«πληθὺν δ᾽ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾽ ὀνομήνω,
οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν
φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη»
«Ιλιάδα» Β, 488-490
Ούτε ο αρχετυπικός συμπατριώτης μας Ανδρέας Κορδοπάτης απέφυγε το Καστριγκάρι, όπως αποκαλούσαν οι Ελληνες το Ελις Αϊλαντ. Η περιπέτειά του δεν ήταν, ωστόσο, η συνηθισμένη. Η μεγαλύτερη πύλη εισόδου στην Αμερική παρέμενε για χρόνια η μικρή, στενόμακρη αμμουδέρα στη σκιά του Αγάλματος της Ελευθερίας, η οποία δεσπόζει στη συλλογική μνήμη με πλήθος υποτυπώσεις σε λογοτεχνία και κινηματογράφο.
Στο Καστριγκάρι ξεβράζεται από το «Πατρίς» ο δεκαεννιάχρονος Αντώνης Καμπάνης στους «Δεντρίτες» (Πόλις, 2015) της Κάλλιας Παπαδάκη, με τον φόβο για έναν έρπη στα χείλη πέρασε τον έλεγχο ο παππούς του αφηγητή στο «Θεραπεία των αναμνήσεων» (Πόλις, 2019) του Χρήστου Αστερίου. Από το Ελις περνά και ο Ρωσοεβραίος Ισαάκ Ρέτζνικοφ, ο οποίος στην ερώτηση του υπαλλήλου «Ποιο είναι το όνομά σου;» ξεστομίζει, εξαντλημένος, στα γίντις, «Ικ χαμπ φαργκέσεν!» («Το ξέχασα!»), για να μετονομαστεί αυτοστιγμεί σε Ικαμποντ Φέργκιουσον και γενάρχη της οικογένειας του Αρτσιμπαλντ που πρωταγωνιστεί στο επικό μυθιστόρημα του Πολ Οστερ «4321» (Μεταίχμιο, 2018).
Το ίδιο ανεκδοτολογικό παράδειγμα σχολιάζει και ο Ζορζ Περέκ (1936-1982) σ’ αυτό το καλειδοσκοπικό, ανθρώπινο –και γι’ αυτό αντιφατικό– κείμενο που δεν σταματά να γεννά ερωτήματα. Πώς εντάσσεται το περίεργο αυτό βιβλίο στο έργο του Γάλλου πολυσυγγραφέα; Γιατί ο Περέκ, ενώ ξεκινά να μιλήσει για τη μετανάστευση, μιλάει για πρώτη φορά ανοιχτά για τη δική του εβραϊκότητα; Τι πραγματικά ψάχνει ο Περέκ σ’ αυτόν τον μεταιχμιακό χώρο, τόσο μακριά από τη γενέθλια γη αλλά όχι ακόμα στη Γη της Επαγγελίας, καθώς ο Νέος Κόσμος βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, αλλά ο επίδοξος μέτοικος πατούσε ακόμα «σε μια προέκταση του πλοίου, σ’ ένα θρύψαλο της γηραιάς Ευρώπης»; Μ’ άλλα λόγια, τι πραγματικά φέρνει τον Περέκ στην Αμερική, για δεύτερη φορά το 1979, όταν διασχίζει τον Ατλαντικό, από τη Χάβρη στη Νέα Υόρκη (μέσω Χάλιφαξ), πάνω στο φορτηγό πλοίο SS Atlantic/Cognac;
Οι ανάγκες των γυρισμάτων ενός ντοκιμαντέρ σε συνεργασία με τον Ρομπέρ Μπομπέρ για το Νησί των Δακρύων είναι μόνο η αφορμή· γιατί ο Περέκ, που πάντα αναζητούσε τρόπους να αναμετρηθεί με το ανείπωτο, τώρα βρήκε μια ειδολογική μορφή για να μιλήσει ταυτόχρονα για το δράμα των μεταναστών, την ψευδαίσθηση της Αμερικής, τις φρικαλεότητες του 20ού αιώνα, αλλά και για την προσωπική του ιστορία ή, μάλλον, την απουσία της…
Είναι γνωστό ότι «η έλλειψη προσωπικής ιστορίας», ως αποτέλεσμα της παρέμβασης της μεγάλης Ιστορίας, βρίσκεται στην αφετηρία του πολύπλευρου έργου του. «Δεν έχω αναμνήσεις από την παιδική ηλικία», γράφει στο μυθοπλαστικά αυτοβιογραφικό «W ή Η ανάμνηση των παιδικών χρόνων» (1975) ο γιος των Εβραιοπολωνών μεταναστών, ο οποίος μεγάλωσε στη Νότια Γαλλία με την οικογένεια της θείας Εστέρ, αφού έχασε τον πατέρα του στον πόλεμο, το 1940, και τη μητέρα του στο Αουσβιτς, το 1943. Τι απομένει; Μια επίμονη και επίπονη εργασία πάνω στη μνήμη.
Ο ίδιος θεωρούσε την αυτοβιογραφία έναν από τους άξονες του έργου του (μαζί με τον κοινωνιολογικό, τον μυθιστορηματικό και το παιχνίδισμα των ουλιπιανών περιορισμών) και περιέγραφε τρεις διαφορετικούς τρόπους εργασίας της μνήμης. Δίπλα στην ισοπεδωμένη πραγματικότητα και την αναζήτηση της ιστορίας με τον παραδοσιακό τρόπο, η «μυθική μνήμη», παράδειγμα της οποίας αποτελεί το πρότζεκτ «Ελις Αϊλαντ»: «η εργασία σε μια μνήμη που μας αφορά γιατί, αν και δεν είναι η δική μας […] μας καθορίζει όσο σχεδόν και η ιστορία μας»!
Ετσι προκύπτει αυτό το κείμενο με το πλούσιο παρακείμενο στο περεκικό αρχείο (φωτογραφίες, σημειώσεις, ταινία) που διατρέχει τα είδη, συνδυάζοντας την τεκμηρίωση της πραγματείας με την ποίηση, καθώς το πληροφοριακό πρώτο μέρος («Το νησί των δακρύων») επανεγγράφεται στο δεύτερο («Η περιγραφή μιας πορείας») με ρυθμικό τρόπο και σε ελεύθερο στίχο.
Η χαρακτηριστική σωρευτική γραφή του Περέκ που προχωρά με ασύνδετα και επαναλήψεις συνταγμάτων δημιουργεί κατά τόπους καταλογικές κύστες. Ο Περέκ ρωτά, το υλικό τού απαντά: Πόσοι και ποιας εθνικότητας ήταν οι μετανάστες; Με ποιες ναυτιλιακές εταιρείες, με ποια πλοία και από ποια λιμάνια αναχώρησαν; Μάλιστα, ο πρώτος κατάλογος, που επαναλαμβάνεται στο τέλος αυτού του αντίστροφου έπους, ξαναγράφει, ειρωνικά, τον αρχετυπικό κατάλογο της «Ιλιάδας».
Ωστόσο, η καταλογογράφηση που προσπαθεί να οργανώσει τα αναρίθμητα οπτικά ερεθίσματα στο ρημαγμένο από τον χρόνο, την αρμύρα και τα πλιάτσικα νησί («Αυτό μας δίνεται να δούμε, και μόνο αυτό μπορούμε να δείξουμε»), αποδεικνύεται στην πορεία ανίκανη να αποκαλύψει το παραμικρό για τις πραγματικές ιστορίες εκείνων που «η πείνα, η πολιτική, η φυλετική και η θρησκευτική καταπίεση έδιωξαν από την πατρίδα τους».
Και όσο οι λίστες του ορατού αδυνατούν να φτάσουν στην ουσία των πραγμάτων, τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται («Γιατί λέμε αυτές τις ιστορίες; Τι ήρθαμε να βρούμε εδώ; Τι ήρθαμε να ρωτήσουμε;») και η αφήγηση οδηγείται στα όριά της, μέχρι που εκτρέπεται προς μια «πιθανή αυτοβιογραφία». Ο Νέος Κόσμος αποδεικνύεται πολύ κοντά στη Χαμένη Ηπειρο της παιδικής ηλικίας, και ο Περέκ, μέσω της «δυνητικής μνήμης», αντικρίζει τη δική του μοίρα στη μοίρα των μεταναστών.
Μπορεί οι επιγραφές (από τον Ζαν Πολ ντε Νταντελσέν και τον Σολέμ Αλέιχεμ), οι αναφορές σε εβραϊκούς μύθους (π.χ. στο γκόλεμ) και η παρουσίαση του Ελις ως του τελευταίου σταθμού της «εξόδου» που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας (ακόμα και ο υπόγειος συσχετισμός με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης) να προετοιμάζουν την αυτοβιογραφική εκτροπή προς την παραδειγματική εβραϊκή ανεστιότητα, ωστόσο, στο τέλος, το πλάνο ανοίγει. Το Ελις, ο «καθαυτό τόπος της εξορίας», «ο τόπος απουσίας τόπου», δεν ανήκει αποκλειστικά στους Εβραίους, καθώς ο Περέκ γειώνει το κείμενό του στη συγκυρία, θυμίζοντας τόσο ότι η μετανάστευση είχε ξεκινήσει πριν και δεν σταμάτησε με το κλείσιμο του Ελις όσο και τους Βιετναμέζους που πελαγοδρομούσαν αναζητώντας πατρίδα!
Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο στο σημερινό ζοφερό σκηνικό, οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι: το Ελις ανήκει σε όλους αυτούς που η «μισαλλοδοξία και η μιζέρια τούς έδιωξαν και εξακολουθούν να τους διώχνουν από τα χώματα όπου μεγάλωσαν». Οι ίδιοι λόγοι κινούν αυτό το πολύχρωμο πλήθος που θαλασσοπνίγεται, πριν εγκλωβιστεί σε στρατόπεδα δίπλα στα σπίτια μας. Οπως και να ’χει, ο Περέκ κατάφερε χρόνια πριν να κάνει να λάμψουν οι δύο «ανάλαφρες, δυσσύληπτες, ασταθείς / και φευγαλέες» λέξεις που βρίσκονται στον πυρήνα του κειμένου του, «οι λέξεις περιπλάνηση και ελπίδα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας