Αθήνα, 16°C
Αθήνα
Αίθριος καιρός
16°C
16.8° 14.5°
2 BF
81%
Θεσσαλονίκη
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
16.2° 14.2°
1 BF
82%
Πάτρα
Ελαφρές νεφώσεις
17°C
16.6° 15.0°
2 BF
84%
Ιωάννινα
Αυξημένες νεφώσεις
9°C
8.9° 8.9°
1 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
9°C
8.9° 8.9°
0 BF
93%
Βέροια
Αυξημένες νεφώσεις
15°C
15.4° 15.4°
1 BF
80%
Κοζάνη
Αυξημένες νεφώσεις
10°C
10.4° 10.4°
0 BF
100%
Αγρίνιο
Αυξημένες νεφώσεις
14°C
14.4° 14.4°
2 BF
92%
Ηράκλειο
Ελαφρές νεφώσεις
14°C
14.4° 13.6°
3 BF
99%
Μυτιλήνη
Αυξημένες νεφώσεις
14°C
14.9° 13.8°
0 BF
73%
Ερμούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.4° 16.4°
2 BF
88%
Σκόπελος
Ελαφρές νεφώσεις
15°C
15.3° 15.3°
2 BF
80%
Κεφαλονιά
Αραιές νεφώσεις
15°C
15.3° 15.3°
0 BF
55%
Λάρισα
Σποραδικές νεφώσεις
13°C
12.9° 12.9°
0 BF
100%
Λαμία
Αραιές νεφώσεις
14°C
14.5° 14.5°
1 BF
73%
Ρόδος
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
17.8° 17.7°
3 BF
79%
Χαλκίδα
Ελαφρές νεφώσεις
13°C
13.8° 12.8°
0 BF
94%
Καβάλα
Αίθριος καιρός
15°C
15.5° 15.5°
2 BF
75%
Κατερίνη
Αραιές νεφώσεις
15°C
14.7° 14.7°
2 BF
85%
Καστοριά
Αυξημένες νεφώσεις
10°C
10.2° 10.2°
2 BF
95%
ΜΕΝΟΥ
Παρασκευή, 25 Απριλίου, 2025

Η αρκούδα

12 καλοκαιρινά διηγήματα

Το “Ανοιχτό βιβλίο”, για τέταρτη συνεχή χρονιά, φιλοξενεί στις σελίδες του πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα.

Δώδεκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού άξονα και αφηγηματικής παλέτας έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες προσφέρουν, εκτός από κριτική πυξίδα, και λογοτεχνική απόλαυση).

Μ’ άλλα λόγια, δώδεκα μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι, έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους τη θερινή εμπειρία και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά―διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν όλο το καλοκαίρι.

Μετά τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τον Κώστα Κατσουλάρη, την Κάλλια Παπαδάκη, την Ελένη Γιαννακάκη, τον Νίκο Δάββέτα, την Έλενα Μαρούτσου και τον Κωνσταντίνο Τζαμιώτη, το νήμα των ιστοριών πιάνει ο Βασίλης Τσιαμπούσης.

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Αυγουστιάτικο απομεσήμερο Κυριακής, η θερμοκρασία έπιασε πάλι κόκκινο. Τα καρπούζια στον κήπο σκάζουν σαν στρακαστρούκες και οι σκέψεις μου σαν μικρές χειροβομβίδες. Ξαπλωμένος στη σοφίτα, τελείως γυμνός, κοιτώ αποχαυνωμένος το ταβάνι.

Ο πατέρας ήρθε την προηγουμένη οδηγώντας το σαράβαλο τζιπ του που θυμίζει τανκς. Στη σκεπή του κουβαλούσε ένα κανό. Αφού μετέφερε τα πράγματά του στο δωμάτιο της θείας μου, το έριξε στη λίμνη. Φόρεσε ένα τζάκετ-σωσίβιο κι ανοίχτηκε στα βαθιά.

Απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού τον κοιτούσα που έλαμνε. Θαύμαζα τα γυμνασμένα χέρια του, τις τετράγωνες πλάτες, το σκληρό του πρόσωπο μισοκρυμμένο κάτω από ένα ξεθωριασμένο τζόκεϊ. Φαινόταν ευχαριστημένος με αυτό που έκανε.

Παρακάλεσα τον Θεό ν’ αρχίσει να βρέχει∙ να χαλάσει ο καιρός μέχρι να ’ρθει η ώρα να φύγει∙ να κλειστούμε το βράδυ στο σαλόνι, ν’ ανάψουμε το τζάκι και να ψήσουμε φέτες μπαγιάτικου ψωμιού.

Κάποια στιγμή βγήκε απ’ το νερό και μπήκε στο μπάνιο. Μετά έκατσε στο τραπέζι κι έφαγε μισό κοτόπουλο με πατάτες.

«Ωραίο», είπε και η θεία χαμογέλασε.

Σκούπισε τα χείλη του με μια χαρτοπετσέτα κι επιτέλους μου απηύθυνε το λόγο: «Για πες τώρα, κύριε… Πώς περνάς τις διακοπές σου;».

«Καλά», του απάντησα.

«Σκέτο καλά;».

«Πολύ καλά».

«Κάνεις μπάνιο στη λίμνη;».

Κόμπιασα. «Προχτές είδα μια αρκούδα», του είπα.

Αφησε το πιρούνι του στο πιάτο του και ρεύτηκε. «Το έχεις στο αίμα σου να λες ψέματα, έτσι;». Στράφηκε στη θεία μου που κάπνιζε τσιγάρο: «Πώς τα περνάτε οι δυο σας;».

«Μια χαρά», του απάντησε. «Εγώ μαγειρεύω, σκουπίζω, φροντίζω τον λαχανόκηπο… Κι αυτός διαβάζει και πάει βόλτες. Α, σκαρφαλώνει και στα δέντρα, έχει φοβερή επιδεξιότητα στο σκαρφάλωμα».

«Γιατί σκαρφαλώνεις στα δέντρα;», με ρώτησε ο πατέρας.

«Για να σωθώ, άμα έρθει η αρκούδα».

Με άρπαξε απ’ το μαλλί. «Οταν σου μιλώ εγώ, δεν θα με κοροϊδεύεις». Με άφησε. Επειτα στράφηκε στη θεία μου… «Σε ακούει όταν του μιλάς;».

«Είναι παιδί διαμάντι», με κοίταξε συνωμοτικά. «Μόνο που…».

«Μόνο που;».

«Είναι λίγο φοβητσιάρης. Καμιά φορά τις νύχτες βλέπει άσκημα όνειρα και βάζει τα κλάματα. Και δυο βραδιές ήρθε στο κρεβάτι μου και κοιμηθήκαμε αγκαλιά».

«Δεν πιστεύω να σ’ αφήσει έγκυο!», ο πατέρας έβαλε τα γέλια.

Εκείνη σοβάρεψε. «Δεν θέλω να λες τέτοια πράγματα μπροστά στο παιδί».

Εκείνος συνέχισε να γελά. «Μου φαίνεται ότι δεν ξέρεις να ξεχωρίζεις τ’ αστεία από τα σοβαρά».

«Ακόμα και τ’ αστεία έχουν κάποια όρια!»…

Το βράδυ οι αναστεναγμοί της θείας μου απ’ το κάτω πάτωμα δεν μ’ άφηναν να ησυχάσω. Θυμήθηκα τη μάνα μου. Ενα καλοκαιριάτικο απόγευμα ήταν ξαπλωμένη με τον μπαμπά μου στο κρεβάτι και μπήκα απροειδοποίητα στο δωμάτιό τους.

Ηταν σκεπασμένοι μ’ ένα άσπρο σεντόνι.

«Καλώς τον», μου είπε η μαμά. «Ελα δω, ανάμεσά μας».

Μπήκα κάτω από το σκέπασμα, ήταν εντελώς γυμνοί. Αρχισε να μου ανακατεύει τα μαλλιά, να κάνει ότι παλεύει μαζί μου, με γύρισε ανάποδα… Ο πατέρας σηκώθηκε κι έφυγε στο μπάνιο. Εκείνη έβαλε το κεφάλι μου ανάμεσα στα στήθη της κι άρχισε να μουρμουρίζει γλυκόλογα μέσα στο αυτί μου…

Κυριακή πρωί ο πατέρας μου και η θεία πήγαν βόλτα στο βουνό. Κάποια στιγμή ξέσπασε μπόρα. Εβαλα ένα πλαστικό μπουφάν και βγήκα από το σπίτι. Η επιφάνεια της λίμνης είχε γεμίσει προβατάκια και τα κύματα έσκαζαν στην ακτή με δύναμη.

Πλησίασα στο κανό, ήταν δυο μέτρα μακριά απ’ το σημείο όπου έσβηνε το κύμα. Εβαλα όλη μου τη δύναμη και προσπάθησα να το ρίξω στο νερό. Αρχισα να μουγκρίζω, όπως οι αρσιβαρίστες όταν σηκώνουν ένα πολύ μεγάλο βάρος. Προσπαθούσα να το κουνήσω αλλά δεν μπορούσα. «Φτου», το έφτυσα.

Επέστρεψαν μούσκεμα απ’ τη βροχή. Στο μεταξύ είχε βγει ο ήλιος και η λίμνη ήταν σαν καθρέφτης. Εκείνος μπήκε στο σπίτι, έβαλε μαγιό, φόρεσε το τζάκετ-σωσίβιο κι έριξε το κανό στο νερό. Το μετακίνησε σαν καρυδότσουφλο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.

Αρχισε να λάμνει και τα μπράτσα του φούσκωναν και ξεφούσκωναν. Εκανα μια προσευχή να βυθιστεί το κανό και να πνιγεί. Αλλά κι αν βυθιζόταν, φορούσε σωσίβιο και μάλλον θα γλίτωνε…

Από τον κάτω όροφο ακούω πάλι αναστεναγμούς και παραμιλητά. Σκέφτομαι τη θεία μου ξαπλωμένη ολόγυμνη από κάτω του. Κι εκείνος να πηγαίνει μπρος πίσω με τους μυώνες των χεριών και της μέσης του να γεμίζουν αίμα. Μου έρχεται να κάνω εμετό.

Σηκώνομαι και φορώ τα ρούχα μου. Κρεμώ τα κιάλια στον λαιμό μου κι απ’ τη βαλίτσα παίρνω τον σουγιά μου και τον χώνω στην τσέπη.

Πάω στο παράθυρο και πατώντας στα κλαδιά της καρυδιάς κατεβαίνω στο χώμα. Στο μεταξύ η ζέστη και η υγρασία είναι ανυπόφορες. Βαδίζω προς το βουνό, προς το ξέφωτο, όπου ένας μελισσοκόμος έχει τοποθετήσει τις κυψέλες του.

Πλησιάζω και κρύβομαι πίσω από μια συστάδα θάμνων.

Περιμένω υπομονετικά, ενώ με τα κιάλια παρατηρώ όσα συμβαίνουν γύρω. Δύο παράξενα πουλιά ερωτοτροπούν κι ένα αγριοκούνελο πηδάει ανάμεσα στα χόρτα. Ο ήλιος είναι ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου.

Σε λίγο εμφανίζεται η αρκούδα, θαρρείς για να μου κάνει το χατίρι. Πλησιάζει σε μια απ’ τις κυψέλες και προσπαθεί να την ξεσκεπάσει, ενώ δεκάδες εξαγριωμένες μέλισσες την τσιμπούν στο κεφάλι και στο σώμα.

Τις απομακρύνει κουνώντας τα μπροστινά της πόδια και σε μια στιγμή ξαπλώνει καταγής και τρίβεται στο χώμα. Επειτα ορμά και χτυπά με δύναμη το καπάκι της κυψέλης που εκσφενδονίζεται τρία μέτρα μακριά. Χώνει τη μουσούδα της μέσα στο ξύλινο κουτί και τρώει τις κηρήθρες. Αρπάζει μια και τη βγάζει έξω απ’ το κουτί.

Κυριευμένος από κάποια δύναμη που δεν μπορώ να ελέγξω, σηκώνομαι όρθιος και προχωρώ καταπάνω της κρατώντας τον σουγιά μου. Με κοιτάζει ξαφνιασμένη. Είναι τρεις φορές ψηλότερή μου και πολλαπλάσια σε βάρος από μένα. Γρυλίζει θέλοντας να με φοβίσει.

Εγώ συνεχίζω να την πλησιάζω, ενώ η καρδιά μου κοντεύει να μου φύγει από το στήθος. Ξαφνικά η αρκούδα μου στρέφει την πλάτη και με αργές κινήσεις ξεκινά να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σταματώ και προσπαθώ να ηρεμήσω, νομίζω ότι θα λιποθυμήσω. Επειτα επιστρέφω πάλι πίσω από τα χόρτα. Ξαπλώνω καταγής και κλείνω τα μάτια μου.

Μόλις συνέρχομαι, ξαναπιάνω τα κιάλια. Τα δυο πουλιά συνεχίζουν το ερωτικό τους παιχνίδι, μα το αγριοκούνελο έχει εξαφανιστεί. Στο βάθος του ορίζοντα το κανό –πλατς, πλατς– χωρίζει τη λίμνη στα δύο. Και στο μπαλκόνι του σπιτιού η θεία μου καπνίζει τσιγάρο.

Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες μου και βάζω τα κλάματα.

Τελευταίο βιβλίο του Β. Τσιαμπούση είναι το μυθιστόρημα «Γαλάζια αγελάδα» (Μεταίχμιο, 2013).

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Η αρκούδα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας