Στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας το βλέμμα του ταξιδιώτη αιχμαλωτίζεται από την αρχιτεκτονική του τοπίου. Μια ιστορική μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης των τοπικών κοινοτήτων αποτυπώνεται. Πρόκειται για μια συστάδα από περίπου σαράντα χωριά στην κοιλάδα του ποταμού Σαραντάπορου, όπου οι κάτοικοί τους αντιμετωπίζουν την ανεπάρκεια της καλλιεργήσιμης γης με την εξειδίκευση της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους. Ακολουθούν την οικοδομική τέχνη. Κάθε χωριό εξειδικεύεται επαγγελματικά. Γίνονται ξακουστά για τους μαστόρους τους, που «έχτισαν τον κόσμο» σμιλεύοντας την πέτρα και το ξύλο, καλλωπίζοντας με τα πινέλα και τα χρώματά τους αρχοντόσπιτα, ναούς και ξωκλήσια. Κάθε έργο εκφράζει μια ξεχωριστή αισθητική που οφείλεται στη φαντασία του μάστορα, στην αρχιτεκτονική της κάθε περιοχής και στους συνδυασμούς των χρωμάτων και των υλικών. Η μαστορική τέχνη εναρμονίζεται με τη βαθιά γνώση της αντοχής και της αισθητικής των υλικών. Δουλεύουν με μεράκι, με αγάπη και πάθος. Η λέξη «αργά» είναι το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τη φιλοσοφία των δημιουργημάτων τους. Δουλεύουν τραγουδώντας και σφυρίζοντας για να κρατούν το ρυθμό, μόνο και μόνο για να μη βιάζονται.
Από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο ανθεί η παραδοσιακή μαστορική τέχνη. Διανύουν μεγάλες αποστάσεις προκειμένου να βρουν εργασία. Καβάλα στα γαϊδούρια και στα μουλάρια, ακολουθούν τα μονοπάτια, αψηφούν τους χειμάρρους και διασχίζουν με κίνδυνο τα ποτάμια, καθώς τα γεφύρια μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ελάχιστα. Μιλούν τη δική τους γλώσσα τα κουδαρίτικ (κούδα=πέτρα).

Οι μαστόροι ήταν αναλφάβητοι ή έφταναν να τελειώσουν το Δημοτικό, γιατί μετά έπρεπε να ταξιδέψουν προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωση. Από τον 18ο αιώνα οργανώνονται σε μπουλούκια με κλειστή και αυστηρή ιεραρχική δομή. Τα εργαλεία και τα ζώα αποτελούν το κεφάλαιό τους. Τα εργαλεία του μάστορα είναι το τσοκάνι, το ζύγι, το καλέμι, το αλφάδι, το ράμμα, ο διαβήτης, το τρίγωνο, το πριόνι και το αμόνι.
Επικεφαλής ήταν ο πρωτομάστορας, ο οποίος ήταν ταυτοχρόνως εργοδότης, εργολάβος και συνεταίρος. Αυτός έκανε κουμάντο. Υπόγραφε συμφωνητικό με προθεσμία παράδοσης του έργου και ποινική ρήτρα, όταν δεν θα ήταν εμπρόθεσμη η παράδοση του έργου. Το συμφωνητικό συνήθως περιελάμβανε και το ποσό του «αρραβώνα», δηλαδή της προκαταβολής που έπρεπε να πάρουν. Ο πρωτομάστορας ήταν ο άριστος πελεκάνος (τεχνίτης της πέτρας), αποφάσιζε πάντα για το σχέδιο του κάθε αρχιτεκτονήματος σε συνεννόηση με τον ιδιοκτήτη. Υπήρχαν διάφορες ειδικότητες: πελεκάνος, νταμαρτζής, χτίστης, ταβανατζής (μαραγκός), ασβεστάς, σκαλιστής, μπογιατζής.
Η αμοιβή των μελών του μπουλουκιού γινόταν με βάση την ειδικότητά τους και τη θέση τους στην ιεραρχία. Στην αρχή μοιράζονταν τα κέρδη, αργότερα το μεροκάματο υπερίσχυσε.
Κάθε χωριό εξειδικεύεται και σε μια τέχνη. Οι μαστόροι της πέτρας είναι από την Πυρσόγιαννη, τη Βούρμπιανη, την Καστάνιανη, οι ξυλογλύπτες από το Ασημοχώρι, τους Χιονιάδες και τον Γοργοπόταμο, οι ζωγράφοι-αγιογράφοι από τους Χιονιάδες και οι μαραγκοί από το Λιοκάτσι.
Τα δείγματα της μαστορικής τέχνης τους, αποτυπώματα του υλικού πολιτισμού, είναι πολλά. Οι μαστόροι της πέτρας άφησαν το μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας, τη Μονή της Παναγιάς της Μολυβδοσκέπαστης, τα καμπαναριά στη Φιλιππιάδα και στη Δημητσάνα, τα σεράγια των πασάδων, μύλους, αρχοντικά, ακόμη και φάρους όπως αυτός στο Λουτράκι στο Ηραίο ακρωτήριο. Εργάζονταν και στην Αττική, καθώς είχαν εξασφαλίσει τη γλωσσική επικοινωνία γιατί η λαλούμενη γλώσσα ήταν η αλβανική.
Οι ξυλογλύπτες-ξυλουργοί, γνωστοί και ως «σκαλιστάδες» ή «ταλιαδόροι», ανέδειξαν την τέχνη τους στα τέμπλα, στα κτίρια, στις πόρτες, στις σκάλες (κυρίως τις κυκλικές σκάλες), σε έπιπλα, άμβωνες, προσκυνητάρια, αναλόγια, σε κουβούκλια επιταφίων.
Οι λαϊκοί ζωγράφοι και αγιογράφοι περιφέρονταν στα χωριά της Ηπείρου, της Βόρειας Μακεδονίας, στο Αγιον Ορος και στη Θεσσαλία όπου ζωγράφιζαν και κοσμούσαν ναούς και αρχοντικές κατοικίες (τοιχογραφίες, κασέλες, ακόμη και προσωπογραφίες).
Η ανάπτυξη της μαστορικής τέχνης από πολύ νωρίς αντανακλάται στην οικονομία και στην παραγωγή χρηματικού πλεονάσματος.

Οι μαστόροι μετέφεραν από τους τόπους όπου δούλευαν προϊόντα, όπως κλήματα εξαιρετικής ποιότητας. Ανέπτυξαν την αμπελουργία, η οποία εγκαταλείφθηκε λόγω της φυλλοξήρας μετά το 1960, και ασχολήθηκαν και με τη διαδικασία της οινοποίησης. Δεν είναι λίγοι αυτοί που μετεγκαταστάθηκαν από τα μαστοροχώρια στα κεφαλοχώρια της Θεσσαλίας, κυρίως στον Τύρναβο, ο οποίος είναι φημισμένος για τα κρασιά και τα τσίπουρά του. Παράλληλα ενοικίαζαν εκτάσεις ως θερινά βοσκοτόπια για τα κοπάδια των νομάδων κτηνοτρόφων. Εξασφάλιζαν τη διατροφική τους επάρκεια αγοράζοντας σιτάρι από τα καραβάνια που έρχονταν το καλοκαίρι από τα ψωμοτόπια της Δυτικής Μακεδονίας.
Κάθε φθινόπωρο στο παζάρι της Κόνιτσας οι καλοπληρωτάδες μαστόροι κέρναγαν στους καφενέδες γνωστούς και αγνώστους. Αγόραζαν αντικείμενα πρώτης ανάγκης αλλά και δώρα για την οικογένειά τους -ζαχαρωτά για τα παιδιά- και στολίδια για τα άλογά τους. Είναι φανερό ότι οι μαστόροι ως οικονομικά υποκείμενα δημιουργούσαν πολλαπλασιαστικές οικονομικές δραστηριότητες, καθώς συνέβαλλαν ποικιλοτρόπως στην οικονομική ευημερία όχι μόνο των χωριών τους, αλλά και της περιφέρειας.
Η μετάβαση από την οικιακή ανταλλακτική οικονομία στην εγχρήματη συμβαδίζει με την ανάπτυξη της μαστορικής τέχνης.
Στα τέλη του 19ου αιώνα με την εκβιομηχάνιση και τη δημιουργία των μεγάλων έργων -σιδηροδρομικές γραμμές, μεταλλεία, φράγματα-, οι μαστόροι, από νομάδες που επιστρέφουν κάθε φθινόπωρο στα χωριά τους μετατρέπονται σε μετανάστες. Εγκαθίστανται στο εξωτερικό. Δημιουργούν κοινότητες σε Αμερική, Αργεντινή, Περσία, Αιθιοπία, Αίγυπτο, Σουδάν, Κονγκό, Νοτιοαφρικανική Ενωση, Μαδαγασκάρη, Ρουμανία, παραλιακή Τουρκία (Σμύρνη, Προύσα), Ρωσία (Ιρκούτσκ, Βλαδιβοστόκ), Γαλλία και Αμερική. Οι μισθοί τους αποστέλλονταν ως εμβάσματα στις οικογένειές τους που έμειναν πίσω στο χωριό. Ενα σημαντικό τμήμα των άδηλων πόρων, στους οποίους στηρίζεται μέχρι και σήμερα η οικονομία μας, αποτελούσαν τα εμβάσματα των Ηπειρωτών μαστόρων.
Τα πολεμικά γεγονότα όμως δημιουργούν ρήξεις και ασυνέχειες στη μαστορική τέχνη. Με την απελευθέρωση της Ηπείρου και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος ο ενιαίος χώρος των Βαλκανίων, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διασπάται, η κινητικότητα υποχωρεί, για να σταματήσει εντελώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα περίκλειστα σύνορα των κομμουνιστικών κρατών. Ο Εμφύλιος λειτούργησε ως χαριστική βολή· ο τόπος ερήμωσε και οι μαστόροι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Από τους μαστόρους μετανάστες που εγκατέλειπαν τον ελλαδικό χώρο για οικονομικούς λόγους ώς τους πρόσφυγες που κυνηγημένοι εγκατέλειπαν τον τόπο για πολιτικούς λόγους συγκροτείται μια αλλαγή όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο κοινωνικό τους status που επηρεάζει βαθιά τη ζωή τους.

Οι μετανάστες-μαστόροι με το οικονομικό πλεόνασμα που διαθέτουν από τον 19ο αιώνα ιδρύουν Συλλόγους-Αδελφότητες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό με στόχο την παροχή εκπαίδευσης. Με δικά τους έξοδα λειτουργούν σχολεία και παρέχουν υποτροφίες. Δημιουργούν ξενώνες, ιατρεία, βρύσες, πλατείες, υδραγωγεία και δίκτυα ύδρευσης. Προικοδοτούν άπορα κορίτσια και πληρώνουν τη νοσηλεία ανήμπορων ασθενών. Φροντίζουν για την ανάπτυξη της δενδροκομίας αναδασώνοντας περιοχές, φυτεύοντας και μπολιάζοντας δέντρα.
Ο πολιτισμός της μαστορικής τέχνης αναδεικνύεται και μέσα από την πληθώρα των εκδοτικών έργων και των περιοδικών, όπως π.χ. «Το αρμολόι».
Οι πρόσφυγες-μαστόροι της μετεμφυλιακής εποχής εργάζονται στις βιομηχανίες της Γερμανίας και στα ορυχεία του Βελγίου. Καταφεύγουν στην πρωτεύουσα Αθήνα στα νεο-δημιουργηθέντα επαγγέλματα της οικοδομής.
Η συλλογικότητα με τα μπουλούκια σπάει και υποκαθίσται από την ατομικότητα. Ο πρωτομάστορας από τον εργολάβο. Με τις νέες τεχνικές και τα νέα οικοδομικά υλικά αναδύεται η νέα οργάνωση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Με στόχο την προστασία, τη διάσωση, τη διάδοση του υλικού πολιτισμού και τη σύναψη σχέσεων συνεργασίας με διεθνή Κέντρα και πανεπιστημιακά ιδρύματα μια δραστήρια ομάδα, με επικεφαλής τον ερευνητή Βασίλη Παπαγεωργίου, εδώ και περίπου πενήντα χρόνια έχει δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις για τη λειτουργία του Μουσείου και συνεδριακού κέντρου των Ηπειρωτών Μαστόρων για τη στέγασή του στο Δημοτικό Σχολείο της Πυρσόγιαννης, χωρίς ωστόσο ακόμη να είναι επισκέψιμο. Το μουσείο, όπου θα εκτίθενται εκατοντάδες εργαλεία, αντικείμενα, φωτογραφίες και πλούσιο αρχειακό υλικό όπως συμφωνητικά, σχέδια και κατάστιχα, θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης όλο και περισσοτέρων ενεργών πολιτών που δραστηριοποιούνται με σκοπό τη διαφύλαξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας.
*Δρ οικονομολόγος-ιστορικός
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας