Η πολιτική υγείας αλλάζει (και) στο προσφυγικό. Εδώ και μήνες, το υπουργείο Υγείας έχει εξαγγείλει το τέλος του προγράμματος PHILOS και την αντικατάστασή του από το πρόγραμμα Ιπποκράτης. Σε τι συνίσταται η αλλαγή και γιατί πρόκειται για αλλαγή προς το χειρότερο;
Το πρόγραμμα PHILOS ξεκίνησε το 2017, χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (αρχικά εξολοκλήρου, έπειτα κατά 75%), σχεδιάστηκε και τέθηκε υπό την εποπτεία του υπουργείου Υγείας, υλοποιήθηκε δε από τον ΕΟΔΥ (το πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ): αυτός προκήρυξε θέσεις εργασίας και αυτός διαχειρίστηκε την παροχή φροντίδας υγείας – τόσο μέσα στα καμπ, όπου εγκλωβίστηκαν οι αιτούντες άσυλο, όσο όμως και σε κέντρα υγείας και νοσοκομεία του δημόσιου τομέα.
Το PHILOS είχε αρκετά προβλήματα – καταρχάς στο επίπεδο της στελέχωσης και ιδίως της έλλειψης γιατρών: λόγω μετανάστευσης, για οικονομικούς λόγους (υψηλότεροι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα) και ενίοτε ιδεολογικούς, και βεβαίως λόγω ακύρωσης της μονιμότητας –του ισχυρού «χαρτιού» του Δημοσίου –, αφού η Ε.Ε. επέμεινε στην πρόσληψη συμβασιούχων, παρότι το γεγονός ότι το υγειονομικό προσωπικό του PΗILOS κάλυπτε και καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Την κατάσταση επιδείνωσαν οι αθρόες παραιτήσεις λόγω συνθηκών εργασίας – ιδίως σε δυσπρόσιτες περιοχές, και κυρίως μετά το 2022, όταν η κυβέρνηση της Ν.Δ. περιέκοψε κατά 40% τις αποδοχές του προσωπικού στα καμπ.
Το PHILOS είχε και άλλα προβλήματα: την έλλειψη διαπολιτισμικών μεσολαβητών (αν και προκηρύχθηκαν θέσεις)· τον ανταγωνισμό κράτους - ΜΚΟ (για ευρωπαϊκά κονδύλια και ανθρώπινο δυναμικό)· τη διάκριση χρηματοδότη-παρόχου και την εξάρτηση από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση· την απουσία διασύνδεσης μεταξύ υγειονομικών στα καμπ και αυτών σε νοσοκομεία και κέντρα υγείας· ενίοτε, δε, τον απουσιασμό προσωπικού – εφόσον η δυνατότητα διπλής άσκησης επιτρέπει πάντα σε ορισμένους να πριμοδοτούν το παράλληλο ιδιωτικό επάγγελμα, σε βάρος της λιγότερο προσοδοφόρας εργασίας στο Δημόσιο.
Παρά τα προβλήματα, το πρόγραμμα PHILOS του ΕΟΔΥ είχε δύο κομβικά προτερήματα: Καταρχάς, αντανακλούσε την πολιτική βούληση να αναληφθεί δημόσια ευθύνη για την υγεία των αιτούντων άσυλο: ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επέμενε (και επιμένει) ότι δεν υπάρχει δημόσια υγεία, αν τμήματα του πληθυσμού μένουν χωρίς φροντίδα υγείας. Επιπλέον, μια χώρα υψηλών εισοδημάτων, όπως η Ελλάδα, δεν μπορούσε να αφήνει τη φροντίδα αυτή στις ανθρωπιστικές ΜΚΟ – ιδίως μετά το 2016, όταν δεν μπορούσε να μιλά πια για «προσφυγική κρίση» και «έκτακτη κατάσταση». Ακόμα περισσότερο, το PHILOS είχε τη λογική της κοινής χρήσης υπηρεσιών με τον ντόπιο πληθυσμό. Ασφαλώς, μέρος των συμβασιούχων του κινούνταν παράλληλα με το ΕΣΥ, δηλαδή μέσα στα καμπ: λόγω της πολιτικής ασύλου, που κλείνει πρόσφυγες σε στρατόπεδα, το δυναμικό αυτό ήταν «μόνο για πρόσφυγες». Ένα άλλο, όμως, αριθμητικά και ποιοτικά σημαντικό μέρος (γιατροί, νοσηλευτές/τριες, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, μεσολαβητές), στελέχωνε κέντρα υγείας και νοσοκομεία για τον γενικό πληθυσμό, όπως και κρίσιμες υπηρεσίες του υπουργείου Υγείας (π.χ. ΕΚΕΠΥ, ΕΚΑΒ). Το PHILOS, λοιπόν, δε σχεδιάστηκε μόνο για πρόσφυγες: με αφορμή τις ανάγκες υγείας των προσφύγων που θα έμεναν στην Ελλάδα, στήριξε συνολικά το ΕΣΥ. Αυτή ήταν μια οπτική κοινωνικής ένταξης και δημόσιας υγείας.
Τη θέση του PHILOS θα πάρει μέσα στη χρονιά (;) ένα «παράλληλο» σύστημα, με το (αταίριαστο) όνομα «Ιπποκράτης», με χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης: το «Ιπποκράτης Ι» (20 εκατ. ευρώ) θα παρέχει ιατρικές και ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες, ενώ το Ιπποκράτης ΙΙ (1 εκατ. ευρώ) επιδημιολογική επιτήρηση. Τα θετικά του PHILOS αναιρούνται:
Οι προκηρύξεις του «Ιπποκράτης» αναφέρονται αποκλειστικά στα καμπ των ανεπιθύμητων ανθρώπων: εκεί θα παρέχεται περίθαλψη, μακριά από το δημόσιο χώρο – χωροταξικά και κοινωνικοπολιτικά. Κι αυτό, παρά τη γνωμάτευση του ΚΕΕΛΠΝΟ, από το 2016, σύμφωνα με την οποία οι εγκαταστάσεις αυτές είναι επικίνδυνες για την υγεία.
Ο ΕΟΔΥ κρίνεται «ακατάλληλος» να παρέχει φροντίδα υγείας, μολονότι το έκανε για επτά χρόνια, με συνεχείς παρατάσεις του PHILOS (και διαρκή ανασφάλεια για τους/τις εργαζόμενους/ες). Στον ΕΟΔΥ θα μείνει μόνο η επιδημιολογική επιτήρηση, κατ' εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προτύπου του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ: κατακερματισμός υπηρεσιών, χάριν της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητάς τους με βάση το κόστος: ό,τι αφορά την «επιτήρηση» της δημόσιας υγείας το αναλαμβάνει το κράτος, αλλά η περίθαλψη και η πρόληψη (!) εκχωρούνται σε ιδιώτες (outsourcing).
Η κωμικοτραγική εμπειρία των αλλεπάλληλων λήξεων-παρατάσεων του PHILOS θα συνεχιστεί: αντί της μονιμοποίησης του προσωπικού του PHILOS, εφόσον καλύπτει πάγιες ανάγκες, ο Ιπποκράτης θα διαρκέσει μόνο για ένα χρόνο (!), με δυνατότητα παράτασης για έναν επιπλέον, και οι εργαζόμενοί του θα αμείβονται με μπλοκάκι.
Στο πλαίσιο της γενικής τάσης ιδιωτικοποίησης του συστήματος υγείας, τόσο στο επίπεδο της χρηματοδότησης όσο και σε αυτό της παροχής, η κυβέρνηση αποσυνδέει από τον κρατικό προϋπολογισμό τμήματα του πληθυσμού (όπως οι αιτούντες άσυλο), όπως ακριβώς κάνει για κρίσιμες υπηρεσίες που αφορούν τον γενικό πληθυσμό (π.χ. χειρουργεία, φυσικοθεραπεία/αποκατάσταση) ή τη φαρμακευτική δαπάνη (βλ. απλά παυσίπονα και αύξηση ατομικής δαπάνης για τα περισσότερα φάρμακα, το κόστος των οποίων περνά στον πολίτη/ασθενή, επιβαρύνοντας περισσότερο τους οικονομικά ασθενέστερους). Στο προσφυγικό, η περίθαλψη περνά εξολοκλήρου σε γνωστό ιατρικό κέντρο του ιδιωτικού κερδοσκοπικού τομέα και ιατρική ανθρωπιστική οργάνωση του ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού τομέα – υπό την αιγίδα του ΔΟΜ («δουλειά» του οποίου είναι κυρίως οι επιστροφές μεταναστών). Προωθώντας ιδιωτικά συμφέροντα, η κυβέρνηση κάνει σα να αγνοεί τη σπατάλη ευρωπαϊκών πόρων – τα συναλλακτικά και διοικητικά κόστη που συνεπάγεται η χρηματοδότηση ενδιάμεσων φορέων (ΔΟΜ), τα οποία ροκανίζουν τις δαπάνες για φροντίδα υγείας.
Παρά την εμπειρία του 2015-6 για τη μη βιωσιμότητα –οικονομική, κοινωνική και πολιτική– των προγραμμάτων που στηρίζονται σε ΜΚΟ, η κυβέρνηση αναθέτει σε ΔΟΜ, ΜΚΟ και ιδιώτες την υγεία των προσφύγων. Όμως, η χώρα δε βρίσκεται σε «προσφυγική κρίση» ή άλλη «έκτακτη κατάσταση», που να δικαιολογεί τη μη ανάληψη της ευθύνης από τον δημόσιο τομέα υγείας: ως τα μέσα του 2024, ήρθαν στη χώρα μόλις 14.814 πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία. Δεν είμαστε γενικώς κατά των ΜΚΟ: ορισμένες κάνουν πολύτιμη δουλειά που αρνείται να κάνει το κράτος. Είμαστε, όμως, συνολικά κατά της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών και των «περιφράξεων» στον χώρο της υγείας. Ξέρουμε, από τα Οικονομικά της Υγείας, ότι, για να διατηρήσει τη βιωσιμότητά του, ο ιδιωτικός τομέας υγείας εστιάζει στην «αποδοτική χρήση των πόρων», δηλαδή στη φθηνότερη περίθαλψη (βλ. «πακέτα» υπηρεσιών) – υπονομεύοντας την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των εργασιακών συνθηκών του προσωπικού.
Η ευθύνη για την υγεία των αιτούντων άσυλο περνά στο υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου (εφόσον την αρνείται το υπουργείο Υγείας και οι εποπτευόμενοι από αυτόν οργανισμοί), ως εάν η υγεία προσφύγων και μεταναστών να είναι ζήτημα διαχείρισης συνόρων, όχι δημόσιας υγείας. Στην ίδια λογική κοινωνικού διαχωρισμού/κατακερματισμού, η υγεία των κρατουμένων λογίζεται ζήτημα δημόσιας τάξης. Πρακτικά, το τελευταίο σημαίνει ότι, στα προαναχωρησιακά κέντρα κράτησης (ΠΡΟΚΕΚΑ), που βρίσκονται στη δικαιοδοσία του υπ. Προστασίας του Πολίτη –εκεί παρέχει υπηρεσίες η ΑΕΜΥ (δημόσιος οργανισμός, εποπτευόμενος από το υπουργείο Υγείας)–, η φροντίδα για τους κρατούμενους μετανάστες είναι άγνωστη λέξη: κορυφή του παγόβουνου, το ΠΡΟΚΕΚΑ Αμυγδαλέζας λειτουργεί με δύο γιατρούς για 799 κρατούμενους, (βλ. Εφ. Συντακτών, 21.5.2024).
Θέλουμε να το θυμίσουμε: όπως ακριβώς συμβαίνει με τον γενικό πληθυσμό, οι κίνδυνοι για την υγεία του προσφυγικού πληθυσμού ξεπερνούν τη δυνατότητα των ατόμων να τους αντιμετωπίσουν – και μάλιστα ολοκληρωμένα, δηλαδή με όρους πρόληψης, προαγωγής, θεραπείας, αποκατάστασης και βελτίωσης. Αυτή η απλή σκέψη υπαγορεύει την ανάληψη κρατικής ευθύνης για τη χρηματοδότηση και την παροχή υπηρεσιών υγείας. Μια χώρα υψηλών εισοδημάτων, όπως η Ελλάδα, που επιπλέον λαμβάνει εξωτερική βοήθεια για τις ανάγκες της υποδοχής προσφύγων, είναι απλά απαράδεκτο να μην αξιοποιεί τους πόρους του προϋπολογισμού της (και, δευτερευόντως, την εξωτερική βοήθεια) για να ενισχύσει τον δημόσιο τομέα υγείας της, προς όφελος του γενικού –και του προσφυγικού– πληθυσμού. Τα παράλληλα συστήματα είναι ακριβά, και κυρίως δεν κερδίζουν νομιμοποίηση. To κυριότερο: μπορούμε να είμαστε ήσυχες/οι αν το κράτος επιλέγει σε ποιους πληθυσμούς θα αρνείται τη φροντίδα υγείας; Αν τα χειρουργεία αφήνονται στο Ταμείο Ανάκαμψης και τις ιδιωτικές πληρωμές «από την τσέπη», αν τα βασικά φάρμακα περνούν στην ατομική ευθύνη και αν η υγεία των προσφύγων ανατίθεται εξολοκλήρου σε ιδιώτες, πού θα σταματήσει η λογική των περιττών πληθυσμών; Και ποιος θα τη σταματήσει;
* Γιατρός πεδίου στο πρόγραμμα Philos II
** Δρ Πολιτικής Υγείας Τμήματος Ιατρικής ΑΠΘ, διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας