Αναμφίβολα η πρόσφατη μεταστροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ήττα της Αριστεράς. Η απογοήτευση που γεννά η υποχώρηση στις απαιτήσεις των δανειστών είναι τεράστια και, όπως έχει συζητηθεί ευρέως, θέτει σοβαρά και εντούτοις υπαρξιακά ζητήματα για την Αριστερά: Μπορεί να διατηρήσει τη ριζοσπαστική πολιτική της ταυτότητα στις απελπιστικές συνθήκες που διαμορφώνονται;
Μπορεί να παραμείνει φορέας έκφρασης των συλλογικών διεκδικήσεων της ελληνικής κοινωνίας (όπως αυτές εκφράστηκαν, για παράδειγμα, στο πρόσφατο δημοψήφισμα); Και, τέλος, μπορεί ακόμη να χρησιμοποιήσει την εξουσία προς την επίτευξη αυτών των διεκδικήσεων;
Δεν υπάρχει σ' αυτά τα ερωτήματα ξεκάθαρη απάντηση-διέξοδος. Υπάρχουν, ωστόσο, πολιτικές «διάνοιξης πεδίων», τα οποία είναι απαραίτητα για την όποια επανασύνταξη που θα μπορέσει εν τέλει να επιτρέψει τη χάραξη διεξόδων αλλά και τη σύγκλιση δυνάμεων. Αυτά θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα ακόλουθα:
α) συνεχής ανάδειξη της υφιστάμενης κρίσης και της επακόλουθης συμφωνίας-Μνημονίου ως βαθιά ιδεολογικής
β) επιμονή στα ριζοσπαστικά (και όχι τεχνοκρατικά) προτάγματα που διαφοροποιούν την Αριστερά από τις «φιλελεύθερες δυνάμεις αλλαγής» σε μια σειρά ζητημάτων, όπως το μεταναστευτικό, τα συλλογικά-κοινωνικά-εργασιακά δικαιώματα, η «απο-αστυνομικοποίηση» του κρατικού μηχανισμού, η επαναχάραξη του συστήματος παιδείας σε ριζοσπαστική βάση και
γ) στρατηγική διάνοιξης του «πλαισίου διαμάχης», μέσω νέων συμμαχιών με κράτη (διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος) αλλά και με ριζοσπαστικές κινήσεις εντός υφιστάμενων πολιτικών σχηματισμών.
Η κοινή συνισταμένη των παραπάνω είναι ο επαναπροσδιορισμός του ίδιου του πεδίου διαλόγου στο οποίο κινείται η Αριστερά εντός και εκτός των τειχών της και μια πιο ξεκάθαρα ιδεολογική κατεύθυνση ερμηνείας της πρόσφατης «ήττας». Συγκεκριμένα, το απογύμνωμα του «παράλογου» των απαιτήσεων των θεσμών δεν θα πρέπει να οικοδομηθεί μόνον μέσω «έλλογης και τεχνοκρατικής» αντιπαράθεσης μεταξύ «σχεδίων β», «πολιτικών διαχείρισης νομισματικών αποθεμάτων» και αναζήτησης δημοσιονομικών αντίβαρων (παρ’ όλο που τα τελευταία είναι φυσικά απαραίτητα).
Και τούτο διότι το «δογματικό όνειρο» της νεοφιλελεύθερης «ανάκαμψης μέσω της λιτότητας» βασίζεται στην επιτυχημένη επιβολή ενός βαθιά ιδεολογικού προτάγματος –το οποίο όσο πιο τεχνοκρατικό παρουσιάζεται, τόσο πιο ιδεολογικό είναι (ας θυμηθούμε την ανάλυση του Σλαβόι Ζίζεκ ότι η ιδεολογία είναι περισσότερο ισχυρή από ποτέ, ακριβώς όταν εξαφανίζεται πίσω από την αντικειμενικότητα των «σοφών τεχνοκρατών»).
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η προσπάθεια της Αριστεράς χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να απογυμνώνει τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα του επιβαλλόμενου πλαισίου συμφωνίας (και της νομοθετικής εφαρμογής της) και να προβάλει ανελέητα τον ιδεολογικό χαρακτήρα της διαμάχης με τις (πολιτικές, μιντιακές) δυνάμεις που στηρίζουν τη συμφωνία σ' αυτήν (την τεχνοκρατική) βάση.
Φαίνεται επίσης απαραίτητη η ανάδειξη του πολιτικού χρόνου της διαμάχης αυτής αλλά και του μη τελεολογικού χαρακτήρα της. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι η όποια ήττα δεν επέρχεται «ύστερα», αλλά είναι παρούσα εξαρχής, εγγενής στην πάλη και συστατικό της αναζήτησης κάθε ριζοσπαστικής διεξόδου.
Ετσι, η παρουσίαση της συμφωνίας με τους δανειστές ως «συνθηκολόγησης» (είτε των Βερσαλιών κατά την άποψη Βαρουφάκη, είτε του Μπρεστ-Λίτοβσκ σύμφωνα με άλλους) δεν είναι ικανή να περιγράψει τη δυναμική των εξελίξεων, αλλά ούτε τη σημασία του δημοψηφίσματος που προηγήθηκε.
Αυτό καθαυτό το δημοψήφισμα υπερβαίνει την τεχνοκρατική διάσταση τόσο του «ναι» όσο και του «όχι», δεν αποτελεί απλή «εξουσιοδότηση» στην κυβέρνηση για συγκεκριμένη, τεχνικά προσδιορίσιμη «επίλυση» του προβλήματος, αλλά θέτει, για να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του Καστοριάδη, το ζήτημα του «συλλογικού αυτεξούσιου» της κοινωνίας. Με άλλα λόγια, την αναγνώρισης της «δικής της απροσδιοριστίας» που περιλαμβάνει την ώριμη παραδοχή αδιεξόδων, τα οποία όμως δεν την αποδυναμώνουν αλλά διευρύνουν τη ριζοσπαστικότητα της συλλογικής της αναζήτησης.
Συνεπώς, ο «ορίζοντας του εφικτού» για την Αριστερά σήμερα πρέπει να προσδιοριστεί μέσα από την περαιτέρω καλλιέργεια και διάνοιξη αυτού του ριζοσπαστικού ιδεολογικού πλαισίου, αλλά και την εφαρμογή τακτικών που μετακινούν την πολιτική διαμάχη σε νέα «μη τεχνοκρατικά» πεδία.
O Ζίζεκ προτείνει μερικές τέτοιες, σκόπιμα προκλητικές, μα χρήσιμες «γεωπολιτικές» στρατηγικές, όπως για παράδειγμα: «να χρησιμοποιήσει [ο ΣΥΡΙΖΑ] όλους όσοι αντιστέκονται στην επικρατούσα ευρωπαϊκή πολιτική, από τους συντηρητικούς έως τους ευρωσκεπτικιστές του Φάρατζ, και να φλερτάρει ξεδιάντροπα με τη Ρωσία και την Κίνα (δηλώνοντας, για παράδειγμα, ότι συζητά την παράδοση ενός ελληνικού νησιού στους Ρώσους για να το χρησιμοποιήσουν σαν στρατιωτική βάση, ώστε να τρομοκρατήσουν τους ΝΑΤΟϊκούς)[1].
Σε αυτά θα μπορούσε να προστεθεί η επιδίωξη ουσιαστικής διεθνοποίησης του ελληνικού ζητήματος εκεί όπου διανοίγονται ριζοσπαστικότερες φωνές εντός κατεστημένων πολιτικών χώρων. Παράδειγμα ενός τέτοιου πεδίου αποτελεί η εκλογή ηγέτη του Εργατικού Κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία σε λίγες εβδομάδες, όπου για πρώτη φορά τα τελευταία 40 χρόνια ένας υποψήφιος από την Αριστερά με ξεκάθαρα αντι-νεοφιλελεύθερο λόγο, ο Jeremy Corbyn, είναι από τους επικρατέστερους (προκαλώντας μάλιστα πολιτικό σεισμό στη χώρα, με αξιοσημείωτη την ευθεία τοποθέτηση των κεντροαριστερών μίντια[2] εναντίον του Corbyn).
Το όποιο περιθώριο συνοχής της Αριστεράς σήμερα, και τελικά διάσωσης της ελπίδας που γέννησε η άνοδός της στην εξουσία, μόνον από αυτές τις βάσεις μπορεί να δημιουργηθεί.
[1] Μετάφρασή μου αποσπάσματος άρθρου του Zizek στο περιοδικό New Statesman, 20 Ιουλίου 2015.
[2] Βλέπε για παράδειγμα το κεντρικό άρθρο του Observer της Κυριακής 19 Ιουλίου με τίτλο «If Jeremy Corbyn is the answer then Labour is asking the wrong question».
*διδάκτορος Δημόσιας Πολιτικής Πανεπιστημίου Κέμπριτζ, ερευνητή στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας