Η Αιμιλία Κλάδου-Μπλέτσα δεν αστειεύεται καθόλου. Διεκδικεί να καλύψει ένα τεράστιο κενό στα ιστορικά μνημεία του τόπου της, τις εκκλησίες της Δυτικής Κρήτης στην Τουρκοκρατία, που είχαν ώς τώρα μείνει έξω από τα ενδιαφέροντα των μελετητών. Δηλαδή, ενώ τα μνημεία της Ενετοκρατίας έχουν ήδη γίνει γνωστά και οδηγήσει σε έρευνες, τα όσα επακολούθησαν θεωρήθηκαν μάλλον υποδεέστερα και αγνοήθηκαν. Ετσι, παρ’ όλο που το υλικό αφθονεί παντού και είναι λειτουργικά ζωντανό μέσα στις κοινότητες του νησιού, όπου κι αν κανείς κοιτάξει σήμερα, θεωρήθηκε χωρίς ενδιαφέρον.
Ομως τα πράγματα δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Η Κλάδου-Μπλέτσα διαθέτει τρόπους να μας πείσει ότι το αντίθετο συμβαίνει: όχι μόνο η «μετάβαση» από την Ενετοκρατία στην Τουρκοκρατία έχει μεγάλο ενδιαφέρον –ως από κάτω «παράδοση» που διακινήθηκε πια χωρίς ευρωπαϊκές διασυνδέσεις– αλλά και ο τρόπος που έγινε αυτή, ξεκόβοντας από τα «λόγια» πρότυπα και οδεύοντας προς «ανώνυμες» δημιουργίες εμπειρικών σχεδιαστών, καθ’ όλα άξιων και δημιουργικών, έχει πολλά να μας διδάξει. Επιτέλους, η όποια «παράδοση» κληρονομείται στην Κρητική ναοδομία από γενιά σε γενιά τον 18ο αι. κι ώς πρόσφατα, έχει πάνω της όλα τα τόσο όμορφα χαρακτηριστικά: συνέχειες και ασυνέχειες, εκλαϊκεύσεις κι εμπλουτίσεις, προσαρμογές και νεωτερισμούς. Φτάνει κανείς να σκύψει και να τα μελετήσει.
Αυτό ακριβώς έκανε η Κλάδου-Μπλέτσα, αρχίζοντας από μια σχετική διάλεξη το 1971 και συνεχίζοντας με επτά άλλες από το 1982 ώς το 2001, και ενδιάμεσα, με τη βασική της έρευνα (1980-92). Ηταν επίμονη, συστηματική και οργανωμένη. Κι εκείνο το θέμα που ξεκίνησε με αποσπασματικές επιδρομές στο διαθέσιμο υλικό, σιγά σιγά συντέθηκε σε ένα σύνολο αντάξιο του ίδιου του αντικειμένου και των πολλαπλών του εκφάνσεων.
Η πολυπλοκότητα των επιμέρους χαρακτηριστικών φαίνεται καθαρά στον ασυνήθιστα μακρύ τίτλο της έκδοσης, όπου τρεις τομείς (αρχιτεκτονική, λιθοξοϊκή, διάκοσμος), που εκπροσωπούν τον σχεδιασμό, τα υλικά και τη διακόσμηση, απλώνονται ισότιμα πάνω σε τρεις χρονικές ενότητες (όψιμη Ενετοκρατία, 1645-1821, 1830-1898). Αυτό το κομμάτι αποτελεί και το αναλυτικό και εκτενέστερο σκέλος της έκδοσης. Ακολουθούν τέσσερα συνθετικά μέρη με την τυπολογική ανάλυση των εκκλησιών, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία στις όψεις των εκκλησιών, τον διάκοσμο και τα «κατασκευαστικά ζητήματα», δηλαδή τους κατασκευαστές και τα υλικά.
Αλλωστε δεν είναι εύκολη η συνθετική αξιολόγηση και ταυτοποίηση για στοιχεία που μπλέκουν βενετσιάνικες μνήμες, τουρκικά μοτίβα, νεοκλασικές φόρμες – χωρίς να υπολογίζουμε τον αυτοσχεδιασμό των τεχνιτών. Γι’ αυτό ειδικά το τελευταίο, τώρα αποκτούμε μια καλή γνώση για όσους τεχνίτες προέρχονταν από τα «μαστοροχώρια» της Δυτικής Κρήτης, που παύουν να είναι ανώνυμοι και διεκδικούν επάξια μια θέση στην ιστορία ως «αρχιτέκτονες». Τα έργα τους σε πέτρα και ξύλο, εξωτερικά και εσωτερικά σε εκκλησίες, κυρίως μετά το 1830, μαρτυρούν όχι μόνο τις δικές τους ικανότητες, αλλά συμβολίζουν και την ασίγαστη επιθυμία των Κρητικών για μια απελευθέρωση που άργησε να έρθει.
Αυτός ο καταιγισμός συστηματικών πληροφοριών, που συναποτελούν τη στέρεη βάση τεκμηρίωσης για τα παραμελημένα ώς τώρα εκκλησιαστικά μνημεία, απαιτούσε την αντίστοιχη οργάνωση του υλικού δημοσίευσης. Κατατοπιστικοί χάρτες με τη θέση του συνόλου των εκκλησιών και υπομνήματα που δείχνουν ποιες μελετήθηκαν συνοδεύουν κάθε γεωγραφική ενότητα ενώ σε κάθε παρουσίαση επιμέρους μνημείου τα εικονογραφικά στοιχεία οργανώνονται με ενιαίο τρόπο, συνδυάζοντας σχέδια αποτύπωσης και φωτογραφίες με γενικές απόψεις και λεπτομέρειες, που μαζί με το σχετικό κείμενο προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του κτίσματος.
Σε κάθε μνημείο, επίσης, πάντα προστίθεται αεροφωτογραφία από το Google Earth, όπου φαίνεται η θέση του στον οικισμό, ακόμα μία παράμετρος της σχέσης του με την κοινότητα που το χτίζει και κατόπιν το συντηρεί αδιάλειπτα. Μια τέτοια κωδικοποίηση, από τη μια μεριά, μαρτυρά τον όγκο της δουλειάς που έγινε μέσα σε μια πεντηκονταετία από την ακάματη Κλάδου-Μπλέτσα και, από την άλλη, διευκολύνει συγκρίσεις και εξαγωγή συμπερασμάτων.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει σε κάποια πρόσθετα στοιχεία της έκδοσης: τη συνοπτική αναφορά σε «λοιπά μνημεία της εποχής» ώς το 1821 και χωριστά, ώς το 1898, που προσφέρουν την απαραίτητη ευρύτερη εικόνα κάθε περιόδου, και τους τόσο λεπτομερείς δύο πίνακες «βασικών μεγεθών» σε μονόκλινες εκκλησίες. Αλλά θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν εκθειαζόταν στο 8ο κεφάλαιο η θεματική των λιθανάγλυφων στις εκκλησίες, όπου συχνά-πυκνά παρεμβάλλονται μοτίβα από κρητικά κεντήματα ή άλλα κοσμικά στοιχεία, δείχνοντας πώς λειτουργεί η έμπνευση στη «λαϊκή» τέχνη.
Οφείλονται δίκαιοι έπαινοι για τη συγγραφέα, που κατόρθωσε πειστικά να αποδείξει ότι δεν πρόκειται για ένα υλικό «δεύτερης διαλογής», όπως γράφει η ίδια στο τέλος. Ανάλογοι θα πρέπει να αποδοθούν στην αρχιτέκτονα Λουκία Μάρθα, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια, τιθασεύοντας ένα τόσο σύνθετο υλικό, και στο Τμήμα Δυτικής Κρήτης του ΤΕΕ που επωμίστηκε την έκδοση.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας