Μερικά μυαλά όλο σκέφτονται τρέλες. Νομίζουν πως διαφέρουν από τα άλλα, τα κανονικά, και χαίρονται για αυτό αλλά δεν κατανοούν ότι δεν διαφέρουν μεταξύ τους. Χαρακτηρίζονται από τάσεις φυγής, φωνές, νεύρα, κυνισμό, οραματίζονται φωτιές, εξαπολύουν κεραυνούς, ο έρωτας για αυτά τα μυαλά, που όλο σκέφτονται τρέλες, είναι μια συμπλοκή μεταξύ επαναστατημένων. Ακόμα κι όταν κοιμούνται, κινούνται στον χώρο, σαν σκιές με ανθρώπινη μορφή, σαν δροσουλίτες.
Η αρχή του καλοκαιριού, τέλος Μαΐου με αρχές Ιουνίου, είναι η αγαπημένη τους εποχή. Η δροσιά της χαραυγής τους γεμίζει, αυτούς τους ακάματους πολεμιστές, με αισιοδοξία για την τελική νίκη. Νίκη, γενικά.
Τέλος Μαΐου ξέσπασε ο Μίλτος φέτος, «φεύγω, Μαρία», μου είπε, «όποτε μπορέσεις, έλα να με βρεις». Πήγε σε ένα από αυτά τα μικρά νησάκια των Κυκλάδων που καταφεύγουν όσοι αναζητούν επίγειους παραδείσους, αμόλυντους από την τουριστική λαίλαπα, που κάθε Σεπτέμβρη ερημώνουν καθώς κανείς από τους θέλω-μια-άλλη-ζωή δεν εγκαθίσταται ποτέ μόνιμα, παρά τους συνεχείς οραματισμούς του χειμώνα.
«Φεύγω, Μαρία», της είπα, «όποτε μπορέσεις, έλα να με βρεις». Πνίγομαι. Με πνίγει ο χαμένος χρόνος. Πολύς χαμένος χρόνος. Για να επιβιώσω ταξιδεύω και όταν δεν ταξιδεύω. Αλλο ταξιδεύω, άλλο απομακρύνομαι, άλλο βουτάω, άλλο βυθίζομαι, τα ξέρω αυτά καλά, αλλά τι σημασία έχει, άλλωστε, η ίδια κίνηση είναι κι έτσι υπάρχει πάντα η ελπίδα να μεταβληθεί η ουσία της, να αλλάξει πρόσημο, από αρνητική να γίνει θετική η φυγή, από την άρνηση μπορεί να περάσει κανείς στην αποδοχή, αρκεί να πείσει το σώμα του να υπακούσει. Το σώμα, όχι το μυαλό, το σώμα υποφέρει περισσότερο όταν το πνεύμα πάσχει.
Το σώμα μου εδώ στην παραλία δεν υποφέρει. Υποφέρουν μόνο τα αυτιά μου και το νευρικό μου σύστημα όταν περνούν από μπροστά μου μαμάδες που ωρύονται κουβαλώντας το σπίτι τους και ένα πολυκατάστημα στη θάλασσα, παιδιά που τσιρίζουν, μπαμπάδες που αγριοφωνάζουν. Υποφέρουν τα μάτια μου κι από το νέο είδος πληθυσμού, μια μίξη γυναίκας-πάπιας, που άρχισε να επισκέπτεται το νησί από τότε που τοποθέτησαν εδώ το Κουτί. Μεγάλο, σαν ασανσέρ που χωρά δέκα άτομα, γυαλιστερό, από ίνοξ και γυαλί, ντυμένο ολόκληρο με τις γιγάντιες ολόσωμες φωτογραφίες της ημίγυμνης λατινοαμερικάνας τραγουδίστριας-ηθοποιού. Είναι το «Κουτί που σου αλλάζει τη ζωή». Μπαίνεις εκεί μέσα, με ραντεβού τα οποία τηρούνται αυστηρά, όποιος αργήσει δεν έχει δικαίωμα χρήσης ή επαναπρογραμματισμού, μπαίνεις λοιπόν εκεί μέσα, ζητάς όσες αλλαγές κρίνεις ότι έχει ανάγκη ο εαυτός σου για να έρθει πιο κοντά στην ευτυχία, οι αλλαγές γίνονται σε δέκα μόλις λεπτά. Βγαίνεις, και είσαι ο άλλος άνθρωπος που πάντα επιθυμούσες.
Κάθομαι ήσυχος στην ψάθα μου περιμένοντας τη Μαρία, έχω να τη δω μια βδομάδα, μου έχει λείψει, μου λείπει ακόμα κι όταν είμαστε μαζί καμιά φορά. Μεγάλος έρωτας. Τη βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου φορώντας το μαγιό της κι ένα παρεό τυλιγμένο στη μέση. Μου δίνει ένα φιλί, «τι ώρα είναι το ραντεβού μας;» με ρωτάει, «σε μισή ώρα», της απαντώ, «ίσα που πρόλαβες. Σου έχω γράψει μια λίστα, με όλα όσα θέλω να αλλάξεις». Μου αρπάζει τη λίστα και διαβάζει δυνατά:
«Ενα: Να μη θυμώνεις που το μυαλό μου όλο σκέφτεται τρέλες. Δύο: να εκφράζεις τα συναισθήματά σου για μένα συνεχώς και με πιο ωραίες λέξεις. Τρία: να με αγαπάς χωρίς εγωισμό. Τέσσερα: να με καταλαβαίνεις λίγο περισσότερο. Αυτά; Αυτά να ζητήσω όταν μπω στο Κουτί, Μίλτο; Σου αρκούν; Δεν θα ήθελες, έστω, λίγο πιο μεγάλα βυζιά;»
«Μου αρκούν».
«Εσύ, τι θα ζητήσεις;»
«Απώλεια μνήμης».
«Απώλεια μνήμης;»
«Θέλω να την ξεχάσω»
«Ποια;»
«Ξέρεις ποια».
«Γιατί;»
«Γιατί έκανα λάθος. Τόσα χρόνια χαμένα».
«Χαμένα;»
«Την αγάπησα, με πρόδωσε».
«Την ερωτεύτηκες;»
«Την αγάπησα».
«Συμβαίνει, καμιά φορά, οι άνθρωποι να ερωτεύονται χωρίς να το θέλουν».
«Το ήθελε».
«Να μην την ξεχάσεις, Μίλτο, δεν κάνει να ξεχνάμε τους καλούς ανθρώπους, ακόμα κι αν τα πράγματα δεν πάνε καλά».
«Πώς ξέρεις ότι είναι καλός άνθρωπος;»
«Αν τη διάλεξες εσύ, θα είναι σίγουρα καλός άνθρωπος».
«Αν τη διάλεξα εγώ… θα είναι καλός άνθρωπος…»
«Ναι».
«Σίγουρα».
«Σίγουρα».
«Σήκω τότε, Μαρία, πάμε».
«Εντάξει».
«Πάμε σπίτι μας, προλαβαίνουμε το βραδινό καράβι».
«Το Κουτί;»
«Πάμε, θα ξεραθούν τα λουλούδια μας, αποκλείεται να τα πότισες πριν φύγεις, και κάνει πολλή ζέστη. Τα βυζιά σου μου αρέσουν όπως είναι».
● Η Α. Ψιλοπούλου πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με τη νουβέλα «Τι δεν έχει πεθάνει» (Loggia, 2023).
Υπό σκιάν
Μετά τον Βασίλη Τσιμπούκη, τη Μαρία Μανωλέλη, τη Στρατούλα Θεοδωράτου, και τον Γιάννη Καρκανεβάτο, ακολουθεί η Αρτεμις Ψιλοπούλου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας