«Λίγες στιγμές μετά το βίωμα, η φαντασία αρχίζει να σωρεύει στη μνήμη μας τις δικές της αλλοιώσεις»
Γ.Β. Δερτιλής
Τι περίεργα παιχνίδια παίζει μερικές φορές η μνήμη αιφνιδιάζοντάς μας! Πριν από αρκετά χρόνια ένας παιδικός φίλος, ο Αντώνης Μελετίδης, μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό για ένα βιβλίο της Τζούμπα Λαχίρι (Jhumpa Lahiri). Το συμβάν αυτό το είχα ξεχάσει για χρόνια, σαν να μην είχε υπάρξει. Ενώ διάβαζα το παρόν βιβλίο, δεν ξέρω από ποια ρωγμή του χρόνου ξεπήδησε και το θυμήθηκα. Προσπάθησα να εντοπίσω τι ήταν αυτό που προκάλεσε την επιστροφή αυτής της για χρόνια χαμένης ανάμνησης.
Ισως –σκέφτηκα– κάποια μουσική που άκουγα καθώς διάβαζα το βιβλίο να βοήθησε, μέσα από μια περίεργη διαδρομή, στην ανάσυρσή της. Τι άκουγα άραγε εκείνες τις ώρες; (Ισως Keith Jarrett, μπορεί Brad Mehldau ή Jan Garbarek, πιθανόν κάποια κομμάτια του Peter Hammill όπως το «Handicap and Eguality» ή το «Too many of my yesterdays», δεν κατάφερα να θυμηθώ με σιγουριά.)
Μπορεί να ήταν κάποιες σκέψεις που έκανα για τη δική μου ζωή, το παρελθόν, τους γονείς μου (τον πατέρα μου που όπως ο πατέρας της ηρωίδας του βιβλίου έχει πεθάνει, ενθυμούμενος τα πράγματα που δεν πρόλαβαν, ο μεν πατέρας μου να δοκιμάσει το βάζο με το μέλι καστανιάς που του είχα φέρει από το Πήλιο και το είδα άθικτο μετά από λίγες ημέρες στο ντουλάπι της κουζίνας, μια εικόνα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο με συγκίνησε τόσο, σαν να συμπύκνωσε όλο τον πόνο της απουσίας του που υπήρχε μέσα μου, ο δε πατέρας της ηρωίδας να πάει στο θέατρο μαζί με την κόρη του όπως είχαν σχεδιάσει).
Σκέφτηκα τους φίλους, όπως τον Αντώνη, τον Δημήτρη Λάγγα, τον Στράτο Χατζηευστρατιάδη, τον Κώστα Μηλιά, που γνωριστήκαμε στο σχολείο στη Βέροια μεταξύ 1971-1975 και μεγαλώσαμε μαζί. Πώς μπορεί να επιβιώσει μια φιλία μισό αιώνα μετά, όταν πλέον δεν μπορείς να μοιράζεσαι την καθημερινότητα του άλλου; Τι είδους έγνοια και φροντίδα χρειάζεται ώστε να μην αφεθεί να στηρίζεται μόνο στα υλικά του παρελθόντος; Τι τροπή θα είχαν πάρει οι ζωές μας αν δεν είχαμε συναντηθεί, τα συγκεκριμένα άτομα, που μέσα από παιχνίδια στην αρχή, κάθε είδους μοιράσματα αργότερα, διαμορφώσαμε τους εαυτούς μας;
Καθώς οι φίλοι αυτοί έφυγαν και ζουν σε άλλες πόλεις, απέμεινα εγώ να διασχίζω τους ίδιους δρόμους που διασχίζαμε παιδιά, όπου η σκόνη του χρόνου έχει κατακαθίσει πάνω τους σκεπάζοντας τα περάσματα της μνήμης, καθιστώντας τα σχεδόν αγνώριστα, αναλαμβάνοντας το χρέος να σκαλίζω και να φροντίζω να μη στεγνώσει το χώμα των «δικών μας διαδρομών», ποτίζοντάς το με την υγρασία μιας φευγαλέας έκφρασης ευγνωμοσύνης στο βλέμμα.
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν όλα αυτά με το βιβλίο της Αμερικανίδας συγγραφέως ινδικής καταγωγής αλλά γεννημένης στο Λονδίνο το 1967, Τζούμπα Λαχίρι; Μα για όλα αυτά μιλάει το βιβλίο, κι αυτό πυροδότησε αυτές τις σκέψεις, προσπαθώντας να διασώσει στιγμές μιας καθημερινότητας που κυλάει και χάνεται γοργά, που κάποιες φορές την παρατηρούμε αμέτοχοι κι ανήμποροι κι άλλοτε έχοντας την ψευδαίσθηση ότι τη διαμορφώνουμε. Η μοναχική ηρωίδα του βιβλίου, έχοντας συμφιλιωθεί με την τροπή και τις επιλογές που έχει κάνει στη ζωή της, δεν βρίσκεται σε αντιδικία με τους ανθρώπους γύρω της, ούτε τους κρίνει, αλλά με μια ήπια στοχαστική ματιά τούς παρατηρεί με κατανόηση, επιείκεια και καλοσύνη, ενώ διασταυρώνεται μαζί τους στα μαγαζιά όπου ψωνίζει, όπου τρώει, σε αίθουσες αναμονής, φέρνοντάς μας λίγο στον νου τον Σερβοβόσνιο συγγραφέα Ιβο Αντριτς και δίνοντας σε μας τους αναγνώστες ένα πολύτιμο μάθημα συνύπαρξης και αλληλοκατανόησης.
«Κάθε τόσο, στους δρόμους της γειτονιάς μου, πέφτω πάνω σ’ έναν άντρα με τον οποίο θα μπορούσα να έχω μια ιστορία, ίσως και μια ζωή. Αυτός πάντα χαίρεται πολύ όταν με βλέπει. Συζεί με μια φίλη μου, έχουν δύο παιδιά. Η σχέση μας περιορίζεται σε μια παρατεταμένη κουβεντούλα στο πεζοδρόμιο, σ’ έναν καφέ στα πεταχτά, άντε και δυο βήματα που κάνουμε μαζί. Μου διηγείται με ενθουσιασμό τα σχέδιά του, χειρονομεί και κάθε τόσο, ενώ περπατάμε, τα σώματά μας, ήδη πολύ κοντά, συγχρονισμένα, αγγίζονται διακριτικά.... Απολαμβάνουμε μια αγνή τρυφερότητα, στα πεταχτά. Ετσι δεν μπορεί να προχωρήσει, δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει το πράγμα... Κι εμένα μου είναι αρκετή μια δυνατή αγκαλιά, παρότι δεν μοιράζομαι τη ζωή μου με κανέναν. Δύο φιλιά στα μάγουλα, δύο βήματα, λίγο δρόμο μαζί. Χωρίς να λέμε τίποτα αναμεταξύ μας, ξέρουμε ότι, αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να τολμήσουμε κάτι λαθεμένο, και μάταιο επίσης».
*Επιμελητής Ανηλίκων Βέροιας
♦ Τη σελίδα αυτή δεν τη φτιάχνουν επαγγελματίες κριτικοί βιβλίου. Γράφεται από αναγνώστες που απευθύνονται σε αναγνώστες για να τους μιλήσουν για κάποιο βιβλίο που τους συνεπήρε. Αν θέλετε να μοιραστείτε όσα νιώσατε διαβάζοντας ένα βιβλίο, στείλτε το κείμενό σας (το πολύ 700 λέξεις) στο [email protected]
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας