Καθετί της μόδας, λέξεις και πράγματα, ήταν ανέκαθεν (δηλαδή στους Νέους Χρόνους που γέννησαν τη μόδα) προϊόν μιας ανακύκλωσης μέσα στη δίνη του εμπορεύματος, μια ακατάπαυστη μεθερμηνεία, αναπαλαίωση, επαναξιοποίηση χρήσεων και έξεων του παρελθόντος στο διαρκές παρόν της καπιταλιστικής κοινωνικότητας.
Τέτοια περίπτωση είναι και ο χίπστερ, ως όρος και ως ανθρωπότυπος, του οποίου την ιστορία ιχνηλατεί ο Γκρέγκορι Πιερό, ανατρέχοντας στις απαρχές του φαινομένου στον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό του 18ου-19ου αιώνα και στους μουσκαντίνους («κομψευόμενους») αντιδραστικούς μπράβους της Γαλλικής Επανάστασης, για να εστιάσει στον εικοστό αιώνα και ιδίως στην πιο πρόσφατη αβατάρα του χίπστερ των τελευταίων δεκαετιών, η οποία δίνει τον τόνο και στο ύφος του βιβλίου: γλώσσα και αφήγηση (όπως και μετάφραση) προσφυώς «χιπστεράδικες», εμβαπτισμένες στην εναλλακτική μουσική και μιντιακή σκηνή από την οποία αναδύθηκε, ως αντιφρονών περιθωριακός αρχικά, ο νυν εξευγενισμένος αστός με την επιδεικτική εμφάνιση και τα εξεζητημένα βιοτικά γούστα.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο χίπστερ υπήρξε πάντοτε και μόνο μια φιγούρα της κυριαρχίας. Η κοινωνικοεπιστημονική αργκό ονομάζει «πολιτισμική οικειοποίηση» αυτή την αντανάκλαση των καταπιεσμένων που γίνεται υιοθετημένη φόρμα των καταπιεστών, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια υπεξαίρεση που αφαιρεί από τα μιαρά περιεχόμενα κάθε μορφική νομιμότητα, απωθώντας τα σε γκέτο όπου νόμος είναι το δίκαιο της πυγμής: από τους μαύρους τζαζίστες στις ΗΠΑ μέχρι τις προλεταριακές συνοικίες στις δυτικές μεγαλουπόλεις, το χίπστερ στοιχείο είναι ό,τι υπεξούσιο -και ανομολόγητα ποθητό- μπορεί να διυλιστεί στο αποδεκτό πλαίσιο της άρχουσας τάξης, η οποία ομνύει στις αρχές της λευκότητας (λευκά πρόσωπα αλλά κι επιμελώς λευκασμένα αθλητικά παπούτσια!), της χρηματιστικοποίησης του αστικού περιβάλλοντος και της αισθητικοποιημένης κατασκευής του εαυτού – σταθερό υποκειμενικό συνοδευτικό, αυτή η τελευταία, της αχαλίνωτης φιλελευθεροποίησης στην πολιτική και στην οικονομία.
Εχει σημασία να θυμόμαστε ότι δεν είναι όλα «κουλ» φαινομενικότητα στον χίπστερ κόσμο, και ο Πιερό δείχνει άφοβα τη –συγκαλυμμένη από την καθωσπρέπει δημοσιότητα- βία που γέννησε και σε μεγάλο βαθμό συντηρεί τον χιπστερισμό, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την ιστορία του Γκάβιν ΜακΙνες, συνιδρυτή του Vice, ο οποίος, από πανκ προβοκάτορας, εξελίχθηκε σε τοτέμ της αγγλοσαξονικής Ακρας Δεξιάς.
Οι δύο αυτές όψεις του χίπστερ συνυπάρχουν δομικά, ακόμα κι όταν δεν συμπίπτουν χρονικά ή δεν εκφράζονται σε ένα και το αυτό πρόσωπο, όπως στην περίπτωση του ΜακΙνες, ο οποίος, ακριβώς λόγω της ακραίας περσόνας του, δικαίως αποκαλείται «η ενσάρκωση του χίπστερ του 21ου αιώνα» (σελ. 107). «Ακροκεντρώος» ήταν μέχρι πρότινος (αν δεν παραμένει ακόμα) στα καθ’ ημάς ο ακριβέστερος πολιτικός χαρακτηρισμός για τη φιγούρα αυτή: ο χίπστερ είναι η κεντρομόλος δύναμη η οποία πραγμοποιεί μια διαλεκτική των άκρων, παραμερίζοντας ύπουλα την κατά τα λοιπά περιζήτητη μετριοπάθεια, γιατί η σαρωτική «οικειοποίηση» που τον ορίζει δεν είναι στ’ αλήθεια ήπια, ανεκτική και ανοιχτή, απλώς προβάλλεται αντεστραμμένη ως τέτοια στη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Ο χίπστερ, λέει απερίφραστα ο Πιερό, είναι ο «είρωνας φασιστάκος», κι αν ποτέ θελήσει να αποποιηθεί την αποικιοκρατική κληρονομιά του, θα χρειαστεί να γίνει «ένας προδότης της φυλής του», τασσόμενος ενεργά στο πλευρό των διωκόμενων μειονοτήτων (για τον Πιερό, προπαντός των μαύρων). Οι λίγες παράγραφοι που προσπαθούν, εν είδει επιλόγου και με αισιόδοξο μεσσιανισμό, να δικαιολογήσουν τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου, «Αποαποικιοποιώντας τους χίπστερ» (Decolonizing Hipsters), είναι σίγουρα οι πιο αδύναμες.
Λογικότερο θα ήταν η αποαποικιοποίηση να αναζητηθεί στα ενδότερα, εκεί όπου είναι βέβαιο ότι θα χυθεί αίμα, κατά το λεγόμενο: ας σκεφτούμε για παράδειγμα πώς ένας ιδεοτυπικός χίπστερ, η ζωντανή αμφισημία που λεγόταν Ουίλιαμ Μπάροουζ, περιέγραφε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 τον εαυτό του και τους όμοιούς του να βγαίνουν υπνοβατώντας από την ασφάλεια του δανδισμού τους και να παραδίνονται στην πρέζα, σε «μια κατάσταση απόλυτου χάους όπου ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι ή πού βρίσκεται», νόμιμος ή παράνομος, ντόπιος ή μετανάστης, πλούσιος ή φτωχός (Junky, εκδ. Απόπειρα, 1983, σελ. 178).
Ενα νέο, βαθύτερο αντεργκράουντ, πέρα από τα ομόφυλα και ψυχαναγκαστικά στεγανά που του είχε επιβάλει ο Μπάροουζ – έτσι θα μπορούσε να μοιάζει η αντιστροφή της ειρωνείας που συνθέτει τη σύγχρονη κυριαρχία, σαν μια επιστροφή σε ρίζες που δεν υπήρξαν ποτέ.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας