Το βιβλίο «Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος» (εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2020) αποτελεί το τρίτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Τανούδη.
Αφηγηματικά πιο προσβάσιμο από τον «Σπασμό» και τα «Χώματα», το βιβλίο αποτελεί έναν πολλαπλό στοχασμό γύρω από ζητήματα όπως ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα, οι ανθρώπινες σχέσεις και οι όροι με τους οποίους οργανώνεται η κοινωνία, η σημασία του ανταγωνισμού, της επανάστασης, του σώματος και της ανίας ως κοινωνικά σημεία συγκρότησης. Η βασική αρετή του βιβλίου είναι ακριβώς το πλαίσιο στο οποίο τίθενται όλα αυτά τα ερωτήματα.
Η κοινωνία του βιβλίου είναι μια κοινωνία που διαρκώς εκκρεμεί. Η ίδια της η ύπαρξη είναι ένα διαρκές διακύβευμα.
Ενώ οι αρχετυπικές εικόνες και τα αντικείμενα που τοποθετεί ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες (και επαναφέρει σταθερά) μας παραπέμπουν σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα που εξελίσσεται στο παρελθόν (ο χιτώνας, οι διάδρομοι του παλατιού, η αίθουσα των Λόγων κτλ) σύντομα ανακαλύπτουμε πως ο πραγματικός χρόνος της πλοκής είναι κάποια μελλοντική στιγμή της ανθρωπότητας.
Ο πολιτισμός όπως τον γνωρίζαμε έχει τελειώσει. Οι λίγοι εναπομείναντες κρύφτηκαν από την καταστροφή και ξεκίνησαν μια νέα κοινωνία. Η καταστροφή ή οι λόγοι που την προκάλεσαν δεν είναι απολύτως ορατοί. Ακριβώς γιατί η καταστροφή και η επανέναρξη του πολιτισμού είναι το κυρίαρχο αξίωμα από το οποίο εκκινεί ο μύθος του βιβλίου.
Αυτή η ταυτόχρονη διπλή χρονικότητα ουσιαστικά αποτελεί και το κυρίαρχο λογοτεχνικό εργαλείο του βιβλίου, καθώς και την κυρίαρχη αρετή του.
Είναι μια συνθήκη που επιτρέπει στις ιδέες και τις καταστάσεις να λάβουν αρχετυπική μορφή, τα ερωτήματα να ειπωθούν με το βάρος των επειγόντων ανθρώπινων αναζητήσεων, τις αποφάσεις να έχουν τη σημασία του ιστορικού γεγονότος.
Γιατί αν το παρελθόν της κοινωνίας έχει συμπυκνωθεί στην καταστροφή και το σφάλμα, το μέλλον της απλώνεται προς μια ατελείωτη αβεβαιότητα. Την αβεβαιότητα αυτή ενσαρκώνει ο (σχεδόν διαρκώς) ανώνυμος πρωταγωνιστής.
Μέσα από αυτό μαθαίνουμε τους όρους της νέας αυτής κοινωνίας, μέσα από τους περιπάτους του βλέπουμε τα τοπία και τα γεγονότα και μέσα από αυτόν μαθαίνουμε για την εκ νέου κωδικοποίηση της ανθρώπινης οργάνωσης.
Ετσι, οι αμφιβολίες του και οι ενστάσεις του για κάθε πτυχή του παρελθόντος, του παρόντος ή του μέλλοντος αποκτά για τον αναγνώστη κοσμογονική σημασία. Οι στοχασμοί του πρωταγωνιστή δεν αποτελούν έτσι απαράβατες αλήθειες, αλλά ασκήσεις προς απόδειξη, όχι προτάσεις αλλά συμβάντα και παρατηρήσεις γύρω από τις ανθρώπινες εκφράσεις και οργανώσεις.
Βρισκόμαστε λοιπόν εντός ενός κόσμου που έχει τον χαρακτήρα μιας ανεστραμμένης ουτοπίας. Οχι εντός μιας δυστοπίας, αλλά μπροστά σε μια κοινωνία που λειτουργεί και επιβιώνει αρμονικά, ενώ διαρκώς αισθανόμαστε πως εκκρεμεί, πως σύντομα θα μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο.
Μια ουτοπία (με τη λογοτεχνικοπολιτική έννοια του όρου όπως την εισηγήθηκε ο Τόμας Μορ το 1516) που δεν επιθυμεί να διδάξει βεβαιότητες αλλά αντίθετα να αφηγηθεί. Να αφηγηθεί τη σύλληψη, την εξέλιξη και τη σημασία των ιδεών. Γιατί ο κρυφός πρωταγωνιστής του «Η ανάγκη να είναι κανείς βάρβαρος» είναι οι ίδιες οι ιδέες. Με κεντρική ιδέα αυτής της βαρβαρότητας.
Οι «βάρβαροι» είναι ταυτόχρονες ενσαρκώσεις του «άλλου», του Ξένου, αλλά ταυτόχρονα του πέρα. Των ανθρώπων που ζουν έξω από τα όρια της πολιτείας, στις μολυσμένες εκτάσεις πέρα από τα τείχη. Του αγνώστου, του άγριου, του εκτός του πολιτισμού. Και, μαζί, των ανθρώπων που κανείς δεν ξέρει αν καν υπάρχουν.
Συνεχίζοντας μια λογοτεχνική παράδοση, που ξεκινά από τους καβαφικούς βαρβάρους, περνά από την «Ερημο των Τατάρων» του Ντίνο Μπουτζάτι και το «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Κούτσι, ο Τανούσης δημιουργεί τους δικούς του Αλλους. Αυτή τη φορά όμως οι βάρβαροι δεν εκφράζονται ως αναμονή ή ως επερχόμενη απειλή, αλλά τελικά ως ένα φορτίο που ενυπάρχει σε κάθε κοινωνία και κάθε άνθρωπο.
Ως μια συνθήκη που θέτει ερωτήματα για τη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις προοπτικές και τις επιδιώξεις. Και από τις απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτή την πρωταρχική ερώτηση κρίνεται τελικά η ίδια η πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού. Ή, όπως το ίδιο το βιβλίο περιγράφει σε ένα κομβικό του σημείο:
«“Τελικά”, είπα, “ένας τρόπος για να λυτρωθούμε απ’ τους βαρβάρους θα ήταν να γίνουμε οι βάρβαροι”».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας