Tη δεκαετία του ’60, παραθερίζαμε οικογενειακώς στο παλιό προσφυγικό των παππούδων, Προύσας 24, στη Ραφήνα. Το σπίτι, όπως όλα σ’ εκείνο τον δρόμο, αν εξαιρούσες το παράπηγμα με το κουζινάκι, δεν πρέπει να ήταν πάνω από σαράντα τετραγωνικά. Παρ’ όλα αυτά, όταν καθόσουν στην αυλή, προπαντός την ώρα που έβλεπες τον ήλιο να σκάει μύτη από την Ανατολή και το πλοίο της γραμμής πλησίαζε αργά το λιμάνι, δεν χρειαζόταν να είσαι ποιητής ή αλαφροΐσκιωτος για να νιώσεις πλήρης.
Στο αυλιδάκι του, με τη δροσιά του βασιλικού και τη μυρωδιά της λεβάντας, μέχρι κι οι καύσωνες ήταν καλοδεχούμενοι. Στις μεγάλες ζέστες, πολύ λίγο σκοτιζόσουν για τα καθημερινά ή για τα αναπάντεχα που θα μπορούσαν να σου συμβούν. Ακόμη και η νοικοκυρά του σπιτιού, η εκ Τρίγλιας της Βιθυνίας γιαγιά μου, που είχε πάθος με το μαγείρεμα, τις μέρες που ο υδράργυρος χτύπαγε κόκκινο έφτιαχνε κάτι πρόχειρο με πατάτες -πατάτες γιαχνί για παράδειγμα, που ήταν και το αγαπημένο του γαμπρού της- και στη συνέχεια, κατέβαινε κι αυτή για να δροσιστεί στην πλησιέστερη ακτή∙ ένα τόσο δα τοπαλάκι γης από χοντρό βότσαλο, κάτω από τον Αϊ-Νικόλα.
Σ’ εκείνο το ήσυχο περιβάλλον δεν σου έκανε καρδιά να διαμαρτυρηθείς για την έλλειψη χώρου, τα άβολα ράντσα που μετακομίζανε τα βράδια στην ταράτσα αφήνοντας στο εσωτερικό του σπιτιού μόνο τη βαριά ντιβανοκασέλα∙ εκείνη την εποχή κανείς δεν γκρίνιαζε υπέρμετρα για τις μύγες, τις σκνίπες και τις πεταλούδες της νύχτας που με τη δύση του ηλίου άρχιζαν ανελέητα να σε πολιορκούν∙ εκείνη την καλή παλιά εποχή κανείς δεν χαλούσε τη ζαχαρένια του εξαιτίας του θυελλώδους βοριά ή του παρατεταμένου λίβα. Μετά την απαραίτητη σιέστα, την πρωτοκαθεδρία έπαιρνε το τάβλι, που διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα κάτω από το φως μιας λάμπας θυέλλης (λουξ τη λέγαμε τότε), με τις παρτίδες να εναλλάσσονται χωρίς διακοπή - πλακωτό, πόρτες και φεύγα, που παίζαμε κουνώντας με φούρια τα ζάρια, φυσώντας και ξεφυσώντας τα μέσα στις χούφτες μας ή παρακολουθώντας φανατικά το παιχνίδι των βετεράνων και καταγράφοντας νικητές και σκορ.
Αυτά, μέχρι το καλοκαίρι του ’74. Στη συνέχεια, με τον αρχηγό της οικογένειας να μας εγκαταλείπει προς υπεράσπιση της πατρίδος, τη μαμά κολλημένη στο ραδιόφωνο να ακούει ειδήσεις και τη γιαγιά, τρελαμένη, κάθε τρεις και λίγο να προσπαθεί να ταΐσει με το στανιό τις γάτες γιατί «καταπώς έχουν τα πράγματα δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει», όλα άλλαξαν, εξαφανίστηκαν κάτω από μια ρευστή γκρίζα κρούστα. Μια μέρα που ακόμη κι αυτές οι γάτες, σκασμένες από το πολύ φάε φάε, γυρνούσαν ανάποδα τις μουσούδες τους και όπου φύγει φύγει, έφυγα κι εγώ σκαστή και πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσω, έφτασα στον λόφο της Παναγίτσας.
Από εκεί κατέληξα σε έναν βράχο με θέα πανοραμική, μέχρι την παραλία του Σχινιά και τις ακτές της Εύβοιας. Συνεχίζοντας όπως τα αυτόματα, γρήγορα και μηχανικά, στα όρια ενός μεγάλου εγκαταλειμμένου κτήματος κοντά στις Μαρίκες, έπεσα πάνω στα σκαλιά μιας καταπακτής που ήταν γεμάτη χώμα και σπασμένα κεραμικά. Είχα ακούσει πως εκεί υπήρχαν σπηλιές ασκητών από την προϊστορία και στη σκέψη ότι η καταπακτή αυτή αποτελούσε κομμάτι τους, ένιωσα ξαφνικά ορατή και σημαντική.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να υποψιαστώ πως το λαγούμι που, σε παρόμοιες στιγμές, είχε γίνει τρόπον τινά το καταφύγιο και ο θεραπευτής μου, δεν είχε καμιά σχέση με τον ασκητισμό∙ τον αρχαίο ή κάποιον νεότερο.
Μετά την αποδημία των παππούδων, ξεχασμένα στον πάτο της ντιβανοκασέλας, τυλιγμένα μέσα σε ένα ρούχο που ενώ μύριζε έντονα ναφθαλίνη και καμφορά δεν είχε καταφέρει να μείνει αλώβητο από τον σκόρο, θαμμένα κάτω από ένα συμβόλαιο γης του 1890 από τη χαμένη γενέτειρα της γιαγιάς και ένα σωρό παλιές αποδείξεις που το ζεύγος κρατούσε από υπερβολικό φόβο, μήπως και κάποιος κακός εφοριακός τούς χρεώσει με τίποτα πρόστιμα κι αρχίσουν να τους κυνηγούν ακόμη και πεθαμένους - τα ντοκουμέντα του παππού μιλούσαν για μια σήραγγα που μέσα στην Κατοχή, ο ίδιος, έμπειρος μεταλλειολόγος και λιγνιτωρύχος από την Εύβοια, με μερικούς ακόμη ντόπιους από τη Ραφήνα, είχαν αναγκαστεί να κατασκευάσουν κάτω από την απειλή της εκτέλεσης.
Ανάμεσα στις σημειώσεις του μακαρίτη, το σχετικό διάγραμμα ήταν σαφές. Το καταφύγιό μου, στην πραγματικότητα, ήταν το στόμιο εκείνης της σήραγγας, η αρχή ενός τσιμεντένιου τούνελ το οποίο, διαπερνώντας την πόλη υπόγεια, ένωνε τα εχθρικά οχυρά.
Τρία χρόνια μετά, οι Γερμανοί πριν αποχωρήσουν από τη χώρα τα ναρκοθέτησαν όλα και τα ανατίναξαν. Το γεγονός της καταστροφής τους το πληροφορήθηκα από ιστοσελίδα. Ο εκλιπών παππούς, στις σημειώσεις του, δεν έκανε καμιά μνεία γι’ αυτό. Μπορώ να καταλάβω την αγαλλίαση και το μέγεθος της ανακούφισής του από την καταστροφή ενός έργου που του είχε στοιχίσει όχι μόνο την αξιοπρέπεια αλλά και την υγεία του -όπως ομολογούσε σε κάποιο σημείο-, από την άλλη, υποψιάζομαι πως αν ήθελε κάποιος να αποδώσει με ακρίβεια τα συναισθήματά του τη στιγμή της ανατίναξης αυτού του έργου, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει όλα τα χρώματα μιας παλέτας∙ από εκείνα της ακραίας χαράς μέχρι της πιο ανομολόγητης θλίψης.
*Το τελευταίο βιβλίο της Χ. Φάντη, το μυθιστόρημα «Οδός Ευτυχίδου» (Σμίλη, 2023), τιμήθηκε με το Βραβείο Κλεψύδρας 2024.
Υπό σκιάν
Το «Ανοιχτό βιβλίο», από συστάσεώς του, φιλοξενεί πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δέκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού προσανατολισμού και αφηγηματικής παλέτας, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες, ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες επιμένουν τόσο στην κριτική πυξίδα όσο και στη λογοτεχνική απόλαυση). Μ’ άλλα λόγια, μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι (και όχι μόνο) έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά ή ανατρεπτικά - διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν ώς αρχές Σεπτεμβρίου.
Μετά τον Ακη Παπαντώνη, τη Σοφία Νικολαΐδου, την Ισμήνη Καρυωτάκη, τον Παναγή Παναγιωτόπουλο και τη Λίζυ Τσιριμώκου, συνεχίζει η Χρύσα Φάντη.
Μ.Φ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας