Οι Ρωμαίοι, οι Βενετσιάνοι, οι Οθωμανοί, άφησαν το αποτύπωμά τους στον ελληνικό χώρο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Τα μνημεία τους είχαν στο πέρασμα του χρόνου πολλές περιπέτειες: από αδιαφορία έως σκόπιμη καταστροφή.
Οι διαμάχες που προκάλεσαν για το αν έπρεπε να διατηρηθούν ή όχι περνούσε πάντα μέσα από ένα ιδεολογικό, εθνικιστικό φίλτρο. Ηταν «σημάδια σκλαβιάς», «εθνικής ντροπής». Σήμερα πια, ύστερα από μερικές δεκαετίες φρονηματισμού, να ’ναι καλά οι διεθνείς συμβάσεις για προστασία μνημείων, η στάση μας έχει αλλάξει και μάθαμε να τα συμπεριλαμβάνουμε σε ό,τι αόριστα θεωρούμε «δικό μας».
Ομως το βιβλίο του Ηλία Μεσσίνα ξεφεύγει από μια τέτοια, πάντα ωφέλιμη διδακτικά, εικόνα. Διαπραγματεύεται την ιστορική διαδρομή ενός κομματιού της δικής μας κοινωνίας, των Εβραίων, κι όχι κάποιων επείσακτων κατακτητών. Μια μακραίωνη σχέση συνύπαρξης και συμπόρευσης, που κάποια στιγμή αποκόπτεται βίαια.
Αυτό το βιβλίο καταγράφει χωρίς να επιλέγει, χωρίς να αξιολογεί, κυρίως χωρίς να καταγγέλλει τα συστατικά ενός κομματιού της συλλογικής μας μνήμης, έτσι όπως παίρνουν υλική υπόσταση ως κατάλοιπα της εβραϊκής παρουσίας στην Ελλάδα.
Επίσημα, σε πρώτο επίπεδο, ο αρχιτέκτονας-συντηρητής μνημείων Μεσσίνας, με τις οικολογικές ευαισθησίες, εδώ και τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα παλεύει να διατηρήσει ό,τι απέμεινε από τις εβραϊκές συναγωγές στην Ελλάδα. Ταξιδεύει πάνω-κάτω τη χώρα, μετράει, φωτογραφίζει, μαζεύει ονόματα, σχετικές ιστορίες από όσους θυμούνται ακόμα, δίνει ομιλίες, βγάζει βιβλία.
Κατασκευάζει έτσι μια δεξαμενή πληροφοριών σχετικών με τις συναγωγές, σαν χειροπιαστά κτίρια αλλά και σαν ιστορικά συστατικά μιας ζωής που αφανίστηκε. Ολο αυτό το υλικό «είναι» οι συναγωγές, εκείνες που χάθηκαν κι εκείνες που σήμερα σώζονται. Πεισμένος για την αξία τους, αυτές θέλει να σώσει. Στην πραγματικότητα, έχει κάνει κάτι άλλο, βαθύτερο, που θυμίζει την «οικολογική» διάσταση της σκέψης του.
Γιατί μια τέτοια απέραντη περιοχή της συλλογικής μνήμης περιέχει άπειρα διάσπαρτα στοιχεία και τεκμήρια. Βγαίνουν έτσι στο φως ονόματα ανθρώπων, οικείες φωνές, κινήσεις και στάσεις. Και καθώς αυτά ζωντανεύουν, προκαλούν ένα ρίγος σε εκείνον που ξαναζεί τα τραγικά γεγονότα, σκάβοντας στο παρελθόν.
Ο Μεσσίνας, για παράδειγμα, επιμένει να ανακαλύψει τη μοίρα των κινητών επίπλων σε αυτούς τους χώρους, τι απέγιναν. Τα έπιπλα, ιδίως τα καθίσματα, αποτελούν ένα είδος φετίχ, γιατί οι άνθρωποι είναι συνδεμένοι με αυτά, τα χρησιμοποιούν αποκλειστικά. Η εκτενής εξιστόρηση της τύχης των καθισμάτων, για παράδειγμα, στη συναγωγή των Μοναστηριωτών της Θεσσαλονίκης (σ. 275-284) δείχνει πως δεν πρόκειται για απλά κομμάτια επεξεργασμένου ξύλου της σειράς, ότι έχουν ψυχή, ότι κάποτε ήταν χρηστικά αντικείμενα ταυτισμένα με κάποιον επώνυμο πιστό. Οτι τα πάθη τους σημαίνουν κάτι πολύ ευρύτερο.
Αλλού, συναντάμε ένα ελάχιστο τεκμήριο ιστορίας: τις παλιές εφημερίδες, τις αρχικά κολλημένες πίσω από τα πλακάκια δαπέδου σε κάποια συναγωγή (σ. 298). Ενα εντελώς ξεχασμένο, ασήμαντο θα λέγαμε, εύρημα, που θα συγκινούσε μόνο κάποιον ειδικό. Αλλά, την ίδια στιγμή μαθαίνουμε για τον μοναδικό τοίχο που σώζεται από τη συναγωγή Πουλιέζα στην Αρτα, κάτι που ο Μεσσίνας ανακαλύπτει σ’ ένα στενό πέρασμα της πόλης (σ. 59), καθώς το συσχετίζει με ένα φοβερό μνημείο, το Τείχος των Δακρύων στην Ιερουσαλήμ.
Αυτού του είδους η μνήμη είναι ηλεκτρισμένη. Μπορεί να ανακληθεί εν ψυχρώ από κάποιον εξασκημένο σε συμβολισμούς, αλλά ανάμεσα στους πολλούς δεν θα βρεθεί κανένας ασυγκίνητος. Ο οδοιπόρος Μεσσίνας ξέρει καλά πως κάθε πέτρα, κάθε ρημαγμένη θύρα, κάθε σπασμένη πλάκα μνήματος είναι ένας θρήνος. Δεν υποκύπτει όμως.
Οι συνεχείς στροβιλισμοί τους από πόλη σε πόλη, από συναγωγή σε συναγωγή, συναντώντας φιλικά πρόσωπα, μιλώντας μαζί τους, υπογράφοντας αντίτυπα του βιβλίου του, σημειώνοντας τις πληροφορίες από προσωπικές μνήμες που του παραδίνουν, τον κρατούν συνέχεια σε μια έξαψη. Δεν έχει καθόλου καιρό να μελαγχολήσει. Και γι’ αυτό παλεύει ασταμάτητα αλλάζοντας ρόλους.
Συσσωρεύει κατάκοπος «ιστορίες», μερικές χιουμοριστικές, όπως εκείνη για το πώς γέμισαν ξυπνητήρια τα ντόπια σπίτια, κλεμμένα από εβραϊκά σπίτια που ερημώθηκαν (σ. 197). Μέσα του νιώθει χαρούμενος καθώς ξέρει πως έτσι απαγγέλλει «καντίς» στα μνήματα για τους πεθαμένους (σ. 209). Κι αυτοί, ευεργετημένοι, έχουν τον τρόπο τους ν’ ακούνε.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας