Η αποχή στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου άγγιξε επίσημα το 43,43% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό από το 1974. Προσεγγίζει την αποχή σε άλλες δυτικές χώρες, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ.
Πού οφείλεται; Τι συνέπειες μπορεί να έχει στη λειτουργία της δημοκρατία μας;
Η αποχή αποδίδεται συχνά στην απογοήτευση από την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ.
Σύμφωνα με άλλους, η υπογραφή του έφερε πιο κοντά την πλειονότητα των πολιτικών δυνάμεων. Ετσι οι εκλογείς αδιαφόρησαν ελλείψει σημαντικών διαφορών ανάμεσα στα κόμματα αυτά. Οι απόψεις αυτές ισχύουν μόνο μερικώς.
Αναντίρρητα, η αποχή είναι κατά οχτώ μονάδες υψηλότερη από την αντίστοιχη στις εκλογές του Ιανουαρίου.
Ωστόσο το 43,43% είναι πλασματικό. Οι εκλογικοί κατάλογοι έχουν καιρό να εκκαθαριστούν. Με βάση τον πραγματικό πληθυσμό υποθέτω ότι η πραγματική αποχή είναι κατά δέκα μονάδες χαμηλότερη, κοντά στο ένα τρίτο των ψηφοφόρων.
Συμπέρασμα: η συμμετοχή στις εκλογές στην Ελλάδα ήταν υψηλή, μειώθηκε σημαντικά στις τελευταίες εκλογές. Ποιοι απείχαν; Γιατί;
Η συμμετοχή ήταν πολύ χαμηλότερη (λιγότερη από τους μισούς εγγεγραμμένους) στους απομακρυσμένους, κυρίως από Αθήνα, νομούς, νησιωτικούς και ηπειρωτικούς, με μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα στο παρελθόν.
Σε αρκετούς από αυτούς (Θεσπρωτία, Φλώρινα) είχαμε εκλογικές ανατροπές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε αρκετές ψήφους, ξεπέρασε όμως για πρώτη φορά σημαντικά τη Ν.Δ.
Αρα απείχαν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλων κομμάτων, ιδιαίτερα της Ν.Δ.
Η γεωγραφική απόσταση, μεταφραζόμενη σε χρόνο και χρήμα, συνιστά συνεπώς ένα λόγο. Ομως δεν φτάνει.
Υψηλή αποχή είχαμε και σε αστικά κέντρα, όπως ο Πειραιάς. Στην απόσταση μπορούμε να προσθέσουμε και την απουσία σταυρού προτίμησης λόγω λίστας.
Αυτό κόστισε κυρίως σε κόμματα που στηρίζονται λιγότερο στην ιδεολογία και τη συλλογικότητα και περισσότερο στα πρόσωπα όπως η Ν.Δ.
Προφανώς όσοι δεν εκλέγονταν δεν έτρεξαν, παρότι οι δημοσκοπήσεις προέβλεπαν αβέβαιη έκβαση, αφήνοντας ανοιχτό το «δώρο» των 50 βουλευτών.
Οι δύο προηγούμενες διαπιστώσεις θα μας επέτρεπαν να πάμε ένα βήμα παραπέρα, αν είχαμε ποσοστά της αποχής κατά ηλικία, μορφωτικό επίπεδο και επαγγελματική ομάδα. Ελλείψει αυτών, θα κάνουμε εικασίες.
Αρκετοί, ιδιαίτερα άντρες, κατά τεκμήριο νέοι, ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο και θεώρησαν εαυτούς «προδομένους». Αλλά δεν απείχαν μόνο αυτοί.
Αρκετοί πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ αλλά και της Ν.Δ., που στράφηκαν σε άλλους χώρους, τώρα αισθάνθηκαν ορφανοί. Ετσι μπορούμε να κατανοήσουμε και την αδυναμία των κομμάτων αυτών να αυξήσουν τις ψήφους τους.
Αρα η αύξηση της αποχής δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της υπογραφής του τρίτου Μνημονίου από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. Οι ρίζες είναι παλιότερες και πιο ανθεκτικές.
Είναι παράγωγο περισσότερο της διάρρηξης της σχέσης των ψηφοφόρων με τα κόμματα μετά το 2000, που παίρνει διαστάσεις μετά το 2009 με την κρίση και τα μνημόνια.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσμα σ’ ένα βαθμό της κατάστασης αυτής, ανακόπτει την τάση αλλά δεν την ανατρέπει.
Οι σχέσεις κομμάτων και ψηφοφόρων παραμένουν χαλαρές, γεγονός που εμποδίζει τα κόμματα να προσελκύσουν ενεργά μέλη, καθιστά την ψήφο ευμετάβλητη και τις εκλογικές αναμετρήσεις λιγότερο προβλέψιμες.
Εδώ εντοπίζεται και ένας βασικός λόγος που πρώην ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν στράφηκαν σε κόμματα «αντιμνημονιακά», αλλά επέλεξαν αποχή.
Η αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων από τα κόμματα συνδέεται και με τη μειωμένη αποτελεσματικότητα των κυβερνητικών κυρίως κομμάτων και την αδυναμία τους να συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα πελατειακά τους δίκτυα.
Πράγμα λογικό, καθώς η αποτελεσματικότητα είναι ασύμβατη με το πελατειακό κράτος. Αυτό πλήρωσε η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, καθώς φάνηκε να αναπαράγει τα δίκτυα αυτά επιλέγοντας ομάδες και άτομα υπό απόλυση ή διαθεσιμότητα.
Η αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων από τα κόμματα, ιδιαίτερα στη σημερινή κρίση, συνιστά πρόκληση για τα κόμματα, τη φυσιογνωμία και το μέλλον τους.
Η παταγώδης αποτυχία της Ν.Δ. να κερδίσει τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, χωρίς να έχει προηγουμένως λύσει στοιχειώδη ζητήματα ταυτότητας και προσανατολισμού, συνιστά ένα καλό παράδειγμα ότι η επιλογή των ψηφοφόρων δεν είναι δεδομένη.
Μπορούν να επιλέξουν ένα τρίτο κόμμα, λευκό ή αποχή. Κατά συνέπεια όλα τα κόμματα πρέπει να πείσουν.
Να πείσουν τους πολίτες και όχι να τους προσβάλλουν με φτηνά επιχειρήματα του τύπου ότι ο ανταγωνιστής κέρδισε τις εκλογές γιατί τους εξαπάτησε υποσχόμενος τα πάντα.
* καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας