης βαθμίδας της δικαιοσύνης από το ένα όργανο της εκτελεστικής εξουσίας (Κυβέρνηση) στο άλλο (Πρόεδρος της Δημοκρατίας), άρα παραμένει ευάλωτη και ψευδεπίγραφη η ανεξαρτησία των ανώτατων δικαστών τουλάχιστον ως προς τον τρόπο εκλογής τους. Η νόθευση του πρωθυπουργοκεντρικού μοντέλου διακυβέρνησης με προεδροκεντρικές ψηφίδες δεν προσφέρει θεσμικά αντίβαρα (checks and balances) ούτε μεταφέρει αρμοδιότητες από την (πανίσχυρη) εκτελεστική στην (αποδυναμωμένη) νομοθετική εξουσία, παρά μονάχα παρέχει μια εντελώς αποσπασματική αρμοδιότητα στον ρυθμιστή του πολιτεύματος για καθαρά συμβολικούς λόγους (διάσωση του κύρους του θεσμού).
Η μετατροπή του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε Ανώτατη Ελεγκτική Αρχή, ανεξάρτητη και αυτοδιοικούμενη (από δικαστικούς, αλλά και μη δικαστικούς λειτουργούς), προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικότερος ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών και να διασφαλισθεί η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, σκοντάφτει σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Αλλοιώνεται ο καταρχήν δικαιοδοτικός ρόλος του ΕλΣυν (π.χ. νομοσχέδια για την απονομή συντάξεων) και η αρμοδιότητά του πλέον φαίνεται να εξαντλείται σε γνωμοδοτικές-συμβουλευτικές-ελεγκτικές υπηρεσίες στον τομέα των δημόσιων οικονομικών («έλεγχος των εσόδων και δαπανών του κράτους και υποβοήθηση της οικονομικής διαχείρισής του»).
Στον επίλογο της πρότασής του ο κ. Φορτσάκης εξαπολύει έμμεσα μύδρους κατά της αριστερής ιδεοληψίας, της μικροπολιτικής των συντεχνιών και του πελατειακού κράτους, θεωρώντας τις ως άνω παθογένειες αποκλειστικά υπεύθυνες: α) για την ομηρία του δικαστή ως ανεξάρτητου και αμερόληπτου κριτή, β) την προφανή υπέρβαση του ευλόγου χρόνου εκδίκασης μιας υπόθεσης-οιονεί αρνησιδικία και γ) τον κίνδυνο πλήρους κατάλυσης της δικαιοσύνης ως πολιτειακού θεσμού.
Ο κ. Φορτσάκης επιχειρεί πράγματι να προτείνει λύσεις σε μια διαχρονική πληγή του δικαιοδοτικού συστήματος στη χώρα μας. Το ζήτημα, όμως, είναι ότι αφενός αντιμετωπίζει τη δικαιοσύνη όχι ως θεσμική και δικαιοπολιτική αυταξία, αλλά εργαλειακά ως μέσο προσέλκυσης ξένων επενδύσεων (οικονομική ανάλυση του δικαίου). Αφετέρου δε, προκειμένου να «γλιτώσει» το δικαστή από τα δεσμά του κρατικού πατερναλισμού ιδιωτικοποιεί τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αποστολή του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου ως φορέα άσκησης δημόσιας εξουσίας, και μάλιστα στον πιο στενό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας. Αξίζει άραγε τον κόπο, προκειμένου να επιτύχουμε ένα αβέβαιο αποτέλεσμα (επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης σε καιρούς κρίσης), να υπονομεύσουμε ριζικά (ή να θυσιάσουμε σε βάθος χρόνου) τα συνταγματικά, ηθικοπολιτικά, θεσμικά και αξιακά βάθρα, πάνω στα οποία στηρίζεται a priori η δικαστική εξουσία ως αναπαλλοτρίωτος πυλώνας του κράτους δικαίου;
*Δικηγόρος, ΜΔΕ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου (ΑΠΘ)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας