Τα βιώματα εκατοντάδων μεταναστών και οι εμπειρίες τους ως έγκλειστων σε κέντρα κράτησης, προαναχωρησιακά ή φυλακές, λόγω του ότι δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα, αναδεικνύουν όψεις της μεταναστευτικής πολιτικής που εφαρμόζεται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Οι εμπειρίες του Κεσάρ (έτσι τον φωνάζουμε) και άλλων συγκρατουμένων του, πακιστανικής καταγωγής, που βρίσκονται υπό απέλαση στο προαναχωρησιακό κέντρο της Κορίνθου, αποκαλύπτουν το μαρτύριο της αναμονής σε συνθήκες εγκλεισμού, αφού απορρίφθηκε και σε δεύτερο βαθμό το αίτημά τους για χορήγηση ασύλου. Οταν συνέλαβαν τον Κεσάρ, παρέμεινε για πολλές μέρες κρατούμενος στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, στη συνέχεια για έναν μήνα στην Αμυγδαλέζα και, τέλος, αφού πήρε την απόφαση απέλασης, μεταφέρθηκε στο προαναχωρησιακό κέντρο στην Κόρινθο. Ο αληθινός Γολγοθάς για τον ίδιον ξεκινάει περίπου μία εβδομάδα μετά τη μετάβασή του εκεί.
Στη σχεδόν καθημερινή μας επικοινωνία, αντιλήφθηκα τη φωνή του να μαραζώνει μέρα με τη μέρα, χάνοντας τη δυναμική και την έντονη χροιά της. Κάποια στιγμή, είπε ότι θα κάνει τα χαρτιά για «εθελούσια επιστροφή» και μου ζήτησε να του πάω μια τσάντα με τα ρούχα του. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω ότι τον είχαν εγκαταλείψει οι ελπίδες και οι αντοχές του μέσα στις συνθήκες της φυλακής.
Το καθεστώς αναμονής που επιβάλλεται σε αιτούντες άσυλο και μετανάστες αποτελεί βασικό πυλώνα της εφαρμοζόμενης σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταναστευτικής πολιτικής. Οσον αφορά τους αιτούντες άσυλο στην ενδοχώρα, αλλά κυρίως στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, η περίοδος αναμονής ισοδυναμεί με συνθήκη εγκλωβισμού, με όρους απόλυτου γεωγραφικού περιορισμού.
Φαίνεται, επίσης, ότι η εμπειρία της αναμονής αποτελεί για τους ανθρώπους που βρίσκονται στη διαδικασία χορήγησης ασύλου αναπόσπαστο πλέον στοιχείο του προσωπικού τους βιώματος, πολύ περισσότερο μιας και καθορίζει τη συγκρότηση της ίδιας κατηγορίας στην οποία ανήκουν: τους τοποθετεί σε ασαφή όρια, ανάμεσα σε εκείνους που δικαιούνται άσυλο και σε εκείνους που δεν το δικαιούνται, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την αβεβαιότητά τους.
Μετά την απόφαση της Διοίκησης, ειδικά όταν αυτή είναι αρνητική, οι αιτούντες άσυλο τίθενται σε καθεστώς «παρανομίας» και ακολουθεί μια άλλη περίοδος, αυτή μιας αναμονής σε πλήρη ακινησία, σε συνθήκες φυλάκισης. Οι άνθρωποι των οποίων έχει απορριφθεί το αίτημα για άσυλο, δεδομένου του νομικού καθεστώτος που τους αποτρέπει από το να κινήσουν εκ νέου διαδικασία νομιμοποίησής τους ως μεταναστών, βρίσκονται σε διαδικασία απέλασης που συνεπάγεται εκτεταμένη αναμονή. Επιπλέον, ένα βασικό αίσθημα που πάντα κατακλύζει τον έγκλειστο μετανάστη/μετανάστρια κατά το διάστημα της αναμονής είναι εκείνο του ανεπιθύμητου ανθρώπου.
Εντός αυτής της συνθήκης εντοπίζουμε τη λειτουργία, σε προαναχωρησιακά κέντρα, και αλλού, οργανώσεων που αναλαμβάνουν τη διαδικασία της «εθελούσιας επιστροφής». Την περίοδο αναμονής, η συγκεκριμένη υπηρεσία εμφανίζεται ως ελπιδοφόρος μηχανισμός που «μεριμνά για την ανακούφιση» των υπό απέλαση μεταναστών, επιδιώκοντας να τους απομακρύνει μια ώρα νωρίτερα από το έδαφος στο οποίο θεωρούνται ανεπιθύμητοι.
Ο Κεσάρ περιγράφει: «Ερχεται ένα παιδί από οργάνωση που επιστρέφει κόσμο στο Πακιστάν. Γράφει τα ονόματα αυτών που θέλουν να φύγουν και να γυρίσουν πίσω. Λίγα παιδιά θέλουν, αλλά πολλά άλλα όχι. Η οργάνωση δίνει μέχρι πεντακόσια ευρώ και τα εισιτήρια». Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως οι απελάσεις, έτσι και οι «εθελούσιες επιστροφές» είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αποτελούν μορφές διαχείρισης και «θεραπείας», καθώς επιχειρούν «να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους», δηλαδή να απαλλάξουν τα κράτη από τους «εισβολείς».
Στις μέρες της απελπισίας του, μου αναφέρει: «Ενας αστυνομικός μού λέει: “Καλύτερα να φύγεις με την οργάνωση, παρά να περιμένεις εδώ κλεισμένος. Πάλι θα σε διώξουν μετά”. Το παιδί από την οργάνωση ακόμη δεν έχει έρθει σε μένα. Τον περιμένω. Καλύτερα πίσω και έξω και όχι εδώ, στη φυλακή». Για αρκετούς μετανάστες, η «εθελούσια» επιστροφή ίσως αποτελεί «απελευθέρωση» και απελπισία συνάμα. Μολονότι ο εθελούσιος επαναπατρισμός έχει καθιερωθεί ως ένα «ιδανικό θεραπευτικό μέτρο» που αφορά τους προσφυγικούς πληθυσμούς παράλληλα με την πολιτική της ένταξης και εγκατάστασης και διέπεται από συγκεκριμένες πολιτικές, πολύ εύκολα σήμερα, ως μηχανισμός, εφαρμόζεται και επεκτείνεται, ώστε να κάνει εφικτή τη διαχείριση μεταναστών χωρίς χαρτιά.
Εντός της συνθήκης αναμονής, η διαχείριση του χρόνου από τους ίδιους καθορίζει την «κανονικότητα» της καθημερινότητάς τους. Ακόμα κι έτσι, οι άνθρωποι πρέπει έστω σε φαντασιακό επίπεδο να δημιουργούν ελπίδες, για να ανακουφίζουν τον πόνο που προκαλεί η άχρονη αναμονή. Οι κανόνες κράτησης επιβάλλουν μία ώρα ελεύθερο βάδισμα κάθε μέρα, τρεις φορές την ημέρα φαγητό και τις υπόλοιπες ώρες περιορισμό σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Οι επισκέψεις απαγορεύονται –εξαιρουμένων εκείνων από τους δικηγόρους.
Στην κατάσταση αυτή και με δεδομένο το γεγονός ότι δεν ξέρουν την ημερομηνία απέλασης και εξόδου από τη φυλακή ή της απελευθέρωσής τους, επιδιώκουν να ανακτήσουν μια χρονική κανονικότητα, ώστε να συντηρούν μια αίσθηση ασφάλειας. Αλλωστε, η άγνοια των παραπάνω τόσο κρίσιμων στοιχείων για το άμεσο μέλλον ενισχύει την αβεβαιότητα, δημιουργεί περαιτέρω άγχος.
Δεν πρέπει απλώς να εξοικειωθούν με τη σκέψη ότι θα τους διώξουν από τη χώρα αλλά και με το γεγονός ότι δεν ξέρουν πότε θα συμβεί αυτό. Ο Κεσάρ αναφέρει σχετικά: «Λένε ότι μετά από δεκαοχτώ μήνες θα μας αφήσουν. Πριν από κάποιες μέρες, αφήσανε τρία παιδιά. Ενα άλλο παιδί μάς είπε ότι όποιον έχουν πιάσει πριν από λίγο καιρό, θα τον αφήσουν σε έξι μήνες. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Ελπίζω να γίνει αυτό. Ετσι έκαναν με ένα άλλο παιδί. Ενας αστυνομικός μού είπε: “Αμα κάτσεις φρόνιμα, ήσυχα, δεν κάνεις φασαρία και δεν κόβεις τις φλέβες σου, μπορεί να βγεις σε έξι μήνες”».
Σε αυτές τις περιστάσεις, ο ίδιος νιώθει ότι πρέπει να συμμορφωθεί· τουλάχιστον νομίζει ότι η σωστή, ευπρεπής συμπεριφορά θα του δώσει τη δυνατότητα να βγει σε λίγο καιρό. Στην κατάσταση που βιώνει, ακόμη και τα αναληθή λόγια του φρουρού τού δίνουν μια ελπίδα. Τέτοιες κουβέντες, η έλευση του υπαλλήλου της οργάνωσης, οι φήμες που κυκλοφορούν από τους συγκρατούμενους για την ενδεχόμενη απελευθέρωσή τους, η είδηση ότι κάποιοι αποχωρούν πιο γρήγορα, η οποία σπάνια επαληθεύεται, αλλά για τους ίδιους αποτελεί συμβάν, διαμορφώνουν εκείνη τη συνθήκη που τους επιτρέπει να βάλουν τον εαυτό τους σε μια «κανονικότητα», να κατασκευάσουν μια λειτουργική ρουτίνα κάνοντας υπομονή –απαραίτητος όρος για την επιβίωσή τους.
Ωστόσο, αυτούς τους παράγοντες τους αντιμάχονται άλλες, σκληρές εικόνες που περιβάλλουν την ύπαρξή τους, για παράδειγμα παιδιά που αυτοτραυματίζονται. Είναι δυνάμεις αντίρροπες μεταξύ τους, που δημιουργούν συνεχώς σύγχυση και αβεβαιότητα και κάνουν ακόμα πιο θολό το τοπίο. «Τώρα», αναφέρει ο Κεσάρ, «προσπαθώ! Οταν είμαστε στο δωμάτιο, κάνουμε πολλές φορές την ημέρα προσευχή. Μετά, παίζουμε τράπουλα μεταξύ μας και ύστερα καθόμαστε στο internet, στο Facebook. Μιλάω με τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Είμαστε πολλά παιδιά μαζί και τα πάμε καλά μεταξύ μας. Εδώ που είμαι, προσπαθώ, τίποτε δεν με κρατάει, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, μόνο να περιμένω. Δεν ξέρεις πότε μας αφήνουν και πότε όχι».
Αν ρίξουμε μια ματιά στα επίσημα στοιχεία, εύκολα αντιλαμβανόμαστε τα ποσά που επενδύονται στον «εθελούσιο επαναπατρισμό» ή στη λεγόμενη «υποβοηθούμενη εθελοντική επιστροφή». Αποτελούν βασικό στοιχείο μιας ολοκληρωμένης –σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά κράτη– διαχείρισης των μεταναστευτικών ρευμάτων. Είναι αναμφίβολο ότι, αν απουσίαζε η συνθήκη αναμονής, οι πολιτικές της «εθελούσιας επιστροφής» θα είχαν μικρότερο λόγο ύπαρξης, όπως λιγότερη σημασία θα είχαν οι παρεμβάσεις και δράσεις του επαγγελματικού ανθρωπισμού.
Είναι αυτή που τροφοδοτεί, παράγει και ανοίγει τον δρόμο στη θεσμική ανθρωπιστική παρέμβαση ακόμη και σε ανθρώπους που οι ίδιες οι κρατικές πολιτικές αποφάσισαν να φυλακίσουν. Μέσα στις συνθήκες που περιγράφηκαν παραπάνω, άραγε πόσο ελεύθερη βούληση και ελευθερία έχει κάποιος, όταν παίρνει την απόφαση της «εθελοντικής επιστροφής»;
Ο Κεσάρ το θέτει εξαιρετικά εύστοχα: «Και με την οργάνωση πρέπει να περιμένουμε. Πολλά χαρτιά θέλουν. Μπορεί να πάρει έξι με επτά μήνες. Ομως βλέπω τα παιδιά που κάνουν υπομονή. Σχεδόν κανένας δεν θέλει να γυρίσει. Και εγώ άλλαξα γνώμη». Εξάλλου, όπως αναφέρει ένας άλλος συγκρατούμενός του, «είναι ντροπή να γυρίσεις στην πατρίδα με το ίδιο πουκάμισο που ξεκίνησες το ταξίδι».
Απέναντι στην πολιτική της αναμονής, των απελάσεων, των βίαιων επαναπροωθήσεων (pushbacks) και της «εθελοντικής επιστροφής», υπάρχουν άνθρωποι που στην πράξη εναντιώνονται σε όλα τα παραπάνω, κινούμενοι από την ασίγαστη, ανυπότακτη διάθεση να χτίσουν τη ζωή τους με τον τρόπο που το επιθυμούν. Ακόμη και εντός του φυσικού τους περιορισμού διακρίνονται τέτοια σημάδια αντίστασης που αμφισβητούν έμπρακτα τις καθιερωμένες, επίσημες πολιτικές.
*Κοινωνικός ερευνητής, υποψήφιος διδάκτωρ Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας